Κάνοντας Χρήση του Κόσμου Αλλά Όχι στο Πλήρες
Όπως το αφηγήθηκε ο Χάρολντ Λ. Τσίμμερμαν
ΚΑΠΟΙΑ μέρα θα έπρεπε να πάρω την απόφαση—το ήξερα. Αλλά ο φόβος των ανθρώπων, αυτά που μπορεί να νόμιζαν οι άνθρωποι, και η επιθυμία να είμαι δημοφιλής με έκαναν να την αναβάλλω.
Ας πω την ιστορία από την αρχή: Όταν ήμουν μόλις τριών ετών, ο παππούς μου με δίδαξε να στέκομαι πάνω στο κεφάλι μου. Μου άρεσε πολύ! Όταν ήρθε το τσίρκο στην πόλη μας, οι τούμπες πάνω στο έδαφος και στα τράμπολιν με ενθουσίαζαν. Επιθυμία της καρδιάς μου έγινε να κάνω αυτά τα πράγματα. Σαν παιδί, το περπάτημα πάνω στα χέρια μου και η εξάσκηση σε θεαματικές καταδύσεις επί ώρες συνέχεια κάθε καλοκαίρι ήταν ένα ενδιαφέρον που με απορροφούσε τελείως.
Στην ηλικία των 12, με εισήγαγαν σ’ αυτό που έγινε η πρώτη μου αγάπη—στις τούμπες και στη γυμναστική. Σύντομα η τοπική μας ομάδα έγινε νικήτρια στην περιοχή της Πενσυλβανίας και στα πρωταθλήματα γυμνασίων της πολιτείας. Το όνομα μου μαζί με τα ονόματα των παιδιών της ομάδας μου εμφανιζόταν συχνά στις εφημερίδες. Απολάμβανα το καθετί! Αλλά κάθε φορά που σταματούσα για να σκεφτώ σοβαρά, μου ξαναρχόταν η ίδια σκέψη: Προσπαθούσα να δραπετεύσω από κάτι—ανέβαλλα την απόφαση τής ζωής μου.
Βλέπετε, οι παππούδες μου και από την πλευρά του πατέρα μου και από την πλευρά της μητέρας μου από την αρχή του αιώνα ήταν Σπουδαστές της Βίβλου (όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά) και ήταν δραστήριοι στο να μιλάνε στους άλλους για τη Βασιλεία του Θεού. Η μητέρα μου συνήθιζε να λέει στον μεγαλύτερο αδελφό μου και σ’ εμένα για τη Βασιλεία και πώς αυτή θα φέρει ένα τέλος στην κακία και θα κάνει να γίνει το θέλημα του Θεού πάνω στη γη.
Επί χρόνια προσευχόμουν το βράδι στον Ιεχωβά, λέγοντας του ότι «κάποια μέρα» θα τον υπηρετούσα «αλλά όχι ακόμη». Συχνά προσευχόμουν, «Όταν φτάσω στα 19, τότε θα σε υπηρετήσω»—αλλά δεν το έκανα. Οι τούμπες και η γυμναστική ήταν η ζωή μου.
Η Μεγάλη Απόφαση
Το 1942 ήμουν 20 ετών και δευτεροετής στο κολλέγιο της Πολιτείας της Πενσυλβανίας. Την άνοιξη εκείνη κέρδισα το πρωτάθλημα στους αγώνες ανάμεσα στα κολλέγια και στους εθνικούς κολεγιακούς γυμναστικούς αγώνες των ανατολικών Πολιτειών και για πρώτη φορά μπήκα στην εθνική Αθλητική Ένωση Ερασιτεχνών. Η ελπίδα μου ήταν μια μέρα να παραβρεθώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Όπως μπορείτε να δείτε, ο κόσμος ήταν πολύ ελκυστικός για μένα και ήμουν βουτηγμένος μέσα του μέχρι το λαιμό.
