Ο Αίνος Ανήκει στον Θεό, την Πηγή της Ζωής και της Αύξησης
Όπως το αφηγήθηκε ο Έντουαρντ Βάρτερ
ΕΙΝΑΙ απόλαυση να βλέπεις κορυφογραμμές μεγαλόπρεπων βουνών που είναι γεμάτα από βαθιά, στενά φαράγγια και μεγάλες κοιλάδες. Ορμητικοί χείμαρροι χύνονται σε ρεματιές—ποτίζοντας κήπους, αμπέλια και χωράφια σε εύφορες πεδιάδες. Αλλά μήπως σκέφτεται ο θεατής ότι η Πηγή της ζωής, εκείνος που κάνει δυνατή μια τέτοια αύξηση, είναι άξιος αίνου;—Ψαλμός 36:9.
Αυτό το ευχάριστο ορεινό τοπίο βρίσκεται στη Δημοκρατία της Κιργισίας—μια πυκνοκατοικημένη Σοβιετική δημοκρατία στην Κεντρική Ασία. Εκεί ζουν δεκάδες χιλιάδες Ρώσοι πολίτες γερμανικής καταγωγής. Και η οικογένειά μου ζούσε σ’ αυτό το εύφορο μέρος κάποτε και θαυμάζαμε τον Θεό που είναι η αιτία μιας τέτοιας υπέροχης αύξησης. Ναι, τον αινούσαμε και μιλούσαμε απροκάλυπτα στους άλλους για τα μεγαλοπρεπή έργα του.
Υπάκουοι στην Πηγή της Ζωής
Όταν γεννήθηκα, το έτος 1901, οι γονείς μου ζούσαν στο Μέμελ (τη σημερινή Κλαϊπέντα), που αποτελούσε τότε μέρος της Ανατολικής Πρωσίας, στη Βαλτική ακτή, γύρω στα δέκα χιλιόμετρα από τα ρωσικά σύνορα. Πήγαινα σχολείο όταν ξέσπασε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και γίναμε αυτόπτες μάρτυρες αυτής της φρικιαστικής μαζικής σφαγής. Εμείς που κατοικούσαμε στα γερμανικά σύνορα είχαμε καλές σχέσεις με τους Ρώσους γείτονές μας και αναρωτιόμασταν: ‘Τίνος ήταν το λάθος; Με τίνος το μέρος ήταν ο Θεός;’ Ωστόσο, στο σχολείο συνθήματα όπως «Για τον Θεό, τον Αυτοκράτορα και την Πατρίδα» διέγειραν πατριωτικά αισθήματα.
Με το πέρασμα του χρόνου, μετά τον πόλεμο, ενέδωσα σ’ αυτή την επιρροή και κατατάχτηκα εθελοντικά στη φρουρά των συνόρων και αργότερα στο Γερμανικό Στρατό στο Καίνιξμπεργκ, το σημερινό Καλίνιγκραντ. Εδώ κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο απλός στρατιώτης δεν ήταν παρά ένα πιόνι, έρμαιο στις ιδιοτροπίες κάποιων άλλων. Λίγο μετά την προσάρτηση του Μέμελ στη Λιθουανία τον Ιανουάριο του 1923, η μητέρα μου μού έγραψε: «Δεν έπρεπε να πας στον πόλεμο, διότι η πέμπτη εντολή λέει: ‘Μη φονεύσεις’. Ούτε οι Σπουδαστές των Γραφών [Μάρτυρες του Ιεχωβά] πάνε στον πόλεμο». Σάστισα. Ποιοι ήταν αυτοί οι Σπουδαστές των Γραφών; Όταν πήγα σπίτι με άδεια, έμαθα τις βασικές Γραφικές αλήθειες που δίδασκαν. Αυτό επέδρασε δυναμικά πάνω μου—ολόκληρη η άποψη που είχα για τα θρησκευτικά και πολιτικά θέματα της ζωής άλλαξε ριζικά.
