-
Μέρος 1—Ηνωμένες Πολιτείες ΑμερικήςΒιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1983
-
-
να δίνουν δημόσιες ομιλίες και ομιλίες με σχεδιαγράμματα. Αυτές οι ερωτήσεις ενθάρρυναν όλους όσοι ήταν συνταυτισμένοι με την Εταιρία να διαβάσουν τους έξι τόμους των ‘Γραφικών Μελετών’ και να βρίσκουν όλες τις παραπομπές στη Γραφή.»
Έτσι ήταν τα πράγματα, όταν ο νέος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, Ι. Φ. Ρόδερφορδ πήρε άμεσα μέτρα για να επιταχύνει το έργο κηρύγματος των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού. Ακολούθησαν ευλογίες. Το έτος 1917 παρουσίασε αυξημένη δράση στον αγρό προς αίνο του Ιεχωβά Θεού.
«ΜΗ ΠΑΡΑΞΕΝΕΥΕΣΘΕ ΔΙΑ ΤΟΝ ΒΑΣΑΝΙΣΜΟΝ ΤΟΝ ΓΙΝΟΜΕΝΟΝ ΕΙΣ ΕΣΑΣ»
Δεν ήταν όμως όλοι ευτυχισμένοι μέσα στην οργάνωση, όταν πρόεδρος εκλέχθηκε ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ. Στην πραγματικότητα, αρχίζοντας από το 1917, πολλά φιλόδοξα άτομα επεδίωξαν να κερδίσουν το διοικητικό έλεγχο της Εταιρίας. Έπαψαν να συνεργάζονται πρόθυμα και έτσι άρχισε μια περίοδος πύρινης δοκιμασίας. Φυσικά, οι Χριστιανοί περιμένουν ότι θα έχουν εναντίωση και θα διωχθούν από κοσμικούς εχθρούς. Αλλά οι δοκιμασίες που πηγάζουν μέσα από την ίδια τη Χριστιανική οργάνωση συχνά είναι απρόσμενες και είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Αλλά με τη θεία βοήθεια, μπορεί κανείς ν’ αντέξει όλες αυτές τις δοκιμασίες. Ο Πέτρος είπε στους ομοπίστους του: «Αγαπητοί, μη παραξενεύεσθε διά τον βασανισμόν τον γινόμενον εις εσάς προς δοκιμασίαν, ως εάν συνέβαινεν εις εσάς παράδοξόν τι· αλλά καθότι είσθε κοινωνοί των παθημάτων του Χριστού.»—1 Πέτρ. 4:12, 13.
Ο Ιεχωβά και ο «άγγελος της διαθήκης» του, ο Ιησούς Χριστός, ήρθαν να επιθεωρήσουν τον πνευματικό ναό το 1918 μ.Χ. Τότε άρχισε η κρίση στον «οίκο του Θεού» και ξεκίνησε μια περίοδος καθαρισμού και εξαγνισμού. (Μαλ. 3:1-3· 1 Πέτρ. 4:17) Κάτι άλλο συνέβη ακόμη. Εμφανίστηκαν άνθρωποι που εκδήλωναν τα χαρακτηριστικά του «πονηρού δούλου» και συμβολικά άρχισαν να ‘δέρνουν’ τους συνδούλους τους. Ο Ιησούς Χριστός είχε προείπει πώς θα αντιμετωπίζονταν τέτοια άτομα. Συγχρόνως έδειξε ότι μία τάξη «πιστού και φρονίμου δούλου» θα εμφανιζόταν, δίνοντας πνευματική τροφή.—Ματθ. 24:45-51.
Η ταυτότητα του «πιστού και φρονίμου δούλου» ήταν θέμα μεγάλου ενδιαφέροντος εκείνα τα χρόνια. Πολύ νωρίτερα, το 1881, ο Κ. Τ. Ρώσσελ έγραψε: «Πιστεύουμε ότι κάθε μέλος αυτού του σώματος του Χριστού ενασχολείται στο ευλογημένο έργο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, δίνοντας τροφή στον κατάλληλο καιρό στον οίκο της πίστεως. ‘Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο πιστός και φρόνιμος δούλος τον οποίον ο Κύριός του κατέστησεν επί των υπηρετών αυτού’, για να τους δίνει τροφή εν καιρώ; Δεν είναι αυτό το ‘μικρό ποίμνιο’ των αφιερωμένων δούλων που εκτελούν πιστά τις ευχές της αφιερώσεώς τους—το σώμα του Χριστού—και δεν είναι ολόκληρο το σώμα ατομικά και συλλογικά, που δίνει την τροφή εν καιρώ στον οίκο της πίστεως—τη μεγάλη συντροφιά εκείνων που πιστεύουν;
Έτσι κατανοήθηκε ότι ο «δούλος» που χρησιμοποιούσε ο Θεός για να δίνει πνευματική τροφή ήταν μια τάξη. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, η ιδέα που υιοθετήθηκε από πολλούς ήταν ότι ο ίδιος ο Κ. Τ. Ρώσσελ ήταν ο «πιστός και φρόνιμος δούλος». Αυτό οδήγησε μερικούς στην παγίδα να λατρεύουν ένα πλάσμα. Νόμισαν ότι όλη η αλήθεια που θεώρησε ο Θεός κατάλληλο να αποκαλύψει στο λαό του είχε παρουσιαστεί μέσω του Ρώσσελ, ότι τίποτα περισσότερο δεν μπορούσε να δοθεί. Η Άννυ Πόγκενση γράφει: «Αυτό ήταν η αιτία για ένα μεγάλο κοσκίνισμα σ’ εκείνους που διάλεξαν να μείνουν πίσω στα συγγράμματα του Ρώσσελ.» Τον Φεβρουάριο του 1927 αυτή η εσφαλμένη αντίληψη, ότι ο ίδιος ο Ρώσσελ ήταν ο «πιστός και φρόνιμος δούλος», ξεκαθαρίστηκε.
Λίγο καιρό μετά την ανάληψη προεδρίας από τον αδελφό Ρόδερφορδ, αναπτύχθηκε μια αληθινή συνωμοσία. Φυτεύτηκε ο σπόρος του στασιασμού και στη συνέχεια απλώθηκε η αναστάτωση, όπως εξηγείται παρακάτω.
Ο Κ. Τ. Ρώσσελ είχε διακρίνει την ανάγκη να στείλει κάποιον από τα κεντρικά γραφεία στη Βρετανία για να ενισχύσει τους Σπουδαστές της Γραφής εκεί μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε σκοπό να στείλει τον Πωλ Σ. Λ. Τζόνσον, έναν Ιουδαίο ο οποίος εγκατέλειψε τον Ιουδαϊσμό και έγινε Λουθηρανός ιερέας προτού γνωρίσει την αλήθεια του Θεού. Ο Τζόνσον είχε υπηρετήσει σαν ένας από τους περιοδεύοντες ομιλητές της Εταιρίας και ήταν πολύ γνωστός για την ικανότητα του. Από σεβασμό στην επιθυμία του Ρώσσελ, η εκτελεστική επιτροπή που υπηρετούσε για λίγο καιρό πριν από την εκλογή του Ρόδερφορδ σαν προέδρου, έστειλε τον Τζόνσον στην Αγγλία δίνοντας του ορισμένα χαρτιά που θα διευκόλυναν την είσοδό του σ’ εκείνη τη χώρα. Έπρεπε να μάθει όσα μπορούσε περισσότερα για το έργο στην Αγγλία και ύστερα να στείλει έκθεση στην Εταιρία, αλλά δεν έπρεπε να κάνει καθόλου αλλαγές προσωπικού στα Βρετανικά κεντρικά γραφεία. Αλλά η υποδοχή του στην Αγγλία τον Νοέμβριο του 1916 φαίνεται ότι διέστρεψε την κρίση του και τελικά τη λογική του, «μέχρι», όπως ανέφερε ο Α. Χ. Μακμίλλαν, «που κατέληξε στο γελοίο συμπέρασμα ότι ήταν ο ‘οικονόμος’ στην παραβολή του Ιησού για το δηνάριο. Αργότερα νόμισε ότι ήταν ο αρχιερέας του κόσμου». Σε ομιλίες προς τους Σπουδαστές της Γραφής σ’ όλη την Αγγλία, ο Τζόνσον χαρακτήρισε τον εαυτό του διάδοχο του Ρώσσελ, ισχυριζόμενος ότι ο μανδύας του πάστορα Ρώσσελ έπεσε πάνω του όπως ακριβώς η μηλωτή (επίσημο ένδυμα) του Ηλία έπεσε πάνω στον Ελισσαιέ.—2 Βασιλέων 2:11-14.