Τον καιρό εκείνο οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε πόλεμο και το πνεύμα του πατριωτισμού βρισκόταν πολύ ψηλά. Οι κινηματογράφοι διαφήμιζαν την υπηρεσία στις ένοπλες δυνάμεις, και προσελκυστική μουσική και στίχοι διέγειραν τα συναισθήματα ανάμικτα με το συναίσθημα του ρομάντσου, του καθήκοντος και της δόξας. Ποιος δε θα ήθελε να αποτελέσει μέρος της ευγενούς αυτής προσπάθειας για την απελευθέρωση του κόσμου από την Ναζιστική τυραννία και να εγγυηθεί την ελευθερία και την ειρήνη όλων των ανθρώπων;
Μπορούσα να καταλάβω γιατί πολλοί θεωρούσαν ότι το μόνο πράγμα που μπορούσαν να κάνουν ήταν να τα παρατήσουν όλα και να πάνε στρατό. Ωστόσο γιατί όλα αυτά τα τραγούδια και η δόξα; Ο πόλεμος είναι μια αφάνταστα φοβερή επιχείρηση! Γιατί να μην το παραδέχονται; Όλα αυτά με αναστάτωναν φοβερά.
Το Σεπτέμβριο του 1942 επέστρεψα στο Κλήβελαντ του Οχάιο για να παρακολουθήσω τη Θεοκρατική Συνέλευση Νέου Κόσμου των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Η κύρια ομιλία «Ειρήνη—Μπορεί να Διαρκέσει;» με εντυπωσίασε βαθιά. Ο ομιλητής εξέτασε το 17 κεφάλαιο της Αποκάλυψης, εξηγώντας ότι το θηρίο που ‘ήταν αλλά δεν είναι, και ωστόσο θα είναι’, ήταν η Κοινωνία των Εθνών, η οποία θα αναβίωνε μετά από τον πόλεμο. Και αυτός ο οργανισμός, επίσης, όπως είπε ο ομιλητής, προοριζόταν να αποτύχει και να πάει στην καταστροφή. Η Βασιλεία του Θεού θα αναλάμβανε τότε τη διακυβέρνηση της γης για να φέρει διαρκή ειρήνη. Η ζωτική αυτή πληροφορία επρόκειτο να παίξει μεγάλο ρόλο στο να με βοηθήσει να πάρω την απόφαση μου.
Παρά το γεγονός ότι επέστρεψα στο κολλέγιο το φθινόπωρο εκείνο, άρχισα να μελετώ τη Βίβλο σοβαρά, αλλά μυστικά, στη φοιτητική ένωση αρένων όπου έμενα. Πόσο κρυστάλλινα διαυγής μού ήταν τώρα! Μόνο η Βασιλεία του Θεού μπορεί να φέρει ένα τέλος στους πολέμους και διαρκή ειρήνη πάνω στη γη. Πόσο ανόητο ήταν να εναποθέσω τις ελπίδες μου σε έναν κόσμο καταδικασμένο σε καταστροφή! Πεισμένος πέρα από κάθε αμφιβολία, το ερώτημα ήταν: Θα ήταν η πίστη μου αρκετά ισχυρή για να με κάνει να ενεργήσω—να πάρω την απόφαση μου;
Σύντομα μετά, ένα βράδι δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το ρολόι τής ένωσης χτυπούσε μία, κατόπιν δύο. Όλοι οι άλλοι νεαροί στον κοιτώνα είχαν κοιμηθεί βαθιά. Κατέβηκα κάτω από το διώροφο κρεβάτι όπου κοιμόμουν, πήγα προς το παράθυρο που ήταν ανοιχτό στον τρίτο όροφο της φοιτητικής ένωσης. Ήταν μια υπέροχη φθινοπωρινή βραδιά. Προσευχήθηκα στον Ιεχωβά Θεό και του εξομολογήθηκα πόσο φοβόμουν. Παρ’ όλα αυτά, ακριβώς τότε και εκεί πήρα την απόφαση που ανέβαλλα επί πολλά χρόνια. Λίγες εβδομάδες αργότερα εγκατέλειψα το κολλέγιο για τα καλά, αποφασισμένος να υπηρετήσω τον Ιεχωβά όσο περισσότερο γινόταν.