Τότε κατανόησα ότι το τέλος του παρόντος πονηρού συστήματος πραγμάτων ήταν κοντά ανοίγοντας το δρόμο για τη Βασιλεία του Θεού. Για ποιο λόγο να σπαταλήσω περισσότερο χρόνο προσπαθώντας να βοηθήσω τη Γερμανία να σταθεί και πάλι στα πόδια της; Χωρίς καθυστέρηση έκανα διευθετήσεις να εγκαταλείψω τη στρατιωτική υπηρεσία και επέστρεψα στη γενέτειρά μου για να μάθω περισσότερα για τις αλήθειες αυτές. Στη συνέχεια, βαφτίστηκα το 1924, και κατάλαβα καθαρά ένα πράγμα: Αυτό το βήμα σήμαινε υπηρεσία στον Θεό, όχι μέχρι μια ορισμένη ημερομηνία, αλλά για πάντα και κάτω από οποιαδήποτε περίσταση. Η καρδιά μου ήταν γεμάτη χαρά. Μου είχε χορηγηθεί και εμένα το μεγαλύτερο προνόμιο που μπορεί να δοθεί σε μας τους ασήμαντους ανθρώπους—η υπηρεσία στον Ύψιστο και η μετάδοση του αγγέλματός του σε άλλους.
Ήμουν αποφασισμένος να αποδειχτώ αντάξιος αυτού του προνομίου. Είχαμε να καλύψουμε μια μεγάλη αγροτική περιοχή με πολλούς διασκορπισμένους οικισμούς και αγροικίες. Γι’ αυτό, τις Κυριακές δεν ήταν ασυνήθιστο να περπατούμε 10 ως 12 ώρες για να επισκεφτούμε ανθρώπους δίνοντάς τους το άγγελμα. Ομόπιστοι που είχαν ευρύχωρα σπίτια τα πρόσφεραν για τις Χριστιανικές μας συναθροίσεις. Δεν υπήρχε διαδρομή που να τη θεωρούσαμε τόσο μακρινή ή θυελλώδης καιρός που να τον θεωρούσαμε τόσο κακό ώστε να μην πάμε σ’ αυτές τις πολύτιμες συγκεντρώσεις. Μας ενδυνάμωσαν για τους καιρούς δοκιμασίας που επρόκειτο να έρθουν.
Αινώντας Τον Ακόμα και Κάτω από Αντιξοότητες
Το έργο της Βασιλείας άρχισε να αυξάνει στις χώρες της Βαλτικής, και τώρα ήρθε κάτω από την επίβλεψη τού Γραφείου της Εταιρίας Σκοπιά για τη Βόρεια Ευρώπη, στη Δανία. Το 1928 παντρεύτηκα, και η σύζυγός μου Ρουθ και εγώ συνταυτιστήκαμε με την εκκλησία Χίντεγκρουγκ. Ενώ οι αδελφοί μας στη Ναζιστική Γερμανία υπέφεραν απάνθρωπο διωγμό, εμείς δεν αντιμετωπίζαμε πρόβλημα—ως το 1939. Νωρίς το πρωί της 22ας Μαρτίου έφτασαν τα νέα: «Το Μέμελ απελευθερώθηκε! Ο Φύρερ έρχεται!»
Ο απειλητικός ήχος πολυάριθμων αεροπλάνων που περνούσαν πάνω μας βούιζε στα αυτιά μας όλο το πρωινό. Η κατοχή του Χίτλερ είχε αρχίσει. Ακριβώς την επόμενη μέρα ερεύνησαν όλα τα σπίτια των Μαρτύρων του Ιεχωβά και συνέλαβαν μερικούς Μάρτυρες. Τα έντυπά μας, ακόμα και οι Γραφές μας, κατασχέθηκαν και κάηκαν δημόσια στην αγορά. Αμέσως μετά την απαγόρευση των δραστηριοτήτων μας αρχίσαμε να δρούμε κάτω από την επιφάνεια, εκδίδοντας έντυπα και κάνοντας κρυφές επισκέψεις στους ενδιαφερόμενους.
Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κλήθηκα για στρατιωτική υπηρεσία. Αρνήθηκα σταθερά, και στις 10 Απριλίου 1940 το Στρατιωτικό Δικαστήριο του Ράιχ στο Βερολίνο με καταδίκασε σε θάνατο. Έφεραν τη σύζυγό μου από το σπίτι για να με πείσει να υπηρετήσω στο στρατό. Και αυτή επίσης παρέμεινε αμετακίνητη και κέρδισε το σεβασμό ενός ηλικιωμένου αξιωματικού, ο οποίος παρατήρησε: «Πρέπει να παραδεχτώ ότι η στάση σας είναι απολύτως σωστή. Ο πόλεμος είναι απάνθρωπος». Η γυναίκα μου απόμεινε χωρίς να έχει κάποιον να προμηθεύει τα αναγκαία για τη συντήρηση της ίδιας, των τεσσάρων παιδιών μας και της ηλικιωμένης μητέρας της. Μήπως παραπονέθηκε ποτέ η Ρουθ; Στα λίγα γράμματα που της επέτρεψαν να γράψει με ενθάρρυνε να παραμείνω όσιος και να μην εξασθενήσω επειδή είχα αφήσει πίσω μου αγαπημένα πρόσωπα.
