-
ΑγαθότηταΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΓΑΘΟΤΗΤΑ
Η ιδιότητα ή η κατάσταση του να είναι κανείς αγαθός, καλός· ηθική υπεροχή, αρετή. Η αγαθότητα είναι ιδιότητα αμιγώς ακέραιη, στην οποία δεν έχει θέση η κακία ή η διαφθορά. Είναι θετική ιδιότητα και εκδηλώνεται όταν κάποιος κάνει καλές και επωφελείς πράξεις για τους άλλους. Στις Εβραϊκές Γραφές η συνηθέστερη λέξη που αποδίδεται «αγαθός» είναι η λέξη τωβ, ενώ στις Ελληνικές Γραφές χρησιμοποιείται η λέξη ἀγαθός συνήθως με ηθική ή θρησκευτική σημασία.
Η Αγαθότητα του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά Θεός είναι αγαθός με την απόλυτη και υπέρτατη έννοια. Η Γραφή αναφέρει: «Αγαθός και ευθύς είναι ο Ιεχωβά» (Ψλ 25:8), και διατρανώνει: «Πόσο μεγάλη είναι η αγαθότητά του!» (Ζαχ 9:17) Ο Ιησούς Χριστός, μολονότι είχε αυτή την ιδιότητα της ηθικής υπεροχής, δεν δέχτηκε τον τίτλο «Αγαθός» αλλά είπε σε κάποιον που τον προσφώνησε «Δάσκαλε Αγαθέ»: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός». (Μαρ 10:17, 18) Με αυτόν τον τρόπο αναγνώρισε τον Ιεχωβά ως το απαράμιλλο πρότυπο όσον αφορά το τι είναι αγαθό.
Όταν ο Μωυσής ζήτησε να δει τη δόξα Του, ο Ιεχωβά απάντησε: «Εγώ ο ίδιος θα κάνω να περάσει όλη μου η αγαθότητα μπροστά από το πρόσωπό σου και θα διακηρύξω το όνομα του Ιεχωβά μπροστά σου». Ο Ιεχωβά κάλυψε τον Μωυσή ώστε να μη δει το πρόσωπό του, αλλά καθώς πέρασε από μπροστά του (προφανώς μέσω του αγγελικού εκπροσώπου του [Πρ 7:53]), διακήρυξε στον Μωυσή: «Ιεχωβά, Ιεχωβά, Θεός ελεήμων και φιλεύσπλαχνος, που είναι μακρόθυμος και αφθονεί σε στοργική καλοσύνη και αλήθεια, που διατηρεί στοργική καλοσύνη για χιλιάδες, που συγχωρεί σφάλμα και παράβαση και αμαρτία, αλλά δεν πρόκειται να δώσει απαλλαγή από την τιμωρία».—Εξ 33:18, 19, 22· 34:6, 7.
Εδώ η αγαθότητα εμφανίζεται ως ιδιότητα η οποία περιλαμβάνει έλεος, στοργική καλοσύνη και αλήθεια αλλά δεν παραβλέπει καθόλου την κακία ούτε συμπράττει με αυτήν. Ως εκ τούτου, ο Δαβίδ μπορούσε να προσευχηθεί στον Ιεχωβά να συγχωρήσει τις αμαρτίες του “για χάρη της αγαθότητας του Ιεχωβά”. (Ψλ 25:7) Η αγαθότητα του Ιεχωβά, καθώς και η αγάπη του, συντέλεσε στο να προσφέρει Αυτός τον Γιο του ως θυσία για αμαρτίες. Με αυτόν τον τρόπο προμήθευσε ένα μέσο για να βοηθηθούν όσοι θα επιθυμούσαν ό,τι είναι πραγματικά αγαθό, ενώ ταυτόχρονα καταδίκασε την κακία και έθεσε τη βάση ώστε να ικανοποιηθεί πλήρως η κρίση και η δικαιοσύνη.—Ρω 3:23-26.
Καρπός του Πνεύματος. Η αγαθότητα είναι καρπός του πνεύματος του Θεού και του φωτός που προέρχεται από το Λόγο της αλήθειας του. (Γα 5:22· Εφ 5:9) Ο Χριστιανός πρέπει να καλλιεργεί αυτόν τον καρπό. Η υπακοή στις εντολές του Ιεχωβά αναπτύσσει αγαθότητα—κανένας άνθρωπος δεν έχει αγαθότητα με τη δική του αξία. (Ρω 7:18) Ο ψαλμωδός κάνει έκκληση στον Θεό ως την Πηγή της αγαθότητας: «Αγαθότητα, σύνεση και γνώση δίδαξέ με, γιατί στις εντολές σου άσκησα πίστη», και «Εσύ είσαι αγαθός και αγαθοποιός. Δίδαξέ με τις διατάξεις σου».—Ψλ 119:66, 68.
