Υποσημείωση
b Παραδείγματος χάριν, η ανέγερσις ενός τείχους για να κλεισθή μέσα το βόρειο προάστιο της Ιερουσαλήμ από τον Ηρώδη Αντίπα Αʹ είχε σταματήσει κατά διαταγήν του καχύποπτου αυτοκράτορος της Ρώμης, Κλαυδίου Καίσαρος. Ύστερ’ από την υποχώρησι των στρατευμάτων του Ρωμαίου Στρατηγού Κεστίου Γάλλου το 66 μ.Χ. οι Ιουδαίοι παρέλειψαν να προετοιμασθούν για μια μακρά πολιορκία σε περίπτωσι που οι Ρωμαίοι θα επανήρχοντο για να συνεχίσουν την πολιορκία της Ιερουσαλήμ. Πρέπει να προστεθή σ’ αυτό ότι, όταν επανήλθαν οι Ρωμαίοι υπό τον Στρατηγό Τίτον, αυτό έγινε αιφνιδίως και κατέλαβαν τους υπερασπιστάς της πόλεως μ’ αιφνιδιασμό. Για τη χειροτέρευσι των πραγμάτων, οι υπερασπισταί άρχισαν να μάχωνται μεταξύ των σ’ ένα εμφύλιο πόλεμο. Εγκατέλειψαν τα οχυρά των, όπου, εκτός από λόγους πείνης, δεν θα μπορούσαν να υποταχθούν εύκολα.
Όταν ο Στρατηγός Τίτος επεθεώρησε τα τείχη της Ιερουσαλήμ μετά την κατάληψι της πόλεως, αισθάνθηκε την ανάγκη ν’ αποδώση την επιτυχία του στον Θεό. Είπε: «Ασφαλώς είχαμε τον Θεό για βοηθό μας σ’ αυτό τον πόλεμο και δεν ήταν άλλος από τον Θεό εκείνος που έβγαλε τους Ιουδαίους έξω απ’ αυτά τα οχυρά· διότι τι μπορούσαν να κάμουν τ’ ανθρώπινα χέρια, ή οποιεσδήποτε μηχανές, για την ανατροπή αυτών των πύργων;»—Ιωσήπου, «Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου,» Βιβλίον 6, κεφάλαιον 9, παράγραφος 1, από μετάφρασι Ουίλλιαμ Ουίστων, Μ. Α.