Προφανώς, οι φιλοδοξίες του Τζόνσον είχαν αναπτυχθεί πολύ νωρίτερα, γιατί η Έντιθ Κέσλερ θυμάται: «Το 1915 έφυγα από το Μπέθελ και, πριν ξεκινήσω για την Αριζόνα, επισκέφτηκα ένα ζευγάρι παλιών φίλων που γνώριζα χρόνια· ενώ ήμουν εκεί, αυτοί φιλοξενούσαν έναν πίλγκριμ με το όνομα Π. Σ. Λ. Τζόνσον. Ο Σατανάς ήδη έδειχνε τις άσχημες ύπουλες μεθόδους του για να τον καταλάβει, αδιάφορο πώς. Ο Τζόνσον είπε. ‘Θα ήθελα να μιλήσουμε. Ας καθήσουμε στο λίβινγκ-ρουμ’, πράγμα που κάναμε. Άρχισε λέγοντας: ‘Αδελφή, ξέρουμε ότι είναι δυνατόν ο αδελφός Ρώσσελ να πεθάνει κάποια στιγμή, αλλά οι φίλοι δεν χρειάζεται να φοβηθούν όταν συμβεί αυτό. Μπορώ εγώ να πάω στη θέση του και ν’ αναλάβω χωρίς να σταματήσει καθόλου το έργο.»
Ενώ βρισκόταν στην Αγγλία, ο Τζόνσον προσπάθησε να πάρει τον πλήρη έλεγχο του Βρετανικού αγρού δραστηριότητας, προσπαθώντας ακόμη και χωρίς εξουσιοδότηση να απολύσει ορισμένα μέλη του προσωπικού των κεντρικών γραφείων του Λονδίνου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τέτοια σύγχυση που ο επίσκοπος τμήματος παραπονέθηκε στον αδελφό Ρόδερφορδ και ο Ρόδερφορδ όρισε μια επιτροπή από αρκετούς αδελφούς στο Λονδίνο, οι οποίοι δεν ήταν μέλη του προσωπικού των κεντρικών γραφείων. Αυτοί συναντήθηκαν, άκουσαν και ζύγισαν τα γεγονότα και σύστησαν να ανακληθεί ο Τζόνσον. Ο Ρόδερφορδ είπε στον Τζόνσον να επιστρέψει. Αντί να το κάνει αυτό, ο Τζόνσον έστειλε γράμματα και τηλεγραφήματα κατηγορώντας την επιτροπή για προκατάληψη και επίσης προσπαθώντας να δικαιολογήσει την πορεία του. Επιδιώκοντας να κάνει τη θέση του απαραίτητη στη Βρετανία, χρησιμοποίησε ακατάλληλα τα έγγραφα που του είχαν δοθεί από την Εταιρία και δέσμευσε τα χρήματα της στην τράπεζα του Λονδίνου. Αργότερα ήταν απαραίτητο να γίνει δικαστική ενέργεια για να ελευθερώσουν αυτά τα χρήματα.
Τελικά ο Τζόνσον γύρισε στη Νέα Υόρκη, όπου επίμονα προσπάθησε να πείσει τον Ι. Φ. Ρόδερφορδ να τον στείλει πίσω στην Αγγλία, αλλά χωρίς να το πετύχει. Πιστεύοντας ότι ο Ρόδερφορδ δεν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για τη θέση, ο Τζόνσον ήταν σίγουρος ότι ο ίδιος θα έπρεπε να είναι ο πρόεδρος της Εταιρίας. Προσπάθησε να επηρεάσει το συμβούλιο των διευθυντών. Παρουσιάζοντας τον αδελφό Ρόδερφορδ ακατάλληλο για πρόεδρο, ο Τζόνσον έπεισε τέσσερα από τα επτά μέλη του συμβουλίου να πάρουν το μέρος του. Οι τέσσερις αντιτάχθηκαν στον πρόεδρο της Εταιρίας, στον αντιπρόεδρο και στον γραμματέα-ταμία, και οι διαφωνούντες διευθυντές προσπάθησαν να αποσπάσουν το διοικητικό έλεγχο από τον πρόεδρο.
Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ είχε συναντήσεις μ’ αυτούς τους εναντιουμένους και προσπάθησε να συζητήσει μαζί τους. Ο Α. Χ. Μακμίλλαν λέει ότι ο Ρόδερφορδ «ήρθε ακόμη σε πολλούς από μας και ρώτησε: ‘Να παραιτηθώ από πρόεδρος και ν’ αφήσω εκείνους που είναι αντίθετοι ν’ αναλάβουν τη διεύθυνση;’ Όλοι απαντήσαμε, ‘Αδελφέ, ο Κύριος σε έβαλε εκεί πού είσαι και το να παραιτηθείς ή να φύγεις θα ήταν απιστία στον Κύριο.’ Ακόμη, το προσωπικό των γραφείων απείλησε ότι θα έφευγε εάν αυτοί έπαιρναν τον έλεγχο.»
Σε μια πολύωρη συνεδρίαση της ετήσιας συνελεύσεως της Εταιρίας το 1917, οι τέσσερις διαφωνούντες διευθυντές προσπάθησαν να παρουσιάσουν μια απόφαση για την τροποποίηση των κανονισμών της Εταιρίας. Αυτό ήταν ένα σχέδιο για να βάλουν διοικητικές αρμοδιότητες στα χέρια του συμβουλίου των διευθυντών. Αφού αυτό ήταν αντίθετο στη διευθέτηση της οργανώσεως που ίσχυε στη διάρκεια της προεδρίας του αδελφού Ρώσσελ και στην επιθυμία των μετόχων, ο Ρόδερφορδ απέρριψε την πρόταση σαν αντικανονική και το σχέδιο απέτυχε. Από τότε κι έπειτα η αντίδραση έγινε σκληρότερη, αλλά συνέβησαν μερικές εξελίξεις που οι εναντιούμενοι ποτέ δεν περίμεναν.
«ΤΟ ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ»
Όσο ήταν πρόεδρος της Εταιρίας, ο αδελφός Ρώσσελ μαζί με τον αντιπρόεδρο και τον γραμματέα-ταμία, έπαιρναν τις αποφάσεις για τις νέες εκδόσεις. Δεν συμβουλεύονταν το συμβούλιο των διευθυντών σαν σώμα. Ο Ρόδερφορδ ακολούθησε την ίδια τακτική. Έτσι με τον καιρό, τρία μέλη του γραφείου της Εταιρίας πήραν μία απόφαση με μεγάλη σημασία για το μέλλον.
Ο Κάρολος Τέιζ Ρώσσελ είχε γράψει έξι τόμους της «Χαραυγής της Χιλιετηρίδος» ή «Γραφικών Μελετών», αλλά συχνά μιλούσε για το γράψιμο ενός έβδομου τόμου. «Όποτε βρω το κλειδί», είπε, «θα γράψω τον Έβδομο Τόμο· και εάν ο Κύριος δώσει το κλειδί σε κάποιον άλλον, μπορεί να τον γράψει». Οι αξιωματούχοι της Εταιρίας διευθέτησαν ώστε δύο Σπουδαστές της Γραφής, ο Κλάυτον Τζ. Γούντγουωρθ και ο Τζωρτζ Χ. Φίσερ, να ετοιμάσουν ένα βιβλίο με σχόλια πάνω στην Αποκάλυψη, στο Άσμα Ασμάτων και στον Ιεζεκιήλ. Οι συνεκδότες συγκέντρωσαν ύλη από τα γραπτά του αδελφού Ρώσσελ και αυτό εκδόθηκε με τον τίτλο «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» σαν ο έβδομος τόμος των «Γραφικών Μελετών». Επειδή περιείχε σε μεγάλο μέρος τις σκέψεις και τα σχόλια του Κ. Τ. Ρώσσελ, ονομάστηκε το «μεταθανάτιο έργο του πάστορα Ρώσσελ».