Τώρα, ωστόσο, το ερώτημα ήταν: Θα κατάφερνα να πείσω το συμβούλιο επιλογής να με εξαιρέσει από τη στρατιωτική υπηρεσία, εφόσον η συνείδηση μου μού απαγόρευε να πάω στον πόλεμο; Ο νόμος για τη στρατολόγηση προέβλεπε την ειδική κατάταξη και απαλλαγή από την στρατιωτική υπηρεσία διακόνων και εκείνων οι οποίοι σπούδαζαν για τη διακονία τους.
Οι παλιοί φίλοι, οι γνώριμοι και οι εξέχοντες άνθρωποι στην κωμόπολη προσπάθησαν να με αποτρέψουν από την απόφαση μου.
«Όμως τι θα γινόταν αν όλοι έκαναν αυτό που κάνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά;» με ρωτούσαν μερικοί.
«Αν ο καθένας έπαιρνε αυτή τη στάση, όπως κάνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σ’ όλο τον κόσμο, τότε δε θα γινόταν πια πόλεμος», απαντούσα. Κανείς δεν μπορούσε να μου αλλάξει τη γνώμη μου. Είχα πάρει την απόφαση μου, βασισμένη στο Ιωάννης 15:19.
Κάπου τρεις μήνες αργότερα έγινε η δίκη μου σε ένα Ομοσπονδιακό δικαστήριο. Μετά από μια σύντομη ακροαματική διαδικασία στην οποία εξήγησα γιατί θεωρούσα ότι έπρεπε να με θεωρήσουν διάκονο θρησκείας, ο δικαστής έδωσε την εξής εντολή στο δωδεκαμελές σώμα ενόρκων: «Το ζήτημα δεν είναι αν αυτός ο νεαρός είναι ειλικρινής στις πεποιθήσεις του ή όχι, ή αν είναι διάκονος θρησκείας ή όχι. Το ζήτημα είναι, Υπάκουσε ή δεν υπάκουσε στην κυβερνητική διαταγή να παρουσιαστεί στις ένοπλες δυνάμεις; Το γεγονός ότι είναι παρών σ’ αυτό το δικαστήριο σήμερα είναι απόδειξη ότι είναι ένοχος!» Προειδοποίησε τα μέλη του σώματος των ενόρκων ότι δε θα έπρεπε να τολμήσουν να επιστρέψουν με την ετυμηγορία «αθώος»!
Η ετυμηγορία; «Ένοχος, αλλά συστήνουμε επιείκεια», δήλωσε το σώμα των ενόρκων. Παρ’ όλα αυτά ο δικαστής επέβαλε τη μέγιστη ποινή: Φυλάκιση πέντε ετών σε ένα ομοσπονδιακό ίδρυμα που θα καθοριζόταν από τον γενικό εισαγγελέα. Με έστειλαν στο Τσίλικοουτ του Οχάιο.
Χρόνος που Δαπανήθηκε Καλά
Ένα τακτικό σπουδαίο γεγονός στη ζωή των φυλακισμένων Μαρτύρων ήταν η επίσκεψη του αδελφού Α. Χ. Μακμίλλαν, από το προσωπικό των κεντρικών γραφείων της Εταιρίας Σκοπιά. Μας έλεγε: «Μοιάζετε πολύ με τους ανθρώπους που κάθονται αντίθετα στην κατεύθυνση του τρένου. Δεν μπορούν να δουν τα πράγματα έξω από το παράθυρο μέχρις ότου τα έχουν περάσει». Μας διαβεβαίωσε ότι στα χρόνια που θα έρχονταν θα εκτιμούσαμε πλήρως την αξία του χρόνου που δαπανήθηκε εκεί. Πόσο αληθινά ήταν τα λόγια εκείνα!