Η Αγαθότητα Παρέχει Οφέλη. Η αγαθότητα μπορεί επίσης να σημαίνει την παροχή ωφέλιμων πραγμάτων σε άλλους. Ο Ιεχωβά επιθυμεί να εκδηλώνει αγαθότητα προς το λαό του, όπως προσευχήθηκε ο απόστολος Παύλος για τους Χριστιανούς στη Θεσσαλονίκη: «Προσευχόμαστε πάντοτε για εσάς, για να σας υπολογίσει ο Θεός μας άξιους της κλήσης του και να εκτελέσει στο πλήρες όλα όσα ευαρεστείται σχετικά με την αγαθότητα, καθώς και το έργο της πίστης με δύναμη». (2Θε 1:11) Είναι πολλά τα παραδείγματα της άφθονης αγαθότητας που εκδηλώνει ο Θεός προς όσους αποβλέπουν σε αυτόν. (1Βα 8:66· Ψλ 31:19· Ησ 63:7· Ιερ 31:12, 14) Επιπλέον, «ο Ιεχωβά είναι αγαθός απέναντι σε όλους και τα ελέη του είναι πάνω σε όλα τα έργα του». (Ψλ 145:9) Εκτείνει την αγαθότητά του σε όλους με σκοπό να υποκινήσει η αγαθότητά του πολλά άτομα να τον υπηρετήσουν και έτσι να αποκτήσουν ζωή. Παρόμοια, κάθε άτομο που εκδηλώνει αγαθότητα αποτελεί ευλογία για εκείνους με τους οποίους συναναστρέφεται.—Παρ 11:10.
Ως υπηρέτες και μιμητές του Θεού, οι Χριστιανοί έχουν λάβει την εντολή να αποδεικνύουν ποιο είναι το καλό (ἀγαθόν, Κείμενο) και τέλειο θέλημα του Θεού για αυτούς (Ρω 12:2), πρέπει δε να προσκολλώνται σε ό,τι είναι καλό (Ρω 12:9), να κάνουν το καλό (Ρω 13:3), να εργάζονται το καλό (Ρω 2:10), να το επιδιώκουν (1Θε 5:15), να είναι ζηλωτές για το καλό (1Πε 3:13), να γίνονται μιμητές του καλού (3Ιω 11) και να νικούν το κακό με το καλό (Ρω 12:21). Πρέπει να κάνουν το καλό ιδιαίτερα σε αυτούς που είναι συγγενείς τους στη Χριστιανική πίστη, αλλά επίσης και προς όλους τους άλλους.—Γα 6:10.
Μια Συναφής Λέξη. Το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο, εκτός από τη λέξη ἀγαθός, χρησιμοποιεί και μια άλλη παρόμοια λέξη, τη λέξη καλός. Αυτή υποδηλώνει κάτι που είναι από τη φύση του καλό, όμορφο και ανταποκρίνεται στις περιστάσεις ή στο σκοπό του (όπως το καλό έδαφος ή χώμα· Ματ 13:8, 23), επίσης κάτι που είναι καλής ποιότητας, καθώς και κάτι που είναι ηθικά καλό, σωστό ή αξιότιμο (όπως το όνομα του Θεού· Ιακ 2:7). Η λέξη καλός συνδέεται στενά ως προς το νόημα με τη λέξη ἀγαθός, αλλά μπορεί να αποδοθεί και με διαφορετικούς τρόπους, όπως «σωστός» ή «έντιμος».—Ιακ 4:17· Εβρ 13:18.
-
-
ΑγαμίαΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΓΑΜΙΑ
Η κατάσταση του άγαμου. Στην αρχή, μετά τη δημιουργία του ανθρώπου Αδάμ, «είπε ο Ιεχωβά Θεός: “Δεν είναι καλό να παραμένει ο άνθρωπος μόνος. Θα κάνω για αυτόν έναν βοηθό, ως συμπλήρωμά του”». (Γε 2:18, 21-24) Έκτοτε, ο γάμος αποτέλεσε το φυσιολογικό τρόπο ζωής για τους ανθρώπους, οι δε εξαιρέσεις ήταν σπάνιες και οφείλονταν σε ειδικούς λόγους.—Βλέπε ΓΑΜΟΣ.
Μια τέτοια ειδική περίπτωση αποτελούσε ο Ιερεμίας. Αυτός έλαβε τη θεϊκή εντολή να παραμείνει άγαμος και να μην αποκτήσει παιδιά, διότι οι συνθήκες σε εκείνο το έθνος θα γίνονταν απελπιστικές, και τα παιδιά θα σφάζονταν ανελέητα από έναν αμείλικτο κατακτητή. (Ιερ 16:1-4) Η κόρη του Ιεφθάε ήταν μια άλλη εξαίρεση. Σεβόμενη την ευχή του πατέρα της, παρέμεινε άγαμη εθελούσια υπηρετώντας ολοχρόνια στον οίκο του Ιεχωβά.—Κρ 11:34-40.
Ο απόστολος Παύλος ανέλυσε τα οφέλη της αγαμίας, υπό την προϋπόθεση ότι το άτομο δεν βρίσκεται κάτω υπό υπερβολική πίεση, δεν «ανάβει από το πάθος» και επομένως δεν κινδυνεύει να πορνεύσει. Η πορεία της αγαμίας είναι “καλύτερη” επειδή επιτρέπει σε κάποιον να υπηρετεί τον Θεό «χωρίς περισπασμούς». (1Κο 7:1, 2, 8, 9, 29-38· 9:5) Δεν αναφέρεται αν οι τέσσερις κόρες του Φιλίππου του ευαγγελιστή παντρεύτηκαν κάποια στιγμή στη ζωή τους αργότερα, ωστόσο την εποχή που ο Λουκάς έγραψε την αφήγησή του, περιγράφονται ως «παρθένες, που προφήτευαν».—Πρ 21:8, 9.