Περίπου στα μέσα του 1917 ήταν καιρός να τεθεί σε κυκλοφορία το νέο βιβλίο. Εκείνη η σημαντική μέρα ήταν η 17 Ιουλίου. «Είχα υπηρεσία στην τραπεζαρία [στο Μπέθελ του Μπρούκλυν] όταν χτύπησε το τηλέφωνο», λέει ο Μάρτιν Ο. Μπάουιν. «Ετοιμαζόμασταν για το μεσημεριανό γεύμα. Βρισκόμουν απ’ όλους πιο κοντά στο τηλέφωνο, έτσι το σήκωσα εγώ. Ήταν ο αδελφός Ρόδερφορδ. ‘Ποιος είναι μαζί σου;’ ρώτησε. ‘Ο Λούης’, απάντησα. Είπε να πάμε στο γραφείο του γρήγορα και ‘χωρίς να χτυπήσουμε την πόρτα’. Μας έβαλε στο χέρι από μια στοίβα βιβλία, με εντολή να βάλουμε ένα σε κάθε σερβίτσιο και να το κάνουμε προτού φτάσει η οικογένεια για το μεσημεριανό φαγητό.» Σύντομα η τραπεζαρία γέμισε από τα μέλη της οικογένειας Μπέθελ.
«Όπως συνήθως», συνεχίζει ο αδελφός Μπάουιν, «κάναμε προσευχή. Έπειτα εκδηλώθηκε η αναταραχή. . . Επικεφαλής αυτής της εκδηλώσεως ήταν ο Π. Σ. Λ. Τζόνσον. . . κατά του αγαπητού αδελφού Ρόδερφορδ. Εκτοξεύοντας αισχρές κατηγορίες δυνατά, περπατούσαν πάνω-κάτω, σταματούσαν μόνο στο τραπέζι του αδελφού Ρόδερφορδ για να τον απειλήσουν κουνώντας τις γροθιές τους και για να τον κατηγορήσουν περισσότερο. . . Όλο αυτό κράτησε περίπου πέντε ώρες. Έπειτα όλοι σηκώθηκαν, ενώ πάνω στο τραπέζι είχε μείνει απείραχτο όλο το φαγητό.»
Αυτό το επεισόδιο αποκάλυψε ότι μερικά μέλη της οικογένειας Μπέθελ συμπαθούσαν τους εναντιουμένους. Αν συνεχιζόταν αυτή η εναντίωση, τελικά θα διαλυόταν ολόκληρη η λειτουργία του Μπέθελ. Έτσι ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ ενήργησε για να διορθώσει την κατάσταση. Αν και γνώριζε καλά τη νομική διάρθρωση της Εταιρίας, ο Ρόδερφορδ συμβουλεύτηκε ένα διακεκριμένο νομικό σύμβουλο στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας, σχετικά με την αρμοδιότητα του συμβουλίου διευθυντών της Εταιρίας. Η γραπτή συμβουλή που πήρε αποκάλυψε ότι οι τέσσερις διαφωνούντες δεν ήταν νόμιμα μέλη του συμβουλίου. Γιατί όχι;
Ο Κ. Τ. Ρώσσελ είχε διορίσει αυτούς τους άνδρες σαν διευθυντές, αλλά το καταστατικό της Εταιρίας απαιτούσε οι διευθυντές να εκλέγονται με ψηφοφορία από τους μετόχους. Ο Ρόδερφορδ είχε πει στον Ρώσσελ ότι οι διορισθέντες έπρεπε να εγκριθούν με ψήφο στην επόμενη ετήσια συνεδρίαση, αλλά ο Ρώσσελ ποτέ δεν το έκανε αυτό. Έτσι, μόνο τα μέλη που είχαν εκλεγεί στην ετήσια συνεδρίαση στο Πίτσμπουργκ ήταν νόμιμα διορισμένα κανονικά μέλη του συμβουλίου. Οι τέσσερις διορισμένοι δεν ήταν νόμιμα μέλη του συμβουλίου. Ο Ρόδερφορδ το ήξερε αυτό σε όλη την περίοδο της φασαρίας, αλλά δεν το είχε αναφέρει, ελπίζοντας ότι αυτά τα μέλη του συμβουλίου θα σταματούσαν την εναντίωσή τους. Ωστόσο, η στάση τους έδειξε ότι δεν διέθεταν τα προσόντα να είναι διευθυντές. Δίκαια ο Ρόδερφορδ τους έδιωξε και διόρισε τέσσερα νέα μέλη στο συμβούλιο, ο διορισμός των οποίων θα μπορούσε να εγκριθεί στην επόμενη γενική συνεδρίαση του συλλόγου στις αρχές του 1918.
Ο αδελφός Ρόδερφορδ δεν έβγαλε αμέσως τους πρώην διευθυντές έξω από τη Χριστιανική οργάνωση. Αντίθετα, τους πρόσφερε θέσεις σαν πίλγκριμς. Αυτοί αρνήθηκαν, έφυγαν με τη θέλησή τους από το Μπέθελ και άρχισαν να διαδίδουν την αντίθεσή τους με μια εκτεταμένη εκστρατεία με ομιλίες και γράμματα σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και στην Ευρώπη. Σαν αποτέλεσμα, μετά το καλοκαίρι του 1917 πολλές εκκλησίες των Σπουδαστών της Γραφής αποτελούνταν από δύο μέρη—εκείνους που ήταν πιστοί στην οργάνωση του Ιεχωβά και τους άλλους που είχαν νυστάξει πνευματικά και είχαν πέσει θύματα της γλυκιάς ομιλίας των εναντιουμένων. Οι τελευταίοι έπαψαν να είναι συνεργατικοί και σταμάτησαν να ασχολούνται στο έργο κηρύγματος των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού.
ΜΑΤΑΙΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ
Η αντιτιθέμενη ομάδα που είχε τελευταία φύγει από το Μπέθελ σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να έχει τον έλεγχο της συνελεύσεως των Σπουδαστών της Γραφής στη Βοστώνη της Μασσαχουσέτης τον Αύγουστο του 1917. Η Μαίρη Χάνναν, η οποία παρακολούθησε εκείνη τη συνέλευση, αναφέρει: «Ο αδελφός Ρόδερφορδ ήταν άγρυπνος σ’ αυτή την προσπάθεια εκ μέρους τους και δεν τους έδωσε την ευκαιρία ν’ ανέβουν στο βήμα καθόλου στη διάρκεια της συνελεύσεως. Ενεργούσε συνεχώς σαν εισηγητής.» Η συνέλευση πέτυχε απόλυτα προς αίνο του Ιεχωβά και οι εναντιούμενοι δεν μπόρεσαν να τη διαλύσουν.
Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ ήξερε ότι η ετήσια συνεδρίαση του συλλόγου στις 5 Ιανουαρίου του 1918 θα έδινε στους διαφωνούντες άλλη μία ευκαιρία για να πάρουν τον έλεγχο. Είχε την πεποίθηση ότι οι Σπουδαστές της Γραφής γενικά δεν ευνοούσαν αυτή την κίνηση. Αλλά στις εκλογές δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν όλοι οι αδελφοί απ’ όλο τον κόσμο, γιατί αυτό ήταν θέμα που επρόκειτο να χειριστούν μόνο τα μέλη του νόμιμα συγκροτημένου συλλόγου της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά. Τι μπορούσε να κάνει ο Ρόδερφορδ; Μπορούσε να δώσει σε όλους τους αφιερωμένους δούλους του Ιεχωβά την ευκαιρία να εκφραστούν. Συνεπώς, «η Σκοπιά» της 1ης Νοεμβρίου 1917 πρότεινε να γίνει σε κάθε εκκλησία δημοψήφισμα. Μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου, 813 εκκλησίες έστειλαν τ’ αποτελέσματα της ψηφοφορίας που έδειξε ότι 10.869 από τις 11.421 ψήφους ήταν υπέρ του Ι. Φ. Ρόδερφορδ σαν προέδρου της Εταιρίας. Ανάμεσα στ’ άλλα, το δημοψήφισμα έδειξε επίσης ότι οι αδελφοί προτίμησαν όλα τα πιστά μέλη του συμβουλίου των διευθυντών και όχι τα στασιαστικά άτομα, που ισχυρίζονταν ότι είναι μέλη του συμβουλίου.