Σύντομα οργανώσαμε ένα βραδινό τμήμα μελέτης κατά τα πρότυπα της εκπαίδευσης των ιεραποστόλων της Σχολής Γαλαάδ. Μελετήσαμε όλη τη Βίβλο αρκετές φορές και διαβάσαμε όλα τα βοηθήματα μελέτης της Βίβλου της Εταιρίας Σκοπιά. Η γνώση που απόκτησα στη διάρκεια εκείνων των τριών χρόνων, οκτώ μηνών και πέντε ημερών περιορισμού, μου παρείχαν μία στερεή βάση για να συνεχίσω την καριέρα που διάλεξα το βραδινό εκείνο του φθινοπώρου στο κολλέγιο—κάπου 40 χρόνια πριν.
Μόλις με άφησαν ελεύθερο, εγγράφηκα σαν τακτικός σκαπανέας (ολοχρόνιος κήρυκας της Βασιλείας), συνοδεύοντας τη μητέρα μου στον σκαπανικό της διορισμό στην πρωτεύουσα Ουάσινγκτον. Εκεί συνάντησα μια σκαπάνισσα που επρόκειτο να γίνει η σύζυγος μου. Μαζί η Αν και εγώ συνεχίσαμε σε διάφορους σκαπανικούς διορισμούς που τελικά οδήγησαν στο να πάμε στην 18η τάξη της Σχολής Γαλαάδ το 1951. Ο ιεραποστολικός μου διορισμός: η Αιθιοπία στην Ανατολική Αφρική.
Ιεραπόστολος και για Μέρος του Χρόνου Ταμίας
Προκειμένου να στείλει ιεραποστόλους εκεί, η Εταιρία έπρεπε να συμφωνήσει να ανοίξει σχολεία στην Αιθιοπία. Έτσι η σύζυγος μου και εγώ πήγαμε σαν δάσκαλοι. Η δραστηριότητα στην υπηρεσία αγρού ήταν περιορισμένη, αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, γινόταν καλή πρόοδος στη χώρα του Χαϊλέ Σελασιέ τότε.
Στη διάρκεια του δεύτερου έτους μας εκεί γεννήθηκε το πρώτο μας παιδί ο Ρόναλντ. Τι θα κάναμε τώρα; Θα επιστρέφαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες; Όχι, δεν είχαμε καμία πρόθεση να αφήσουμε το διορισμό μας. Βρήκα εργασία σαν Διευθυντής Δαπανών του Αιθιοπικού Υπουργείου Εθνικών Οδών. Μέρος της δουλειάς μου ήταν να πληρώνω τους εργάτες σε μετρητά στους διάφορους σταθμούς των δρόμων σ’ όλη τη χώρα.
Σύντομα είδα ότι μπορούσα να χειριστώ την πληρωμή των μισθών μόνο σε 15 μέρες του μήνα. Έτσι έκανα την πρόταση στο Γραφείο τού Διευθυντή να με αφήνει να εργάζομαι μόνο μέρος του χρόνου, αφήνοντας μου το υπόλοιπο τού μήνα ελεύθερο για την υπηρεσία κηρύγματος. Το δέχτηκε. Έτσι μπόρεσα να επιστρέψω στις τάξεις των τακτικών σκαπανέων.
Ενώ βρισκόμαστε πίσω στην πατρίδα για διακοπές το 1955, γεννήθηκε το δεύτερο παιδί μας, η Ντόνα. Ήμαστε πλήρως αποφασισμένοι να επιστρέψουμε στην Αιθιοπία, αλλά εξαιτίας περιπλοκών στη θεώρηση του διαβατηρίου και της εκδίωξης τελικά των άλλων ιεραποστόλων, δεν επιστρέψαμε ποτέ. Υποχρεώθηκα να βρω εργασία με πλήρες ωράριο στις Ηνωμένες Πολιτείες για αρκετά χρόνια, αφιερώνοντας τα απογευματινά και τα Σαββατοκύριακα στην υπηρεσία της Βασιλείας. Όμως για κάποιο λόγο πάντοτε αισθανόμαστε ότι δεν ήμαστε τακτοποιημένοι.