Ο Χριστός Ιησούς, όπως και ο Ιερεμίας, παρέμεινε άγαμος. Συζητώντας με τους μαθητές του το αν η αγαμία ήταν προτιμητέα σε σχέση με την έγγαμη κατάσταση, ο Ιησούς είπε: «Δεν αφήνουν όλοι χώρο για αυτά τα λόγια, αλλά μόνο όσοι έχουν το χάρισμα . . . και υπάρχουν ευνούχοι που έχουν ευνουχίσει τον εαυτό τους για χάρη της βασιλείας των ουρανών. Αυτός που μπορεί να αφήσει χώρο για αυτό ας αφήσει χώρο για αυτό».—Ματ 19:10-12.
Η αγαμία, λοιπόν, είναι ένα χάρισμα, βασικό πλεονέκτημα του οποίου είναι η ελευθερία που προσφέρει στον κάτοχό του. Ο Ιησούς εδώ χρησιμοποίησε μεταφορική γλώσσα. Μερικοί άνθρωποι “αφήνουν χώρο για αυτό”, όχι με κατά γράμμα αυτοευνουχισμό, αλλά μέσα στην καρδιά τους, αποφασίζοντας εθελούσια να παραμείνουν σωματικά σε κατάσταση αγαμίας, είτε για όλη τους τη ζωή είτε για μικρότερη περίοδο χρόνου, διαφυλάττοντας την άγαμη υπόστασή τους μέσω εγκράτειας.
Η διδασκαλία και η τακτική της υποχρεωτικής αγαμίας που προωθούν ορισμένες θρησκευτικές αιρέσεις, ωστόσο, δεν έχουν Γραφική υποστήριξη. Αντιθέτως, είναι γραμμένο ότι «σε μεταγενέστερες χρονικές περιόδους μερικοί θα πέσουν από την πίστη, . . . [θα] απαγορεύουν το γάμο». (1Τι 4:1-3) Σημειωτέον ότι πολλοί ή οι περισσότεροι απόστολοι ήταν έγγαμοι. (1Κο 9:5) Αυτό που αποτρέπει όσους έχουν το χάρισμα της αγαμίας από το να παντρευτούν δεν είναι κατ’ ανάγκην μια ευχή υποχρεωτικής αγαμίας, αλλά η επιθυμία και η ικανότητα που έχουν να αφοσιωθούν στην υπηρεσία του Θεού ενώ βρίσκονται σε κατάσταση αγαμίας.
-
-
ΑγάπηΕνόραση στις Γραφές, Τόμος 1
-
-
ΑΓΑΠΗ
Αίσθημα ένθερμης προσωπικής προσκόλλησης ή βαθιάς στοργής, όπως αυτό που νιώθει κανείς για έναν φίλο, γονέα ή παιδί και ούτω καθεξής· ένθερμη συμπάθεια για κάποιον άλλον· επίσης, η φιλάγαθη στοργή που νιώθει ο Θεός για τα πλάσματά του ή η ευλαβική στοργή που οφείλουν αυτά στον Θεό· επίσης, η γεμάτη καλοσύνη στοργή που εκδηλώνουν κατάλληλα τα πλάσματα του Θεού μεταξύ τους· η δυνατή ή γεμάτη πάθος στοργή για ένα άτομο του αντίθετου φύλου η οποία αποτελεί το συναισθηματικό κίνητρο για τη γαμήλια ένωση. Ένα από τα συνώνυμα της αγάπης είναι η λέξη «αφοσίωση».
Εκτός από αυτές τις έννοιες, οι Γραφές κάνουν επίσης λόγο για την αγάπη που καθοδηγείται από αρχές, όπως είναι η αγάπη για τη δικαιοσύνη ή ακόμη και η αγάπη κάποιου για τους εχθρούς του, για τους οποίους ίσως αυτός να μη νιώθει στοργή. Αυτή η πτυχή, ή έκφραση, της αγάπης σημαίνει ανιδιοτελή αφοσίωση στη δικαιοσύνη και ειλικρινές ενδιαφέρον για τη διαρκή ευημερία των άλλων, καθώς και ενεργή εκδήλωση αυτού του ενδιαφέροντος για το καλό τους.
Το ρήμα ’αχέβ ή ’αχάβ («αγαπώ») και το ουσιαστικό ’αχαβάχ («αγάπη») είναι ως επί το πλείστον οι λέξεις του εβραϊκού κειμένου που χρησιμοποιούνται για να υποδηλώσουν την αγάπη με τις παραπάνω σημασίες, τα δε συμφραζόμενα είναι εκείνα που καθορίζουν τη σημασία και το βαθμό που εννοούνται.
Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές χρησιμοποιούνται κυρίως τύποι των λέξεων ἀγάπη, φιλία και δύο λέξεις που παράγονται από τη λέξη στοργή (η λέξη ἔρως, η αγάπη ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα, δεν χρησιμοποιείται). Η λέξη ἀγάπη εμφανίζεται πιο συχνά από τις άλλες.