Στην ετήσια συνεδρίαση των μετόχων το Σάββατο, 5 Ιανουαρίου 1918, τα επτά άτομα που πήραν τις περισσότερες ψήφους ήταν ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ, ο Κ. Χ. Άντερσον, ο Γ. Ε. Βαν Άμπουργκ, ο Α. Χ. Μακμίλλαν, ο Γ. Ε. Σπιλ, ο Τζ. Α. Μπόνετ και ο Τζωρτζ Χ. Φίσερ. Κανείς από τους αντιπάλους δεν πέτυχε να εκλεγεί στο συμβούλιο. Οι αξιωματούχοι της Εταιρίας εκλέχτηκαν κατόπιν από τα νόμιμα εκλεγμένα μέλη του συμβουλίου, ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ πήρε όλες τις ψήφους για πρόεδρος, ο Κάρολος Χ. Άντερσον όλες για αντιπρόεδρος και ο Γ. Ε. Βαν Άμπουργκ όλες τις ψήφους για γραμματέας-ταμίας. Επομένως, αυτοί οι άνδρες εκλέχτηκαν κανονικά σαν μέλη του γραφείου της Εταιρίας. Η προσπάθεια των εναντιουμένων ν’ αποκτήσουν τον έλεγχο απέτυχε τελείως.
Τώρα δεν υπήρχε πια δυνατότητα συμφιλιώσεως ανάμεσα στους πιστούς και στους εναντιουμένους. Η αντίθετη ομάδα σχημάτισε μια ολοκληρωτικά χωριστή οργάνωση, με επικεφαλής μία «Επιτροπή των Επτά». Ο χωρισμός βέβαια ήταν ολοκληρωμένος στις 26 Μαρτίου του 1918, όταν οι αντίπαλοι γιόρτασαν την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού χωριστά από τις πιστές εκκλησίες του λαού του Θεού. Η ενότητα εκείνων που αποτελούσαν την αντίθετη ομάδα κράτησε πολύ λίγο, γιατί στη συνέλευση τους το καλοκαίρι του 1918 παρουσιάστηκαν διαφορές και προέκυψε διάσπαση. Ο Π. Σ. Λ. Τζόνσον οργάνωσε μια ομάδα με κεντρικά γραφεία στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας και εξέδωσε την «Παρούσα Αλήθεια και Κήρυκα της Επιφανείας του Χριστού». Εκεί παρέμεινε, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του σαν «τον μεγάλο αρχιερέα της γης» μέχρι το θάνατο του. Μετά το 1918 έγιναν μεγάλες διαφωνίες που τους διέσπασαν ακόμη περισσότερο, μέχρι που η αρχική διαφωνούσα ομάδα που είχε χωριστεί από την Εταιρία Σκοπιά διασπάστηκε σε πολλές αιρετικές ομάδες.
Πολλοί που αποσύρθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατο του Κ. Τ. Ρώσσελ δεν αντιμάχονταν ενεργά τους πρώην Χριστιανούς συντρόφους τους. Μερικοί επέστρεψαν, μετάνιωσαν για τις πράξεις τους και συνταυτίστηκαν και πάλι με το λαό του Θεού. Αυτός ήταν καιρός σοβαρής δοκιμασίας, όπως δείχνει η Μέημπελ Π. Μ. Φίλμπρικ δηλώνοντας: «Η λύπη μου ήταν μεγάλη όταν κατάλαβα ότι ο ίδιος μου ο πατέρας και η πολύ αγαπημένη μου μητριά που βάδιζαν στο δρόμο για το ουράνιο βραβείο αποστάτησαν. Κατέβαλα πολλές προσπάθειες και έχυσα πολλά δάκρυα μέχρι να συνέλθω, γιατί γνώριζα καλά ότι όποιος έχανε το στέφανό του δεν μπορούσε ν’ αποβλέπει σε ζωή πουθενά. Η σκέψη του δεύτερου θανάτου γι’ αυτούς φαινόταν αφόρητη. Μια μέρα όμως, όταν προσευχήθηκα στον Ιεχωβά, μου έδωσε πολλή παρηγοριά όταν εκδήλωσα πλήρως την επιθυμία μου να γίνει το θέλημα του. Ξαφνικά άρχισα να εκτιμώ ότι η αγάπη και η δικαιοσύνη του ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη δική μου και ότι αν εκείνος δεν τους θεωρούσε άξιους για ζωή, ούτε εγώ μπορούσα να προσκολληθώ σ’ αυτούς, γιατί ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν ήταν καθόλου διαφορετικοί από τον πατέρα και τη μητέρα οποιουδήποτε άλλου. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, είχα ειρήνη διανοίας».
Όχι μόνο εκείνοι που χωρίστηκαν από τους πιστούς δούλους του Ιεχωβά εκείνες τις μέρες διαιρέθηκαν σε ομάδες, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις τα μέλη τους ελαττώθηκαν και οι δραστηριότητες τους έγιναν ασήμαντες ή σταμάτησαν εντελώς. Σίγουρα, αυτοί δεν εκπληρώνουν την εντολή του Ιησού προς τους ακολούθους του να κηρύξουν τα αγαθά νέα σε όλη τη γη και να κάνουν μαθητές.—Ματθ. 24:14· 28:19, 20.
Πόσοι εγκατέλειψαν την αληθινή Χριστιανοσύνη στα κρίσιμα χρόνια 1917 και 1918; Μία ατελής παγκόσμια έκθεση δείχνει ότι 21.274 παρακολούθησαν την Ανάμνηση του θανάτου του Ιησού Χριστού στις 5 Απριλίου του 1917. (Λόγω δυσκολιών μέσα και έξω από την οργάνωση το 1918, δεν συγκεντρώθηκαν οι αριθμοί των παρόντων εκείνο το χρόνο.) Στον εορτασμό της Αναμνήσεως στις 13 Απριλίου του 1919 μια μερική έκθεση ανέγραφε 17.961 παρόντες. Αν και ατελείς, αυτοί οι αριθμοί δείχνουν καθαρά ότι πολύ λιγότεροι από 4.000 είχαν σταματήσει να συμβαδίζουν με τους πρώην συντρόφους τους στην υπηρεσία του Θεού.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
Από το 1917 ως το 1919 οι Σπουδαστές της Γραφής έγιναν επίσης αντικείμενο μιας διεθνούς συνωμοσίας που την υποκινούσε ιδιαίτερα ο κλήρος του δήθεν Χριστιανικού κόσμου. Το «Τετελεσμένον Μυστήριον», ο έβδομος τόμος των «Γραφικών Μελετών», ξεσήκωσε την οργή των κληρικών. Μέσα σε επτά μήνες από την αρχική του κυκλοφορία, αυτή η έκδοση είχε πρωτοφανή διάθεση. Οι εξωτερικοί τυπογράφοι της Εταιρίας ήταν απασχολημένοι με την έκδοση 850.000 αντιτύπων. Μέχρι το τέλος του 1917 το βιβλίο ήταν επίσης διαθέσιμο στα Σουηδικά και Γαλλικά και ετοιμαζόταν να μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες.