«Καθόρισε την Ημερομηνία και Μετά Πήγαινε!»
Το 1957 παρακολουθήσαμε μια συνέλευση στο Λος Άντζελες, όταν η Σέρυ, το τρίτο μας παιδί, ήταν μόνο 12 ημερών. Μια ματιά στο πρόγραμμα και είδαμε αυτό που περιμέναμε. Ήταν η ομιλία με τον τίτλο «Υπηρετήστε Εκεί Όπου η Ανάγκη Είναι Μεγαλύτερη». Σκεφτήκαμε, «Να κάτι που μας ταιριάζει. Επιτέλους ένας τόπος για μας!»
Διαλέξαμε την Κολομβία της Νότιας Αμερικής, σαν τη χώρα όπου θέλαμε να υπηρετήσουμε, αλλά αποφασίσαμε να περιμένουμε μέχρι που να περάσει η μεγάλη διεθνής συνέλευση στη Νέα Υόρκη το επόμενο έτος, το 1958. Σκεφτόμαστε ότι ο Απρίλιος του 1959 θα ήταν ο καλύτερος καιρός για να πάω να φροντίσω για τα πράγματα. Το ταξίδι μέσα από όλη τη χώρα για τη συνέλευση της Νέας Υόρκης και κατόπιν οι λογαριασμοί του νοσοκομείου με την άφιξη τού Δαβίδ, του τέταρτου παιδιού μας, εξάντλησαν όλα μας τα χρήματα. Τι θα γινόταν τώρα;
Μόλις δυο εβδομάδες πριν από τη σχεδιασμένη μου αναχώρηση, μερικοί αδελφοί σε μια εξαμηνιαία συνέλευση περιοχής, μας πλησίασαν και είπαν ότι άκουσαν πως σχεδιάζαμε να πάμε στη Νότια Αμερική για να υπηρετήσουμε εκεί όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη. Δεν ήξερα τι να πω, εφόσον μέχρι τότε είχαμε στην άκρη μόνο 100 δολάρια για το ταξίδι. Όμως συνέβη κάτι το πολύ ενδιαφέρον.
Ένας από τους ομιλητές στο πρόγραμμα, απευθυνόμενος στους μελλοντικούς σκαπανείς, είπε ότι δε θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι τον καιρό που θα είχαν ένα αμάξι, ένα τροχόσπιτο και χρήματα στην Τράπεζα προτού αρχίσουν την υπηρεσία σκαπανέα. «Καθορίστε την ημερομηνία και μετά αρχίστε!» τόνισε. Εφαρμόσαμε τη συμβουλή αυτή και αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σύμφωνα με τα σχέδια μας.
Μια εβδομάδα πριν από το σχεδιασμένο μας ταξίδι, είπα στην Αν να τηλεφωνήσει στο αεροδρόμιο και να κρατήσει θέσεις για την επόμενη Παρασκευή για την Μπαρανκουίλλα της Κολομβίας. Δεν είχαμε καν τα χρήματα για εισιτήριο μιας διαδρομής για μένα, άσε για την υπόλοιπη οικογένεια. Και ο χρόνος πλησίαζε!
Η Αν έκανε την κράτηση και μόλις που είχε κλείσει το τηλέφωνο όταν χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ο ταχυδρόμος με ένα φάκελο από την Εσωτερική Υπηρεσία Εσόδων—μια επιταγή 265 δολαρίων—επιστροφή φόρων που είχαν κρατηθεί από το μισθό μου για το 1958! Αυτό ήταν. Την επόμενη μέρα, το Σάββατο, τρεις εκκλησίες με τις οποίες είχαμε συνταυτιστεί στη διάρκεια της παραμονής μας στο Λος Άντζελες είχαν κανονίσει ένα πικνίκ για μας. Φανταστείτε την έκπληξη μας όταν οι αδελφοί που είχαν συγκεντρωθεί εκεί έκαναν σε μας μια συνεισφορά 350 δολαρίων για να μας βοηθήσουν στα σχέδια μας!