Σχετικά με το ουσιαστικό ἀγάπη και το ρήμα ἀγαπάω, Το Ερμηνευτικό Λεξικό των Λέξεων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, του Βάιν (Vine’s Expository Dictionary of Old and New Testament Words), αναφέρει: «Η αγάπη μπορεί να αναγνωριστεί μόνο από τις πράξεις τις οποίες υποκινεί. Η αγάπη του Θεού φαίνεται από το γεγονός ότι πρόσφερε ως δώρο τον Γιο Του, 1 Ιωάν. 4:9, 10. Προφανώς, όμως, δεν επρόκειτο για αγάπη που θέλει να ευχαριστεί ούτε για απλή εκδήλωση στοργής, δηλαδή δεν υποκινήθηκε από κάποια ιδιαίτερη αρετή των αντικειμένων της, Ρωμ. 5:8. Επρόκειτο για έκφραση του Θεϊκού θελήματος μέσω εκούσιας επιλογής, η οποία έγινε χωρίς προσδιορίσιμη αιτία, εκτός από αυτήν που ενυπάρχει στην ίδια τη φύση του Θεού, παράβαλε Δευτ. 7:7, 8».—1981, Τόμ. 3, σ. 21.
Αναφορικά με το ρήμα φιλέω, ο Βάιν σχολιάζει: «Πρέπει να διαχωρίζεται από το ρήμα ἀγαπάω ως προς το εξής: το ρήμα φιλέω εκφράζει εντονότερα τρυφερή στοργή. . . . Εξάλλου, το να αγαπάει κάποιος (ὁ φιλῶν, Κείμενο) τη ζωή, έχοντας υπέρμετρη επιθυμία να τη διατηρήσει και ξεχνώντας τον πραγματικό σκοπό της ζωής, επισύρει τον έλεγχο του Κυρίου, Ιωάν. 12:25. Αντίθετα, το να αγαπάει (ἀγαπᾷν, Κείμενο) τη ζωή με τον τρόπο τον οποίο περιγράφει η λέξη στο εδάφιο 1 Πέτρ. 3:10 σημαίνει να λαβαίνει υπόψη του τα πραγματικά συμφέροντα της ζωής. Εδώ η χρήση της λέξης φιλέω θα ήταν εντελώς ακατάλληλη».—Τόμ. 3, σ. 21, 22.
Το Αναλυτικό Ταμείο της Αγίας Γραφής (Exhaustive Concordance of the Bible), του Τζέιμς Στρονγκ, στο τμήμα του ελληνικού λεξικού (1890, σ. 75, 76), κάνει το εξής σχόλιο κάτω από το λήμμα φιλέω: «Είμαι φίλος (συμπαθώ [ένα άτομο ή κάποιο αντικείμενο]), δηλαδή νιώθω στοργή (κάτι που υποδηλώνει προσωπική προσκόλληση, ως ζήτημα συναισθήματος, ενώ το ρήμα [ἀγαπάω] είναι πιο ευρύ και εμπερικλείει ιδίως την κρίση και την εκούσια συναίνεση της θέλησης, ως ζήτημα αρχής, καθήκοντος και ευπρέπειας . . . )».—Βλέπε ΣΤΟΡΓΗ.
Επομένως, η λέξη ἀγάπη του πρωτότυπου κειμένου έχει την έννοια της αγάπης η οποία καθοδηγείται, ή διέπεται, από αρχές. Μπορεί να περιλαμβάνει ή να μην περιλαμβάνει στοργή και συμπάθεια. Το γεγονός ότι η ἀγάπη μπορεί να περιλαμβάνει στοργή και θερμά αισθήματα γίνεται φανερό από πολλά αποσπάσματα. Στο εδάφιο Ιωάννης 3:35 ο Ιησούς είπε: «Ο Πατέρας αγαπάει [ἀγαπᾷ, Κείμενο] τον Γιο». Στο εδάφιο Ιωάννης 5:20 είπε: «Ο Πατέρας νιώθει στοργή για [φιλεῖ, Κείμενο] τον Γιο». Ασφαλώς, η αγάπη του Θεού για τον Ιησού Χριστό συνοδεύεται από μεγάλη στοργή. Επίσης, ο Ιησούς εξήγησε: «Εκείνος που με αγαπάει [ἀγαπῶν, Κείμενο] θα αγαπηθεί [ἀγαπηθήσεται, Κείμενο] από τον Πατέρα μου, και εγώ θα τον αγαπήσω». (Ιωα 14:21) Αυτή η αγάπη του Πατέρα και του Γιου συνοδεύεται από τρυφερή στοργή για τέτοια άτομα που εκδηλώνουν αγάπη. Οι λάτρεις του Ιεχωβά πρέπει να αγαπούν Αυτόν και τον Γιο του, καθώς και ο ένας τον άλλον, με τον ίδιο τρόπο.—Ιωα 21:15-17.
Άρα λοιπόν, η ἀγάπη, αν και ξεχωρίζει λόγω του σεβασμού προς τις αρχές, δεν χαρακτηρίζεται από έλλειψη αισθημάτων, αλλιώς δεν θα διέφερε από την ψυχρή δικαιοσύνη. Ωστόσο, δεν κυριαρχείται από τα αισθήματα ή από συναισθηματισμό—δεν αγνοεί ποτέ τις αρχές. Ενεργώντας ορθά, οι Χριστιανοί δείχνουν ἀγάπη σε άλλους για τους οποίους μπορεί να μη νιώθουν στοργή ή συμπάθεια, και το κάνουν αυτό για την ευημερία των εν λόγω ατόμων. (Γα 6:10) Ωστόσο, αν και μπορεί να μη νιώθουν στοργή, νιώθουν όμως συμπόνια και ειλικρινές ενδιαφέρον για αυτούς τους συνανθρώπους τους, στο βαθμό και με τον τρόπο που επιτρέπουν και υπαγορεύουν οι δίκαιες αρχές.