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1917, άρχισε μαζική διανομή 10.000.000 αντιτύπων μιας νέας εκδόσεως του τετρασέλιδου, σε μέγεθος μικρής εφημερίδας, φυλλαδίου «Η Μηνιαία Έκδοση των Σπουδαστών της Γραφής» με τίτλο «Η Πτώση της Βαβυλώνος» και με τους υποτίτλους «Η Αρχαία Βαβυλώνα ένας Τύπος—Η Μυστική Βαβυλώνα το Αντίτυπο—Γιατί ο Χριστιανισμός Πρέπει Τώρα να Υποφέρει—Η Τελική Έκβαση», περιείχε αποσπάσματα από τον Έβδομο Τόμο, με πολύ καυστικούς υπαινιγμούς για τον κλήρο. Στην πίσω σελίδα του παρουσίαζε ένα σχέδιο που έδειχνε έναν τοίχο που κατέρρεε. Μερικές από τις πέτρες του είχαν λέξεις όπως «Προτεσταντισμός», «θεωρία των αιωνίων βασάνων», «η Διδασκαλία της Τριάδας», «Αποστολική διαδοχή» και «Καθαρτήριο». Με Γραφική θεμελίωση το φυλλάδιο έδειχνε ότι η μεγάλη πλειονότητα των κληρικών «ήταν άπιστοι, δόλιοι, άδικοι άνθρωποι» που ήταν πιο υπεύθυνοι από οποιαδήποτε άλλη τάξη στη γη για τον πόλεμο που μαινόταν τότε και τη μεγάλη ταραχή που θα τον ακολουθούσε. Σαν μέρος της εκστρατείας διανομής φυλλαδίων, δόθηκαν εκείνη ακριβώς τη μέρα πλατιά διαφημισμένες δημόσιες ομιλίες πάνω στο ίδιο θέμα.
Πώς θα σου φαινόταν να διανέμεις ένα φυλλάδιο σαν κι αυτό; Ο κ. Μπ. Τβεντ παραδέχεται ότι ‘ποτέ δεν θα ξεχάσει αυτή την ειδική μέρα’ και δηλώνει: «Ήταν μια πάρα πολύ παγερή μέρα. Αλλά το άγγελμα που διαδίδαμε ήταν σίγουρα καυτό. . . Είχα χίλια απ’ αυτά τα χαρτιά να διανείμω κάτω από τις πόρτες των σπιτιών και σε μερικές περιπτώσεις απευθείας σε άτομα όταν θα τα συναντούσα. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι προτιμούσα να τα βάζω κάτω από τις πόρτες, γιατί αντιλαμβανόμουνα ότι αυτό ήταν ένα πύρινο άγγελμα και θα κατέληγε σε εκρηκτικό αντίκτυπο.»
Στα τέλη του 1917 και τις αρχές του 1918, «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» ήδη διανεμόταν σε ολοένα και περισσότερα αντίτυπα. Εξοργισμένος ο κλήρος ισχυρίστηκε ψεύτικα ότι ορισμένες δηλώσεις σ’ αυτό το βιβλίο ήταν στασιαστικές. Βάλθηκαν να «βάλουν στο χέρι» την Εταιρία Σκοπιά και, όπως οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες όταν ήταν ο Ιησούς στη γη, ήθελαν να κάνει η Πολιτεία αυτή τη δουλειά για χάρη τους. (Παράβαλε Ματθαίος 27:1, 2, 20.) Και οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες κληρικοί παρουσίασαν ψευδώς τους Σπουδαστές της Γραφής σαν να δούλευαν για τη γερμανική κυβέρνηση. Για παράδειγμα, αναφερόμενος στο έργο του Διεθνούς Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής, ένα νομικό σωματείο του λαού του Θεού, ο Δόκτωρ Κέιζ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σικάγο δημοσίευσε την εξής δήλωση: «Δυο χιλιάδες δολλάρια την εβδομάδα ξοδεύονται για τη διάδοση της διδασκαλίας τους. Από πού προέρχονται τα χρήματα είναι άγνωστο αλλά υπάρχει ισχυρή υποψία ότι προέρχονται από γερμανικές πηγές. Πιστεύω ότι θα ήταν ωφέλιμο για την κυβέρνηση να ερευνήσει αυτή τη χρηματοδότηση.»
«Αυτό, μαζί με παρόμοιες κατηγορίες άλλων εκκλησιαστικών κύκλων, είχε προφανώς σχέση με την κατάσχεση των λογιστικών βιβλίων της Εταιρίας από αξιωματικούς της Αντικατασκοπείας του Στρατού,» ανέφερε η Σκοπιά της 15 Απριλίου 1918. Συνέχιζε: «Οι αρχές αναμφίβολα νόμισαν ότι θα έβρισκαν κάποια απόδειξη για να στηρίξουν την κατηγορία ότι η Εταιρία μας εργάζεται για το συμφέρον της γερμανικής κυβερνήσεως. Φυσικά τα βιβλία δεν αποκαλύπτουν τίποτα τέτοιο. Όλα τα χρήματα που χρησιμοποιούνται από την Εταιρία μας συνεισφέρονται από κείνους που ενδιαφέρονται για την κήρυξη του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού και της βασιλείας του και τίποτα άλλο.» Η δημοσιότητα που έδωσαν όλες οι εφημερίδες του Κράτους για την κατάσχεση των βιβλίων της Εταιρίας είχε σκοπό να προκαλέσει υποψίες.
Η 12η Φεβρουαρίου 1918 ήταν μια σημαντική ημερομηνία για το λαό του Θεού στον Καναδά. Η Εταιρία Σκοπιά μπήκε εκτός νόμου τότε σε όλη τη χώρα. Μια είδηση του δημόσιου τύπου δήλωνε: «Ο Υπουργός Εσωτερικών σύμφωνα με τους κανονισμούς λογοκρισίας του τύπου, έχει εκδώσει εντάλματα που απαγορεύουν να κατέχει κανείς στον Καναδά ορισμένες εκδόσεις ανάμεσα στις οποίες είναι το βιβλίο που εκδόθηκε από το Διεθνή Σύλλογο Σπουδαστών της Γραφής με τον τίτλο ‘ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ—Το Τετελεσμένον Μυστήριον’, γενικά γνωστό σαν η μεταθανάτια έκδοση του Πάστορα Ρώσσελ. ‘Η Μηνιαία έκδοση των Σπουδαστών της Γραφής’, που εκδίδεται επίσης από αυτό το σύλλογο στα γραφεία του στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης, απαγορεύεται να κυκλοφορεί στον Καναδά. Η κατοχή οποιουδήποτε από τα απαγορευμένα βιβλία τιμωρείται με πρόστιμο μέχρι 5.000 δολλάρια και με πέντε χρόνια φυλακή.»
Γιατί αυτή η απαγόρευση; Η εφημερίδα «Τρίμπιουν» στο Γουίννιπεγκ της Μανιτόμπα έριξε λίγο φως πάνω στο ζήτημα αυτό, γράφοντας: «Οι απαγορευμένες εκδόσεις υποτίθεται ότι περιέχουν στασιαστικές και αντιπολεμικές δηλώσεις. Περικοπές ενός από τα τελευταία τεύχη της Μηνιαίας Εκδόσεως των Σπουδαστών της Γραφής καταγγέλθηκαν από τον άμβωνα λίγες εβδομάδες πριν, από τον Αιδεσιμώτατο Τσαρλς Γκ. Πάτερσον, Πάστορα της Εκκλησίας του Αγίου Στεφάνου. Μετά απ’ αυτό, ο Γενικός Εισαγγελέας ζήτησε στον Αιδ. Πάτερσον να του στείλει ένα αντίτυπο της εκδόσεως. Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν να βγει η απαγορευτική αυτή διαταγή από το λογοκριτή.»