Τον Οκτώβριο του 1940 η καταδίκη μου αναιρέθηκε. Ωστόσο, ήμουν ακόμη υπό κράτηση σε διάφορες φυλακές και τελικά κατέληξα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούττχοφ, κοντά στο Ντάντσιγκ (το σημερινό Γκντανσκ). Όσιοι Μάρτυρες που ήταν ήδη στο στρατόπεδο, όπως ο Τζόζεφ Σάρνερ, ο Βίλχελμ Σιάιντερ, ο Χέρμαν Ραμπούζε και η Χερμίνε Σμιτ, επρόκειτο να γίνουν οι στενοί σύντροφοί μου και ενδυνάμωσαν την πίστη μου.a Εκεί, ανάμεσα σε 30.000 κρατούμενους, που ήταν όλοι χωρίς μέλλον και ελπίδα, είχαμε το προνόμιο να τους φέρουμε την παρηγοριά της Βασιλείας του Ιεχωβά.
Ευγνώμονες για την Καλοσύνη του Ιεχωβά
Τον Ιανουάριο του 1945, καθώς ο πόλεμος από το ανατολικό μέτωπο μεταφερόταν όλο και πιο κοντά στην περιοχή μας, άρχισε η εκκένωση του στρατοπέδου. Στο λιμάνι του Ντάντσιγκ, το πλοίο Βίλχελμ Γκουστλόφ περίμενε να μας μεταφέρει προς τα δυτικά. Επειδή φτάσαμε πολύ αργά—η δική μας φάλαγγα είχε βομβαρδιστεί από αεροπλάνα—δεν προλάβαμε αυτό που αποδείχτηκε ότι ήταν ταξίδι προς την καταστροφή, εφόσον πάρα πολύ λίγοι σώθηκαν όταν βυθίστηκε εκείνο το πλοίο.b Εμάς και άλλους 200 περίπου φυλακισμένους μας κράτησαν για λίγο σε μια περιφραγμένη αποθήκη. Λόγω των ανθυγιεινών συνθηκών, προσβλήθηκα από τυφοειδή πυρετό. Κατόπιν δόθηκε η εντολή: «Επιστρέψτε στο στρατόπεδο Στούττχοφ!» Με τον υψηλό πυρετό που είχα, μόλις που μπορούσα να περπατήσω, και το ότι έκανα όλο αυτό το μακρύ ταξίδι της επιστροφής οφείλεται στη βοήθεια ενός αδελφού, του Χανς Ντάικε. Χρειάστηκε να μείνω δέκα μέρες στο αναρρωτήριο του στρατοπέδου για να μου πέσει ο πυρετός.
Η 25η Απριλίου 1945 μας βρήκε να γυρνάμε πάλι στην ακτή. Ήμουν ακόμα σοβαρά άρρωστος και οι αδελφές αγωνίζονταν για να με κρατήσουν όρθιο. Παρ’ όλα αυτά, μερικές από αυτές έψελναν τους ύμνους μας. Μας φόρτωσαν σε μια απλή φορτηγίδα για να αρχίσουμε το επικίνδυνο ταξίδι μας. Το σκάφος κλειδωνιζόταν πάρα πολύ γιατί είχε πάνω από 400 ανθρώπους στο κατάστρωμα. Για να υπάρχει ίση κατανομή φορτίου χτύπησαν και ανάγκασαν τους φυλακισμένους να κατεβούν στο χαμηλότερο αμπάρι. Εκεί, οι άνθρωποι ήταν κατά γράμμα ο ένας πάνω στον άλλο. Όσοι πέθαιναν ρίχνονταν στη θάλασσα. Ήταν ευλογία το ότι επέτρεψαν στη μικρή μας ομάδα των 12 Μαρτύρων να μείνει στο κατάστρωμα και ευχαριστήσαμε τον Θεό γι’ αυτό.