Παρ’ όλα αυτά, ενώ η ἀγάπη διέπεται από αρχές, υπάρχουν καλές και κακές αρχές. Θα μπορούσε κάποιος να εκδηλώσει εσφαλμένο είδος ἀγάπης, καθοδηγούμενος από κακές αρχές. Για παράδειγμα, ο Ιησούς είπε: «Αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, ποιος έπαινος σας ανήκει; Διότι και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν. Και αν κάνετε καλό σε εκείνους που σας κάνουν καλό, ποιος έπαινος σας ανήκει άραγε; Και οι αμαρτωλοί κάνουν το ίδιο. Επίσης, αν δανείζετε χωρίς τόκο σε εκείνους από τους οποίους ελπίζετε να λάβετε, ποιος έπαινος σας ανήκει; Και οι αμαρτωλοί δανείζουν χωρίς τόκο σε αμαρτωλούς για να πάρουν πίσω τα ίσα». (Λου 6:32-34) Η αρχή βάσει της οποίας ενεργούν τέτοιου είδους άτομα είναι: “Αν μου κάνεις εσύ καλό, θα σου κάνω και εγώ καλό”.
Ο απόστολος Παύλος είπε για κάποιον με τον οποίο είχε συνεργαστεί: «Ο Δημάς με εγκατέλειψε επειδή αγάπησε το παρόν σύστημα πραγμάτων». (2Τι 4:10) Ο Δημάς προφανώς αγάπησε τον κόσμο βάσει της αρχής ότι αυτή η αγάπη θα του απέφερε υλικά οφέλη. Ο Ιησούς λέει: «Οι άνθρωποι αγάπησαν το σκοτάδι μάλλον παρά το φως, γιατί τα έργα τους ήταν πονηρά. Διότι εκείνος που πράττει απαίσια πράγματα μισεί το φως και δεν έρχεται στο φως, για να μην ελεγχθούν τα έργα του». (Ιωα 3:19, 20) Επειδή είναι γεγονός, ή δεδομένη αρχή, ότι το σκοτάδι βοηθάει στη συγκάλυψη των πονηρών τους πράξεων, αυτοί το αγαπούν.
Ο Ιησούς έδωσε την εξής εντολή: «Να αγαπάτε τους εχθρούς σας». (Ματ 5:44) Ο ίδιος ο Θεός εδραίωσε αυτή την αρχή, όπως δηλώνει ο απόστολος Παύλος: «Ο Θεός συστήνει τη δική του αγάπη σε εμάς με το ότι, ενώ ήμασταν ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για εμάς. . . . Διότι αν, όταν ήμασταν εχθροί, συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό μέσω του θανάτου του Γιου του, πολύ περισσότερο, τώρα που έχουμε συμφιλιωθεί, θα σωθούμε μέσω της ζωής του». (Ρω 5:8-10) Εξέχον παράδειγμα τέτοιας αγάπης είναι η πολιτεία του Θεού με τον Σαύλο από την Ταρσό, τον μετέπειτα απόστολο Παύλο. (Πρ 9:1-16· 1Τι 1:15) Άρα, η αγάπη προς τους εχθρούς μας πρέπει να διέπεται από την αρχή που εδραίωσε ο Θεός και πρέπει να εκδηλώνεται με υπακοή στις εντολές του, ανεξάρτητα από το αν αυτή η αγάπη συνοδεύεται ή όχι από θερμά αισθήματα ή στοργή.
Ο Θεός. Ο απόστολος Ιωάννης γράφει: «Ο Θεός είναι αγάπη». (1Ιω 4:8) Αυτός είναι η ίδια η προσωποποίηση της αγάπης, που είναι η κυρίαρχη ιδιότητά του. Ωστόσο, δεν ισχύει το αντίστροφο, ότι δηλαδή “η αγάπη (η αφηρημένη ιδιότητα) είναι Θεός”. Αυτός αποκαλύπτει τον εαυτό του στην Αγία Γραφή ως Πρόσωπο και μιλάει μεταφορικά για τα «μάτια» του, τα «χέρια» του, την «καρδιά» του, την «ψυχή» του και ούτω καθεξής. Έχει και άλλες ιδιότητες, μεταξύ των οποίων είναι η δικαιοσύνη, η δύναμη και η σοφία. (Δευ 32:4· Ιωβ 36:22· Απ 7:12) Επιπλέον, έχει την ικανότητα να μισεί, μια ιδιότητα εντελώς αντίθετη από την αγάπη. Η αγάπη του για τη δικαιοσύνη απαιτεί από αυτόν να μισεί την πονηρία. (Δευ 12:31· Παρ 6:16) Η αγάπη εμπεριέχει το αίσθημα και την εκδήλωση ένθερμης προσωπικής στοργής, την οποία μόνο ένα πρόσωπο μπορεί να νιώσει ή η οποία μπορεί να εκδηλωθεί προς ένα πρόσωπο. Ασφαλώς ο Γιος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, δεν είναι μια αφηρημένη ιδιότητα. Αυτός είπε ότι βρισκόταν με τον Πατέρα του, εργαζόταν μαζί του, τον ευαρεστούσε και τον άκουγε, και επίσης μίλησε για αγγέλους οι οποίοι βλέπουν το πρόσωπο του Πατέρα του, πράγματα τα οποία είναι αδύνατον να αφορούν μια αφηρημένη ιδιότητα.—Ματ 10:32· 18:10· Ιωα 5:17· 6:46· 8:28, 29, 40· 17:5.