Δεν πέρασε πολύς καιρός μετά την απαγόρευση στον Καναδά και έγινε φανερός ο διεθνής χαρακτήρας της συνωμοσίας. Τον Φεβρουάριο του 1918 το Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών στην πόλη της Νέας Υόρκης άρχισε να κάνει έρευνες στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά. Όχι μόνο είχε διαδοθεί ψέματα ότι η Εταιρία ήταν σε επαφή με τους Γερμανούς εχθρούς, αλλά ακόμη είχε καταγγελθεί συκοφαντικά στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ότι τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλυν ήταν κέντρο μεταβιβάσεως μηνυμάτων στη γερμανική κυβέρνηση. Τελικά οι εφημερίδες ανέφεραν ότι κυβερνητικοί πράκτορες είχαν κατασχέσει μια συσκευή ασυρμάτου έτοιμου για χρήση στον οίκο Μπέθελ. Αλλά ποια ήταν τα γεγονότα;
Το 1915 δόθηκε στον Κ. Τ. Ρώσσελ ένας μικρός ασύρματος δέκτης. Εκείνος προσωπικά δεν ενδιαφερόταν πολύ γι’ αυτό αλλά υψώθηκε μια μικρή κεραία στην οροφή του οίκου Μπέθελ και σε μερικούς νεότερους αδελφούς δόθηκε η ευκαιρία να μάθουν να χειρίζονται τη συσκευή. Ωστόσο, δεν είχαν πολλή επιτυχία στη λήψη μηνυμάτων. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες επρόκειτο να μπουν στον πόλεμο, απαιτείτο να διαλυθούν όλοι οι ασύρματοι. Έτσι η κεραία κατεβάστηκε και οι στύλοι τεμαχίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για άλλους σκοπούς, ενώ η ίδια η συσκευή πακεταρίστηκε προσεκτικά και αποθηκεύτηκε στο Δωμάτιο Καλλιτεχνικών Εργασιών της Εταιρίας. Δεν είχε χρησιμοποιηθεί καθόλου για περισσότερο από δυο χρόνια, όταν ένα μέλος της οικογένειας Μπέθελ μίλησε γι’ αυτό τυχαία σε συζήτηση σε δυο αξιωματικούς του Γραφείου Πληροφοριών του Στρατού. Οδηγήθηκαν στην οροφή και τους έδειξαν πού ήταν προηγουμένως. Έπειτα τους έδειξαν την ίδια τη συσκευή πακεταρισμένη στην άκρη. Με τη συγκατάθεση του Μπέθελ την πήραν γιατί δεν χρειαζόταν σε τίποτα στο Μπέθελ. Η συσκευή ήταν μόνο δέκτης, όχι πομπός. Ποτέ δεν υπήρχε πομπός στο Μπέθελ. Έτσι ήταν αδύνατο να μεταβιβαστεί μήνυμα οπουδήποτε.
Η εναντίωση και η πίεση συνέχιζαν να μεγαλώνουν κατά του λαού του Ιεχωβά. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1918, ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ έδωσε μια δημόσια διάλεξη στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας σ’ ένα ακροατήριο με 3.500 άτομα. Το επόμενο πρωί η «Τρίμπιουν» του Λος Άντζελες δημοσίευσε ένα ολοσέλιδο άρθρο για την ομιλία. Αυτό προκάλεσε την αγανάκτηση των τοπικών κληρικών. Ο σύλλογος των κληρικών συνεδρίασε το πρωί της Δευτέρας και έστειλε τον πρόεδρό του στους διευθυντές της εφημερίδας, απαιτώντας να δώσουν εξήγηση γιατί είχαν δημοσιεύσει τόσα πολλά για τη διάλεξη αυτή. Την επόμενη Πέμπτη, το Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού κατέλαβε τα κεντρικά γραφεία των Σπουδαστών της Γραφής στο Λος Άντζελες και πήρε επίσης πολλές από τις εκδόσεις της Εταιρίας.
Τη Δευτέρα, 4 Μαρτίου 1918, συνέλαβαν στο Σκράντον της Πενσυλβανίας τον Κλάυτον Τζ. Γούντγουωρθ (έναν από τους συντάκτες του βιβλίου «Το Τετελεσμένον Μυστήριον») και αρκετούς άλλους αδελφούς. Κατηγορήθηκαν ψεύτικα για συνωμοσία και αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση μέχρι τη δίκη τους τον Μάιο. Επιπλέον, καθώς αύξανε γρήγορα η εξωτερική πίεση εναντίον της Εταιρίας, περισσότεροι από είκοσι Σπουδαστές της Γραφής κρατήθηκαν σε στρατόπεδα και στρατιωτικές φυλακές επειδή τους αρνήθηκαν την εξαίρεση από τη στρατιωτική υπηρεσία. Μερικοί απ’ αυτούς πέρασαν στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε μακροχρόνιες φυλακίσεις. Στις 14 Μαρτίου του 1918, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών χαρακτήρισε τη διάθεση του βιβλίου «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» παράβαση του Νόμου περί Κατασκοπείας.
Ήταν αναγκαία η αντεπίθεση από το λαό του Θεού. Έπρεπε να ξεσκεπαστεί η εναντίωση που υποκινούσε ο κλήρος ενάντια στο Χριστιανικό έργο των Σπουδαστών της Γραφής. Γι’ αυτό το λόγο, στις 15 Μαρτίου 1918 η Εταιρία Σκοπιά κυκλοφόρησε ένα δισέλιδο φυλλάδιο σε μέγεθος εφημερίδας, τα «Νέα της Βασιλείας» Νο 1. Είχε τις τολμηρές επικεφαλίδες «Θρησκευτική Μισαλλοδοξία—Οι Ακόλουθοι του Πάστορα Ρώσσελ Διώκονται Επειδή Λένε στους Ανθρώπους την Αλήθεια—Η Μεταχείριση των Σπουδαστών της Γραφής θυμίζει τους ‘Σκοτεινούς Αιώνες’». Αυτό το φυλλάδιο πραγματικά εξέθετε τον εμπνευσμένο από τον κλήρο διωγμό των Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γερμανία, στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μοιράστηκαν εκατομμύρια αντίτυπα.
Αυτά που έλεγε το φυλλάδιο έχουν ενδιαφέρον: «Αναγνωρίζουμε ότι η Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, σαν πολιτικός και οικονομικός θεσμός, έχει τη δύναμη και την εξουσία, σύμφωνα με το θεμελιώδη νόμο της, να κηρύξει πόλεμο και να στρατολογήσει τους πολίτες της. Δεν έχουμε καμιά διάθεση να αναμιχθούμε στη στράτευση ή στον πόλεμο με κανένα τρόπο. Το γεγονός ότι μερικά από τα μέλη μάς ζήτησαν να επωφεληθούν από την προστασία του νόμου, χρησιμοποιήθηκε σαν ένα άλλο μέσο διωγμού.»
Τα «Νέα της Βασιλείας» Νο 2 εμφανίστηκαν στις 15 Απριλίου 1918. Ο εντυπωσιακός τους τίτλος έλεγε: «‘Το Τετελεσμένον Μυστήριον’ και Γιατί Απαγορεύτηκε». Κάτω από τον υπότιτλο «Οι Κληρικοί Βάζουν το Χέρι Τους» αυτό το φυλλάδιο έδειχνε ότι ο κλήρος ενθάρρυνε τους κυβερνητικούς παράγοντες να ενοχλούν την Εταιρία, να κάνουν συλλήψεις, να μην εγκρίνουν «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» και να πιέσουν τους Σπουδαστές της Γραφής να κόψουν ορισμένες σελίδες (247-253) απ’ αυτόν τον τόμο. Επίσης, το φυλλάδιο εξηγούσε γιατί οι κληρικοί εναντιώνονταν στους δούλους του Ιεχωβά και διευκρίνιζε τη στάση τους στον πόλεμο, όπως επίσης και τις πεποιθήσεις τους για την αληθινή εκκλησία.
Κυκλοφορούσε μια αίτηση σχετική με τη διανομή αυτών των «Νέων της Βασιλείας». Απευθυνόμενη στον πρόεδρο Ουίλσον των Ηνωμένων Πολιτειών έλεγε: «Εμείς, οι υπογεγραμμένοι Αμερικανοί υποστηρίζουμε ότι οποιαδήποτε παρέμβαση από τον κλήρο στην ανεξάρτητη Γραφική μελέτη είναι μισαλλόδοξη, αντι-Αμερικανική και αντι-Χριστιανική και ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να συνεργαστεί Εκκλησία και Πολιτεία είναι ριζικά εσφαλμένη. Για χάρη της ελευθερίας και της ανεξιθρησκίας διαμαρτυρόμαστε επίσημα κατά της απαγορεύσεως του βιβλίου «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» και κάνουμε έκκληση στην κυβέρνηση να αποσύρει τους περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση του, να επιτρέπεται στους ανθρώπους χωρίς επέμβαση ή ενόχληση να αγοράζουν, να πουλούν, να κατέχουν και να διαβάζουν αυτό το βοήθημα για Γραφική μελέτη».