Παγωμένοι ως το κόκαλο αποβιβαστήκαμε το επόμενο πρωί στο Σάσσνιτς του νησιού Ρύγκεν. Οι ντόπιοι δεν ήθελαν να μας δεχτούν και το μόνο που μας πρόσφεραν ήταν λίγο κρύο νερό. Τη νύχτα της 29ης προς 30ή Απριλίου η φορτηγίδα μας προσάραξε σε έναν από τους πολλούς ύφαλους που βρίσκονταν κοντά στο νησί Όιλενμπρουχ. Το ρυμουλκό είχε εγκαταλείψει το σκάφος μας σε μια περιοχή γεμάτη νάρκες και είχε εξαφανιστεί. Μήπως ήταν αυτός ένας τρόπος για να απαλλαχτούν από μας; Καθώς ακούγαμε τους ύφαλους να γδέρνουν τη φορτηγίδα, εμπιστευτήκαμε τη σωτηρία μας στον Θεό.
Η φρουρά της ακτής μάς μετέφερε στην ξηρά με λαστιχένιες βάρκες. Με την απειλή των όπλων υποχρέωσαν την ομάδα μας να συνεχίσει το ταξίδι με ένα άλλο πλοίο. Όλα τα γερμανικά λιμάνια είχαν καταληφθεί από τα Συμμαχικά στρατεύματα, έτσι τα προσπεράσαμε και τελικά αποβιβαστήκαμε στο Μεν, ένα νησί της Δανίας. Όταν τελικά αφεθήκαμε ελεύθεροι ρωτήσαμε τους ανθρώπους, που είχαν μαζευτεί και μας κοίταζαν, αν υπήρχαν Μάρτυρες του Ιεχωβά στο νησί. Δεν πέρασαν δυο ώρες και μας αγκάλιαζαν θερμά δυο αδελφές. Πόσο είχαν εκπλαγεί αυτοί που στέκονταν εκεί κοντά. Μόλις το γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά πληροφορήθηκε την άφιξή μας, έστειλε τον Φίλιπ Χόφμαν να διευθετήσει ώστε να μας δοθεί στοργική φροντίδα και προσοχή. Πόσο ευγνώμονες ήμασταν στον Ιεχωβά!
Ο Θεός Δίνει τη Ζωή και την Αύξηση
Γρήγορα συνήλθαμε από τη δοκιμασία και ήμασταν ευτυχείς που τον Σεπτέμβριο μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε μια συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Κοπεγχάγη. Εκεί βαφτίστηκαν δυο νεαρές γυναίκες η μια από το Λετ και η άλλη από την Ουκρανία, που είχαν μάθει την αλήθεια στο στρατόπεδο Στούττχοφ. Και οι δυο γύρισαν στη Σοβιετική Ένωση ως πνευματικές αδελφές μας. Και ο Θεός επρόκειτο να μας δώσει ακόμα μεγαλύτερη αύξηση!
Το Μέμελ αποτελούσε τώρα μέρος της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Λιθουανίας. Παρά τις επίμονες προτροπές μερικών Ρώσων προσφύγων, τον Ιούνιο του 1946 κατευθύνθηκα ανατολικά, για να συναντήσω ξανά την οικογένειά μου. Μαζί μου πήρα ένα βαρύ δέμα με Γραφικά έντυπα. Όταν πέρασα τα σύνορα η περίπολος αγνόησε το δέμα μου, δίνοντας περισσότερο προσοχή στη μεγάλη ποσότητα σκόρδου που μετέφερα. Πόσο χάρηκαν οι ντόπιοι αδελφοί που έλαβαν την πολύτιμη πνευματική τροφή!
Ήμουν γεμάτος ευγνωμοσύνη στον Ιεχωβά για τον θαυμαστό τρόπο που διέσωσε την οικογένειά μου μέσα από τον πόλεμο και τους δύσκολους καιρούς που ακολούθησαν, ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε το έργο μας. Ποτέ δεν σταματήσαμε να αινούμε τον Θεό!