Αποδείξεις της αγάπης του. Είναι άφθονες οι αποδείξεις για το γεγονός ότι ο Ιεχωβά, ο Δημιουργός και ο Θεός του σύμπαντος, είναι αγάπη. Αυτές τις αποδείξεις μπορεί να τις δει κανείς στην ίδια τη φυσική δημιουργία. Με τι αξιοθαύμαστη επιμέλεια πλάστηκε αυτή για την υγεία, την ευχαρίστηση και την ευημερία του ανθρώπου! Ο άνθρωπος δεν έχει δημιουργηθεί απλώς για να υπάρχει, αλλά για να απολαμβάνει το φαγητό, να ευφραίνεται παρατηρώντας τα χρώματα και τις ομορφιές της δημιουργίας, να απολαμβάνει τα ζώα και τη συντροφιά των συνανθρώπων του και να βρίσκει ευχαρίστηση στις αμέτρητες άλλες χαρές της ζωής. (Ψλ 139:14, 17, 18) Αλλά ο Ιεχωβά έχει δείξει ακόμη περισσότερο την αγάπη του φτιάχνοντας τον άνθρωπο κατά την εικόνα και την ομοίωσή του (Γε 1:26, 27), με την ικανότητα να αγαπάει και να έχει πνευματικότητα, και επίσης αποκαλύπτοντας τον εαυτό του στους ανθρώπους μέσω του Λόγου του και του αγίου του πνεύματος.—1Κο 2:12, 13.
Η αγάπη του Ιεχωβά για το ανθρώπινο γένος είναι σαν την αγάπη που τρέφει ένας Πατέρας για τα παιδιά του. (Ματ 5:45) Δεν τους στερεί τίποτα που είναι για το καλό τους, ανεξάρτητα από το τίμημα που συνεπάγεται κάτι τέτοιο για αυτόν. Η αγάπη του ξεπερνάει οτιδήποτε μπορούμε να νιώσουμε ή να εκφράσουμε. (Εφ 2:4-7· Ησ 55:8· Ρω 11:33) Τη μεγαλύτερη εκδήλωση της αγάπης του—το πιο στοργικό πράγμα που μπορεί να κάνει ένας γονέας—την επιφύλαξε για το ανθρώπινο γένος. Το έκανε αυτό δίνοντας τη ζωή του ίδιου του πιστού, μονογενούς Γιου του. (Ιωα 3:16) Όπως γράφει ο απόστολος Ιωάννης: «Όσο για εμάς, εμείς αγαπάμε επειδή εκείνος πρώτος μας αγάπησε». (1Ιω 4:19) Αυτός είναι, επομένως, η Πηγή της αγάπης. Ένας άλλος απόστολος, ο Παύλος, γράφει: «Διότι μετά δυσκολίας θα πεθάνει κανείς για έναν δίκαιο· για τον αγαθό ίσως και να τολμάει κανείς να πεθάνει. Αλλά ο Θεός συστήνει τη δική του αγάπη σε εμάς με το ότι, ενώ ήμασταν ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για εμάς».—Ρω 5:7, 8· 1Ιω 4:10.
Η αιώνια αγάπη του Θεού. Η αγάπη του Ιεχωβά για τους πιστούς υπηρέτες του είναι αιώνια. Δεν χάνεται ούτε ελαττώνεται, άσχετα με τις περιστάσεις στις οποίες μπορεί να βρίσκονται αυτοί—ευνοϊκές ή δυσμενείς—ή τις δυσκολίες τις οποίες μπορεί να αντιμετωπίζουν—μεγάλες ή μικρές. Ο απόστολος Παύλος δήλωσε με θέρμη: «Διότι είμαι πεπεισμένος ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε κυβερνήσεις ούτε παρόντα πράγματα ούτε μελλοντικά πράγματα ούτε δυνάμεις ούτε ύψος ούτε βάθος ούτε καμιά άλλη δημιουργία θα μπορέσει να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, η οποία είναι στον Χριστό Ιησού, τον Κύριό μας».—Ρω 8:38, 39.