Την 1η Μαΐου 1918, ακριβώς έξι εβδομάδες μετά τα πρώτα «Νέα της Βασιλείας», κυκλοφόρησαν τα «Νέα της Βασιλείας» Νο 3, με τίτλο «Δύο Μεγάλες Μάχες Μαίνονται—η Πτώση της Αυταρχικότητας Βέβαιη» και με υπότιτλο «Η Σατανική Στρατηγική Καταδικασμένη σε Αποτυχία». Αυτή η έκδοση ασχολείτο με την εχθρότητα του Υποσχεμένου Σπέρματος εναντίον του σπέρματος του Σατανά του Διαβόλου. (Γέν. 3:15) Έκανε ιστορική αναδρομή της αναπτύξεως του αντιχρίστου από τη γέννησή του ως τις σύγχρονες πράξεις του Καθολικού και Προτεσταντικού κλήρου. Αυτό το φυλλάδιο έδειχνε θαρραλέα πώς χρησιμοποιούσε ο Διάβολος τέτοιους αντιπροσώπους σε μία προσπάθεια να καταστρέψει το υπόλοιπο των χρισμένων ακολούθων του Ιησού Χριστού στη γη.
Χρειαζόταν θάρρος για τη διανομή των φυλλαδίων «Νέα της Βασιλείας» που εκδόθηκαν τότε. Μερικοί Σπουδαστές της Γραφής συνελήφθησαν. Μερικές φορές τα αποθέματα των «Νέων της Βασιλείας» κατασχέθηκαν προσωρινά. Αν και βρέθηκαν σε δοκιμασία εναντιώσεως και διωγμού, οι δούλοι του Ιεχωβά διατήρησαν την πιστότητα στον Θεό και συνέχισαν να κάνουν το Χριστιανικό τους έργο.
ΔΙΑΠΡΑΧΤΗΚΑΝ ΩΜΟΤΗΤΕΣ
Καθώς αύξανε η εναντίωση κληρικών-λαϊκών, διαπράττονταν ωμότητες κατά των δούλων του Ιεχωβά. Δίνοντας μια μερική έκθεση των απίστευτων διωγμών που δοκίμασαν οι Σπουδαστές της Γραφής, μια κατοπινή έκδοση της Εταιρίας Σκοπιά έλεγε εν μέρει:
«Στις 12 Απριλίου 1918, στο Μέντφορντ του Όρεγκον, ο Ε. Π. Ταλιαφέρο υπέστη την επίθεση όχλου και καταδιώχθηκε έξω από την πόλη επειδή κήρυττε το ευαγγέλιο· και τον Τζωρτζ Ρ. Μέιναρντ τον έγδυσαν, τον άλειψαν μπογιά και τον έδιωξαν από την πόλη επειδή επέτρεπε να γίνει Γραφική μελέτη στο σπίτι του. . .
«Στις 17 Απριλίου 1918, στο Σώνη της Οκλαχόμα, ο Γκ. Ν. Φεέν, ο Τζωρτζ Μ. Μπράουν, ο Λ. Σ. Ρότζερς, ο Γ. Φ. Γκλας, ο Ε. Τ. Γκρηρ και ο Τζ. Τ. Ταλ φυλακίστηκαν. Στη διάρκεια της δίκης ο Εισαγγελέας είπε, «Στο διάβολο η Γραφή σας· έπρεπε να σου ‘χουν σπάσει την πλάτη και να σε στείλουν στην κόλαση· έπρεπε να σ’ έχουν κρεμάσει.» Όταν ο Γκ. Φ. Ουίλσον από την πόλη της Οκλαχόμα προσπάθησε να παρασταθεί σαν συνήγορος, συνελήφθη κι αυτός. Στον καθένα επιβλήθηκε πρόστιμο 55 δολλαρίων και τα δικαστικά έξοδα με την κατηγορία της διανομής εντύπων Διαμαρτυρίας. Ο δικαστής ενθάρρυνε την οχλοκρατία μετά τη δίκη, αλλά ο όχλος δεν κινήθηκε.
«Στις 22 Απριλίου 1918, στο Κίνγκσβιλ του Τέξας, ο Λ. Λ. Ντέιβις και ο Ντανιέλ Τουλ καταδιώχθηκαν από τον όχλο που τον οδηγούσε ο Δήμαρχος και ο Περιφερειακός Δικαστής και μετά συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν χωρίς ένταλμα. Ο Ντέιβις διώχτηκε από τη δουλειά του. Τον Μάιο του 1918, στο Τέκαμση της Οκλαχόμα, πιάσανε και φυλακίσανε δεκατρείς μήνες σ’ ένα φρενοκομείο τον Τζ. Τζ. Μέι με εντολή ενός Δικαστή, μετά από απειλές και κακομεταχείριση. Η οικογένειά του δεν είχε ειδοποιηθεί σχετικά με το τι είχε συμβεί σ’ αυτόν. . .
«Στις 17 Μαρτίου 1918, στο Γκραντ Τζάνκσον του Κολοράντο, μία συνάθροιση για Γραφική μελέτη διακόπηκε από τον όχλο που τον αποτελούσαν ο Δήμαρχος, γνωστοί δημοσιογράφοι εφημερίδας και άλλοι εξέχοντες επιχειρηματίες. . .
«Στις 22 Απριλίου 1918, στο Γουάινγουντ της Οκλαχόμα, ο Κλωντ Γουάτσον πρώτα φυλακίστηκε και έπειτα σκόπιμα παραδόθηκε σ’ έναν όχλο από κήρυκες, επιχειρηματίες και λίγους άλλους που τον έριξαν κάτω με γροθιές, έβαλαν έναν νέγρο να τον μαστιγώσει και, όταν συνερχόταν λίγο, να τον μαστιγώνει πάλι. Ύστερα έχυσαν πίσσα και φτερά παντού πάνω του, τρίβοντας την πίσσα στα μαλλιά του. Στις 29 Απριλίου 1918, στο Γουώλνατ Ριτζ του Αρκάνσας, ο Γ. Μπ. Ντάνκαν, 61 ετών, ο Έντουαρντ Φρεντς, ο Τσαρλς Φράνκε, κάποιος κύριος Γκρίφιν και η κυρία Ντ. Βαν Χόζεν φυλακίστηκαν. Στη φυλακή όρμησε ένας όχλος που χρησιμοποίησε την πιο αισχρή και ανήθικη γλώσσα, τους τσάκισαν στο ξύλο, τους πασάλειψαν με πίσσα και φτερά και τους έβγαλαν έξω από την πόλη. Τον Ντάνκαν τον ανάγκασαν να περπατήσει σαράντα δύο χιλιόμετρα (είκοσι έξι μίλια) για το σπίτι του και με δυσκολία συνήλθε. Ο Γκρίφιν ουσιαστικά τυφλώθηκε και πέθανε από την επίθεση λίγους μήνες αργότερα.»
Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, ο Τ. Χ. Σήμπενλιστ θυμάται καλά τι συνέβη στον πατέρα του στο Σάττακ της Οκλαχόμα. Γράφει:
«Τον Σεπτέμβριο του 1917 άρχισα να πηγαίνω σχολείο και όλα πήγαιναν καλά μέχρι τον Μάρτιο περίπου, όταν απαιτήθηκε ν’ αγοράσουν όλοι οι μαθητές μία καρφίτσα του Ερυθρού Σταυρού. Πήγα το σημείωμα στο σπίτι το μεσημέρι. Ο μπαμπάς ήταν στη δουλειά και η μαμά εκείνο τον καιρό μπορούσε να διαβάσει μόνο Γερμανικά. Όμως, ο αδελφός Χάουλετ, ένας αδελφός πίλγκριμ, επισκεπτόταν την ‘τάξη’ και φρόντισε για το θέμα. Δεν αγοράστηκε καμιά καρφίτσα!
«Λίγο καιρό μετά απ’ αυτό, οι αρχές έπιασαν τον μπαμπά στη δουλειά και προσπάθησαν να τον κάνουν να πατήσει το βιβλίο «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» και να χαιρετήσει τη σημαία—αυτό ακριβώς στην οδό Μέην στο Σάττακ. Τον πήγαν στη φυλακή. . .