Ένα Βιβλικό Παράδειγμα με Βοηθάει να Αποφασίσω
Την επόμενη Παρασκευή, το βράδι, αφήνοντας την Αν και τα παιδιά στο Λος Άντζελες, τράβηξα προς τα νοτιοανατολικά για την Κολομβία της Νότιας Αμερικής, και τις επόμενες δυο εβδομάδες τις δαπάνησα ψάχνοντας για εργασία.
Σύντομα μετά την άφιξη μου, συνέβη κάτι που με αναστάτωσε πραγματικά. Διάβασα στις εφημερίδες για έναν μαζικό σκοτωμό στο εσωτερικό της χώρας. Ένας ακήρυχτος εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν σε πρόοδο ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις, με ανηλεές σφάξιμο ολόκληρων κοινοτήτων. Αυτό συνεχιζόταν επί δέκα χρόνια! Γιατί δεν είχα ακούσει σχετικά με αυτό πριν; Ήθελα πραγματικά να φέρω την οικογένεια μου να ζήσει σ’ αυτές τις συνθήκες;
Όταν παίρναμε τις αποφάσεις μας, η σύζυγος μου και εγώ είχαμε τη συνήθεια να κοιτάζουμε πρώτα στη Γραφή για καθοδηγητικές αρχές και παραδείγματα. Το πιο κατάλληλο εδάφιο που θυμόμουν ήταν στην περίπτωση των Αριθμών κεφάλαιο 13, όπου ο Μωυσής είχε στείλει 12 κατασκόπους στην Υποσχεμένη Γη. Όλοι τους, εκτός από δυο, γύρισαν πίσω με αρνητικές εκθέσεις. Τότε ο λαός παραπονέθηκε ότι ο Μωυσής τους είχε φέρει στην ερημιά για να αφανιστούν, μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά τους. Η απάντηση του Ιεχωβά ήταν: Τα σώματα τους θα πέσουν στη διάρκεια των 40 ετών τής περιπλάνησης στην έρημο. Αλλά τα παιδιά τους, που ισχυρίστηκαν ότι θα τα έχαναν, θα μπορούσαν να ζήσουν και να μπουν στην γη Χαναάν.
Εκεί βρισκόταν η απάντηση! Τότε τηλεφώνησα στην Αν στο Λος Άντζελες και της ζήτησα να τα πουλήσει όλα, να φτιάξει τα πράγματα της και να έρθει κοντά μου. Ο περιορισμένος μας προϋπολογισμός δεν μου επέτρεπε να κάνω ένα ταξίδι πίσω στην Καλιφόρνια. Με τη βοήθεια των αδελφών μας στο Λος Άντζελες, η Αν πούλησε το αμάξι και τα έπιπλα του σπιτιού και ετοίμασε τα υπόλοιπα υπάρχοντα μας για το ταξίδι. Σύντομα αυτή και τα μικρά, από πέντε ετών μέχρι πέντε μηνών, ταξίδεψαν αεροπορικώς προς την Κολομβία και η οικογένεια ξαναενώθηκε ευτυχισμένα.
Έξι εβδομάδες αργότερα, όταν τα χρήματα μας είχαν πέσει στα τρία δολάρια, άρχισα να εργάζομαι σε μια διεθνή επιχείρηση στο εσωτερικό λογιστικό της τμήμα.
Σύντομα το πολιτικό σκηνικό άλλαξε, φέρνοντας μια πιο σταθερή κυβέρνηση. Επί 24 χρόνια τώρα υπάρχει ελευθερία λατρείας, καθιστώντας δυνατή την πλατιά επέκταση του έργου κηρύγματος της Βασιλείας σ’ όλη τη χώρα.