Η κυριαρχία του Θεού βασίζεται στην αγάπη. Ο Ιεχωβά αγάλλεται με το γεγονός ότι η κυριαρχία του και η υποστήριξη που αυτή λαβαίνει από τα πλάσματά του βασίζονται πρωταρχικά στην αγάπη. Επιθυμεί μόνο όσους αγαπούν την κυριαρχία του λόγω των θαυμάσιων ιδιοτήτων του και επειδή αυτή είναι δίκαιη, όσους προτιμούν τη δική του κυριαρχία από οποιαδήποτε άλλη. (1Κο 2:9) Αυτοί επιλέγουν να υπηρετούν υπό την κυριαρχία του αντί να επιδιώκουν ανεξαρτησία, διότι γνωρίζουν τόσο τον ίδιο όσο και την αγάπη, τη δικαιοσύνη και τη σοφία του, ιδιότητες που, όπως αντιλαμβάνονται, υπερέχουν πολύ από τις δικές τους. (Ψλ 84:10, 11) Ο Διάβολος απέτυχε σε αυτό το σημείο, επειδή επιδίωξε εγωιστικά την ανεξαρτησία του, όπως άλλωστε έκαναν ο Αδάμ και η Εύα. Στην πραγματικότητα, ο Διάβολος αμφισβήτησε τον τρόπο διακυβέρνησης του Θεού, λέγοντας ουσιαστικά ότι ήταν άστοργος και άδικος (Γε 3:1-5), και ότι τα πλάσματα του Θεού δεν Τον υπηρετούσαν από αγάπη αλλά από ιδιοτέλεια.—Ιωβ 1:8-12· 2:3-5.
Ο Ιεχωβά Θεός επέτρεψε στον Διάβολο να ζήσει και να υποβάλει τους υπηρέτες του, ακόμη και τον μονογενή του Γιο, σε δοκιμή μέχρι θανάτου. Ο Θεός προείπε ότι ο Ιησούς Χριστός θα έμενε πιστός. (Ησ 53) Πώς μπορούσε να το πει αυτό με τόση σιγουριά για τον Γιο του; Λόγω της αγάπης. Ο Ιεχωβά γνώριζε τον Γιο του και γνώριζε την αγάπη που έτρεφε ο Γιος του για Αυτόν και για τη δικαιοσύνη. (Εβρ 1:9) Γνώριζε τον Γιο του άριστα και με κάθε λεπτομέρεια. (Ματ 11:27) Είχε πλήρη εμπιστοσύνη και πεποίθηση στην πιστότητα του Γιου. Εκτός αυτού, η «αγάπη . . . είναι τέλειος δεσμός ενότητας». (Κολ 3:14) Πρόκειται για τον πιο ισχυρό δεσμό στο σύμπαν, την τέλεια αγάπη που δένει άρρηκτα τον Γιο με τον Πατέρα. Για παρόμοιους λόγους, ο Θεός μπορούσε να εμπιστευτεί την οργάνωση των υπηρετών του, γνωρίζοντας ότι η αγάπη θα κρατούσε τους περισσότερους από αυτούς ακλόνητα προσκολλημένους σε εκείνον υπό δοκιμή και ότι η οργάνωση των πλασμάτων του ποτέ δεν θα αποσκιρτούσε ως σύνολο.—Ψλ 110:3.
Ο Ιησούς Χριστός. Εφόσον επί αμέτρητους αιώνες ο Ιησούς συναναστρεφόταν πολύ στενά με τον Πατέρα του, την Πηγή της αγάπης, και Τον γνώριζε άριστα και με κάθε λεπτομέρεια, μπορούσε να πει: «Αυτός που έχει δει εμένα έχει δει και τον Πατέρα». (Ιωα 14:9· Ματ 11:27) Επομένως, η αγάπη του Ιησού είναι πλήρης, τέλεια. (Εφ 3:19) Ο ίδιος είπε στους μαθητές του: «Κανείς δεν έχει αγάπη μεγαλύτερη από αυτήν, από το να παραδώσει την ψυχή του για χάρη των φίλων του». (Ιωα 15:13) Προηγουμένως τους είχε πει: «Σας δίνω μια καινούρια εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον· όπως εγώ σας αγάπησα, να αγαπάτε και εσείς ο ένας τον άλλον». (Ιωα 13:34) Αυτή η εντολή ήταν καινούρια με την έννοια ότι ο Νόμος, κάτω από τον οποίο βρίσκονταν ο Ιησούς και οι μαθητές του εκείνον τον καιρό, έδινε την εξής εντολή: «Πρέπει να αγαπάς το συνάνθρωπό σου [ή τον πλησίον σου] όπως τον εαυτό σου». (Λευ 19:18· Ματ 22:39) Απαιτούσε μεν να αγαπάει κανείς τους άλλους όπως τον εαυτό του, αλλά δεν απαιτούσε αυτοθυσιαστική αγάπη η οποία θα μπορούσε να ωθήσει ένα άτομο να δώσει και την ίδια του τη ζωή για χάρη κάποιου άλλου. Η ζωή και ο θάνατος του Ιησού αποτέλεσαν υπόδειγμα του είδους της αγάπης την οποία απαιτούσε αυτή η καινούρια εντολή. Εκτός από το να κάνει το καλό όποτε δίνεται η ευκαιρία, ο ακόλουθος του Χριστού πρέπει να παίρνει την πρωτοβουλία, υπό την κατεύθυνση του Χριστού, για να βοηθάει τους άλλους πνευματικά ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Πρέπει να αναλαμβάνει δράση για το καλό τους. Το κήρυγμα και η διδασκαλία των καλών νέων στους άλλους, μερικοί από τους οποίους ίσως είναι εχθροί, είναι μια από τις μεγαλύτερες εκδηλώσεις αγάπης, διότι μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αποκτήσουν αυτοί αιώνια ζωή. Ο Χριστιανός πρέπει “να μεταδίδει, όχι μόνο τα καλά νέα του Θεού, αλλά και την ίδια του την ψυχή” για να βοηθάει εκείνους οι οποίοι δέχονται τα καλά νέα και να συνεργάζεται με αυτούς. (1Θε 2:8) Πρέπει μάλιστα να είναι έτοιμος να παραδώσει την ψυχή του (τη ζωή του) για χάρη τους.—1Ιω 3:16.