Ένα Συντριπτικό Πλήγμα
Όμως, το Σεπτέμβριο του 1950 όλοι οι Μάρτυρες της περιοχής μας συνελήφθηκαν και μεταφέρθηκαν κάπου αλλού. Αρκετοί από μας καταδικάστηκαν να εκτίσουν ποινές 10 ως 25 ετών σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων. Όλα τα μέλη των οικογενειών μας εκτοπίστηκαν ισόβια στη Σιβηρία.c
Αυτό ήταν ένα συντριπτικό πλήγμα για μας, αλλά γρήγορα αντιληφθήκαμε ότι το άγγελμα της Βασιλείας έπρεπε να διαδοθεί και σ’ αυτή την τεράστια χώρα. Εγώ και άλλοι 30 περίπου Μάρτυρες είχαμε το προνόμιο να κηρύξουμε στους 3.000 έγκλειστους του στρατόπεδου Βορκούτα που βρισκόταν στο βόρειο μέρος της Ευρωπαϊκής Ρωσίας. Πολλοί δέχτηκαν την αλήθεια, βαφτίστηκαν και αφού απελευθερώθηκαν συνέχισαν το έργο σε παρθένες περιοχές.
Πέντε χρόνια περίπου αργότερα, την άνοιξη του 1957, μου δόθηκε η άδεια να πάω στην περιοχή Τομσκ, και αυτό ένωσε και πάλι την οικογένειά μας. Οι αδελφοί μας στη Σιβηρία ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς να έχουν ούτε μια μέρα άδεια. Τελικά, σχεδόν όλοι όσοι είχαν εκτοπιστεί απελευθερώθηκαν και ακολούθησε μια μεγάλη μετανάστευση Γερμανών πολιτών προς το νότο. Όπως ανέφερα στην αρχή, εγκατασταθήκαμε στην Κεντρική Ασία, στη Δημοκρατία της Κιργισίας το 1960. Εδώ, στην πόλη Καντ κοντά στο Φρούνζε, βρήκαμε αρκετές οικογένειες Μαρτύρων του Ιεχωβά που είχαν φτάσει πριν από μας.
Τα πρώτα λίγα χρόνια πέρασαν αρκετά ειρηνικά. Καθώς τα νερά της αλήθειας επιδρούσαν, άρχισε εδώ, καθώς και σε άλλα μέρη της χώρας, να αυξάνει ο πνευματικός παράδεισος. Ωστόσο, ο δραστήριος αίνος μας προς τον Ιεχωβά δεν πέρασε απαρατήρητος. Ο τύπος δημοσίευσε δυσφημιστικά άρθρα για μας. Μερικοί ηγέτες των επίσημων θρησκειών μάς απαγόρευσαν να επισκεφτόμαστε το «ποίμνιό» τους απειλώντας ότι θα πάρουν μέτρα εναντίον μας. Το 1963, συνέλαβαν ξαφνικά πέντε αδελφούς μας και τους καταδίκασαν να εκτίσουν ποινές επτά ως δέκα ετών σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων. Η θαρραλέα και ασυμβίβαστη στάση των αδελφών μας στο δικαστήριο κατέπληξε το κοινό. Κατάλαβαν ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν αποφασισμένοι να ‘πειθαρχούν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους’.—Πράξεις 5:29.
Όταν έφτασα σε ηλικία συνταξιοδότησης, μας είπαν ότι μπορούσαμε να μεταναστεύσουμε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Πριν την αναχώρησή μας, οι αδελφοί και αδελφές από την Κιργισία και το Νότιο Καζαχστάν μας επιφόρτισαν να μεταφέρουμε τη θερμή αγάπη και τους χαιρετισμούς τους καθώς και τα εδάφια Ιώβ 32:19-22 και Ιερεμίας 20:9, 10, σε όλους τους Μάρτυρες του Ιεχωβά παγκόσμια. Εγώ και η Ρουθ ζούμε τώρα στο Μπρέμερχαφεν από το 1969. Παρά την προχωρημένη ηλικία μας, συνεχίζουμε να αινούμε τον Ιεχωβά, την Πηγή της ζωής και της αύξησης, για την καλοσύνη του. Με εμπιστοσύνη αποβλέπουμε στη μέρα όπου ολόκληρη η γη θα γίνει ένας κατά γράμμα παράδεισος και ‘καθετί που αναπνέει’ θα τον αινεί!—Ψαλμός 150:6, ΜΝΚ.
[Υποσημειώσεις]
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο Έντουαρντ και η Ρουθ Βάρτερ σήμερα
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Η ομάδα των Μαρτύρων από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούττχοφ μετά την άφιξή τους στη Δανία το 1945, με τον Έντουαρντ Βάρτερ στην άκρη αριστερά που καλωσορίζεται από έναν ντόπιο αδελφό