Κάνοντας Καλή Χρήση του Κόσμου αλλά Όχι στο Πλήρες
Στο διάβα των ετών, πάντα προσπαθούσαμε να κρατάμε κατά νου τη συμβουλή του αποστόλου Παύλου ότι ‘εκείνοι που κάνουν χρήση του κόσμου πρέπει να είναι σαν εκείνους που δεν κάνουν χρήση του στο πλήρες’. (1 Κορινθίους 7:31) Δεν είναι πάντα εύκολο να κρατάς τη σωστή ισορροπία—να προσπαθείς να δουλεύεις σωστά για τον εργοδότη σου και ταυτόχρονα να βάζεις τα συμφέροντα της Βασιλείας πρώτα στη διάνοια και στην καρδιά σου.—Ματθαίος 6:33.
Εργαζόμουν πλήρες ωράριο στην κοσμική εργασία για τα πρώτα δυο χρόνια στην Κολομβία, ενώ υπηρετούσαμε σε μια μικρή εκκλησία στο Κάλι. Κατόπιν αποφασίσαμε να μετακομίσουμε σε μια μικρότερη πόλη κοντά εκεί για να υπηρετήσουμε εκεί όπου η ανάγκη ήταν ακόμη μεγαλύτερη.
Πρότεινα στο διευθυντή οικονομικών να εργάζομαι μέρος μόνο της ημέρας διαβεβαιώνοντας τον ότι θα μπορούσα να φέρω σε πέρας την εργασία ενώ θα εργαζόμουν μόνο μισή μέρα. Δέχτηκε. Εργάστηκα με αυτή τη συμφωνία για τα επόμενα εφτά χρόνια μέχρις ότου το κόστος τής ζωής και οι αυξανόμενες ανάγκες της οικογένειας με ανάγκασαν να εργαστώ και πάλι πλήρες ωράριο. Τα εφτά εκείνα χρόνια δαπανήθηκαν καλά, αφήνοντας μου χρόνο για τη διακονία του σκαπανέα και για ανταμειφτική οικογενειακή συναναστροφή.
Στη διάρκεια των περασμένων οκτώ ετών εργάζομαι με ειδικό συμβόλαιο με ωράριο που επιλέγω εγώ. Αυτό μου επιτρέπει να κάθομαι όποιο μέρος της ημέρας υπάρχει ανάγκη. Έτσι, μπόρεσα να γίνω αναπληρωτής επίσκοπος περιοχής και περιοδικά επίσκοπος περιφερείας, εκτός από την υπηρεσία μου σαν εκπαιδευτής στις σχολές της Εταιρίας για την εκπαίδευση των Χριστιανών πρεσβυτέρων και των τακτικών σκαπανέων.
Τα παιδιά είναι μεγάλα τώρα. Και τα δυο αγόρια είναι διακονικοί υπηρέτες και τα δυο μεγαλύτερα παιδιά είναι παντρεμένα. Πόσο με χαροποιεί που τα βλέπω να ακολουθούν την ίδια συνήθεια που έμαθαν από τα πρώτα τους παιδικά χρόνια, να παίρνουν τα μικρά τους τακτικά στις συναθροίσεις εκκλησίας και έξω στη διακονία αγρού! Η ελπίδα μας και η διαρκής μας προσευχή είναι τα εγγόνια μας να γίνουν η πέμπτη γενιά των Μαρτύρων.
Τώρα, που έχω υπόψη μου όλα τα πράγματα, μπορώ με ειλικρίνεια να πω ότι δεν κατέστρεψα τη ζωή μου όταν πήρα την απόφαση μου το βράδι εκείνο στο κολλέγιο πριν από 40 χρόνια. Η ζωή μας έχει μεγάλο νόημα και ο Ιεχωβά ποτέ δεν μας εγκατέλειψε, καθώς προσπαθούσαμε να πάρουμε τις αποφάσεις μας σε αρμονία με τις αρχές του—’κάνοντας χρήση του κόσμου’, ναι, ‘αλλά όχι στο πλήρες’.
[Εικόνα στη σελίδα 26]
Κηρύττοντας στην Κολομβία με τη γυναίκα μου Αν