Πώς Αποκτάει Κάποιος Αγάπη. Μέσω του αγίου πνεύματος, ο πρώτος άντρας και η πρώτη γυναίκα δημιουργήθηκαν έχοντας σε κάποιον βαθμό αυτό το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του Θεού, δηλαδή την αγάπη, καθώς και τη δυνατότητα να επεκτείνουν, να μεγεθύνουν και να εμπλουτίσουν αυτή την αγάπη. Η αγάπη είναι καρπός του πνεύματος του Θεού. (Γα 5:22) Η θεοσεβής αγάπη δεν είναι μια ιδιότητα που την έχει κάποιος χωρίς να γνωρίζει το γιατί, όπως συμβαίνει με ορισμένες σωματικές ή διανοητικές ικανότητες, λόγου χάρη τη σωματική ομορφιά, το μουσικό ταλέντο ή παρόμοιες κληρονομημένες ιδιότητες. Η θεοσεβής αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει μέσα σε ένα άτομο χωρίς τη γνώση και την υπηρεσία του Θεού ή χωρίς στοχασμό και εκτίμηση. Μόνο αν κάποιος καλλιεργεί την αγάπη μπορεί να γίνει μιμητής του Θεού, που είναι η Πηγή της αγάπης. (Ψλ 77:11· Εφ 5:1, 2· Ρω 12:2) Ο Αδάμ δεν καλλιέργησε αγάπη για τον Θεό, δεν προόδευσε μέχρι του σημείου να τελειοποιήσει την αγάπη. Αυτό φαίνεται από το ότι δεν βρισκόταν σε ενότητα με τον Θεό, δεν συνδεόταν μαζί Του με αυτόν τον τέλειο δεσμό ενότητας. Ο Αδάμ, ωστόσο, αν και ήταν ατελής και αμαρτωλός, μεταβίβασε στους απογόνους του, «κατά την εικόνα του», την ικανότητα και τη δυνατότητα να αγαπούν. (Γε 5:3) Γενικά, το ανθρώπινο γένος εκδηλώνει αγάπη, αλλά συχνά πρόκειται για παροδηγημένη, υποβαθμισμένη και διαστρεβλωμένη αγάπη.
Η αγάπη μπορεί να είναι παροδηγημένη. Για τους λόγους αυτούς, είναι φανερό ότι κάποιος μπορεί να έχει αληθινή αγάπη, η οποία να κατευθύνεται σωστά, μόνο αν επιζητεί και ακολουθεί το πνεύμα του Θεού και τη γνώση που πηγάζει από το Λόγο Του. Για παράδειγμα, ένας γονέας νιώθει στοργή για το παιδί του. Αλλά θα μπορούσε να αφήσει αυτή την αγάπη να υποβαθμιστεί ή θα μπορούσε ο ίδιος να παροδηγηθεί λόγω συναισθηματισμού, δίνοντας στο παιδί του τα πάντα χωρίς να του αρνείται τίποτα. Ίσως να μην ασκεί τη γονική του εξουσία παρέχοντας διαπαιδαγώγηση και ενίοτε πραγματική τιμωρία. (Παρ 22:15) Τέτοια υποτιθέμενη αγάπη μπορεί στην ουσία να είναι θέμα οικογενειακής υπερηφάνειας, που ισοδυναμεί με ιδιοτέλεια. Η Αγία Γραφή λέει ότι ένα τέτοιο άτομο δεν εκδηλώνει αγάπη αλλά μίσος, επειδή δεν ακολουθεί την πορεία που θα σώσει τη ζωή του παιδιού του.—Παρ 13:24· 23:13, 14.
Αυτή δεν είναι η αγάπη που προέρχεται από τον Θεό. Η θεοσεβής αγάπη ωθεί κάποιον να κάνει ό,τι είναι καλό και ωφέλιμο για το άλλο άτομο. «Η αγάπη εποικοδομεί». (1Κο 8:1) Η αγάπη δεν είναι συναισθηματισμός. Είναι σταθερή και ισχυρή, κατευθύνεται από θεϊκή σοφία και προσκολλάται πρώτα από όλα σε ό,τι είναι αγνό και σωστό. (Ιακ 3:17) Ο Θεός το κατέδειξε αυτό στην περίπτωση του Ισραήλ, τον οποίο τιμωρούσε αυστηρά όταν δεν υπάκουε, για το δικό τους αιώνιο καλό. (Δευ 8:5· Παρ 3:12· Εβρ 12:6) Ο απόστολος Παύλος λέει στους Χριστιανούς: «Με σκοπό τη διαπαιδαγώγηση υπομένετε. Ο Θεός φέρεται σε εσάς σαν σε γιους. Διότι ποιος γιος είναι αυτός τον οποίο δεν διαπαιδαγωγεί ο πατέρας του; . . . Επιπλέον, είχαμε τους πατέρες της σάρκας μας για να μας διαπαιδαγωγούν, και τους δείχναμε
-