«Σύντομα μετά απ’ αυτό, έπιασαν πάλι τον μπαμπά και τον κράτησαν άλλες τρεις μέρες. Η τροφή που του έδωσαν τότε ήταν πολύ λίγη. Η αποφυλάκισή του αυτή τη φορά ήταν μια άλλη ιστορία. Γύρω στα μεσάνυχτα τρεις άνδρες προσποιήθηκαν ότι “μπήκαν κρυφά“ στη φυλακή. Έβαλαν ένα σάκκο πάνω στο κεφάλι του μπαμπά και τον ανάγκασαν να βαδίσει προς το δυτικό άκρο της πόλεως ξυπόλητος. Το έδαφος ήταν ανώμαλο και γεμάτο από αγκάθια. Εκεί τον έγδυσαν μέχρι τη μέση και τον μαστίγωσαν με ένα μαστίγιο που είχε ένα σύρμα στην άκρη. Έπειτα του έβαλαν καυτή πίσσα και φτερά και τον άφησαν νομίζοντας ότι είχε πεθάνει. Κατάφερε να σηκωθεί και να περπατήσει και να συρθεί έξω από την πόλη προς τα νοτιοανατολικά. Ύστερα είχε σκοπό να πάει βόρεια προς το σπίτι. Όμως, τον βρήκε ένας φίλος του και τον έφερε σπίτι. Δεν τον είδα καθόλου εκείνη τη νύχτα, αλλά ήταν συγκλονιστικό για τη μαμά, ειδικά με ένα βρέφος στο σπίτι και η γιαγιά Σήμπενλιστ λιποθύμησε όταν τον είδε. Ο αδελφός μου ο Τζων είχε γεννηθεί μόνο λίγες μέρες προτού γίνουν όλα αυτά. Ωστόσο, η μαμά κράτησε πολύ καλά κάτω από τη δοκιμασία, χωρίς να χάσει ούτε στιγμή την εμπιστοσύνη της στην προστατευτική δύναμη του Ιεχωβά. . . .
«Η γιαγιά και η θεία Κάτυ, ετεροθαλής αδελφή του μπαμπά, άρχισαν να τον περιποιούνται για να τον συνεφέρουν. Η πίσσα και τα φτερά είχαν μπει στη σάρκα του· έτσι χρησιμοποίησαν λίπος χήνας για να επουλώσουν τις πληγές και σιγά-σιγά η πίσσα βγήκε. . . Ο μπαμπάς ποτέ δεν είδε τα πρόσωπά τους, αλλά αναγνώριζε τις φωνές τους και ήξερε ποιοι ήταν εκείνοι που του είχαν επιτεθεί. Ποτέ δεν τους το είπε. Στην πραγματικότητα ήταν δύσκολο να τον κάνεις να μιλήσει ποτέ γι’ αυτό. Κι’ όμως, έφερε αυτά τα σημάδια ως τον τάφο.»
«ΦΡΟΝΙΜΟΙ ΩΣ ΟΙ ΟΦΕΙΣ»
Η απαγόρευση του βιβλίου «Το Τετελεσμένον Μυστήριον» και ορισμένων άλλων Χριστιανικών εκδόσεων έφερε τους δούλους του Ιεχωβά σε δύσκολη θέση. Όμως, το έργο τους ήταν θεόδοτο και προχώρησαν να το κάνουν, αποδεικνύοντας ότι είναι «φρόνιμοι ως οι όφεις και απλοί ως αι περιστεραί.» (Ματθ. 10:16) Γι’ αυτό, κατά καιρούς, τα βοηθητικά βιβλία μελέτης της Αγίας Γραφής κρύβονταν σε διάφορους τόπους—ίσως σε κάποια σοφίτα ή στην καρβουναποθήκη, κάτω από πατώματα ή σε έπιπλα.
Ο αδελφός Σ. Γ. Μίλλερ μάς λέει γι’ αυτό: «Καθώς το σπίτι μας ήταν το τοπικό κέντρο των Σπουδαστών της Γραφής τον καιρό εκείνο, οι αδελφοί έρχονταν τα μεσάνυχτα μ’ ένα φορτηγό για να φέρουν τα βιβλία κι εμείς κρύβαμε τα χαρτοκιβώτια με τα βιβλία στο κοτέτσι, καμουφλάροντάς τα με κότες και με πούπουλα.»
Αναπολώντας ένα περιστατικό που είχε συμβεί τον καιρό εκείνο, ο αδελφός Ντ. Ντ. Ρόις γράφει: «Στο σπίτι της οικογένειας Ρήηντ, τα βιβλία είχαν φυλαχτεί στο πίσω μέρος του σπιτιού και, όταν ήρθε η αστυνομία, οι Ρήηντ κρατούσαν την αναπνοή τους, καθώς οι αστυνομικοί πλησίασαν την κρυψώνα. Ακριβώς τότε ένας τεράστιος σωρός από χιόνι έπεσε από την οροφή, σκεπάζοντας τελείως το μέρος εκείνο.»
«ΜΗΧΑΝΑΤΑΙ ΑΔΙΚΙΑΝ ΑΝΤΙ ΝΟΜΟΥ»
Πριν από αιώνες ο ψαλμωδός ρώτησε: «Μήπως έχει μετά σού συγκοινωνίαν ο θρόνος της ανομίας όστις μηχανάται αδικίαν αντί νόμου;» (Ψαλμός 94:20) Οι δούλοι του Ιεχωβά πάντοτε υπακούουν όλους τους νόμους των εθνών, που δεν διαφωνούν με τους νόμους του Θεού. Αλλά, όπως θα έπρεπε να περιμένουμε, όταν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στις απαιτήσεις των κοινών ανθρώπων και στους νόμους του Θεού, οι Χριστιανοί παίρνουν την αποστολική θέση και «πειθαρχούν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.» (Πράξεις 5:29) Καμιά φορά καλοί νόμοι εφαρμόζονται διεστραμμένα στην προσπάθεια να σταματήσουν το έργο των Χριστιανών. Σε άλλες περιστάσεις, οι εχθροί πέτυχαν να ψηφιστούν νόμοι που είχαν σαν αποτέλεσμα τη βλάβη του λαού του Θεού.
Ο Νόμος για το Συμβούλιο Επιλογής Οπλιτών ψηφίστηκε από το Κογκρέσσο των Ηνωμένων Πολιτειών στις 15 Ιουνίου 1917. Προέβλεπε τη στρατολόγηση ανδρών, αλλά εξαιρούσε εκείνους οι οποίοι δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος σε πόλεμο, εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Πολλοί νεαροί σε όλη τη χώρα έγραψαν στην Εταιρία Σκοπιά, ρωτώντας τον Δικαστή Ρόδερφορδ ποια πορεία θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Εκείνος αργότερα είπε σχετικά με αυτό: «Με ρωτούσαν πολλοί νεαροί στη χώρα ποια πορεία θα έπρεπε να κρατήσουν σχετικά με το θέμα αυτό. Πάντοτε η συμβουλή μου ήταν η ίδια στους νέους ανθρώπους που με ρωτούσαν: ‘Αν η συνείδησή σας δεν σας επιτρέπει να πάτε στον πόλεμο, το Άρθρο 3 του Νόμου για τη Στρατολόγηση προβλέπει να ζητήσετε απαλλαγή. Θα πρέπει να κάνετε μια δήλωση και μια αίτηση για απαλλαγή, εκθέτοντας το λόγο, και το Συμβούλιο Επιλογής θα διαβιβάσει την αίτησή σας’. Ποτέ δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να τους συμβουλεύω να επωφεληθούν από το νόμο του Κογκρέσσου. Πάντοτε επέμενα ότι κάθε πολίτης πρέπει να υπακούει στους νόμους της χώρας εφόσον ο νόμος δεν βρίσκεται σε σύγκρουση με το νόμο του Θεού.»
Από την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ακόμη εκδηλώθηκε μια κατά μέτωπο συνωμοσία ενάντια στους δούλους του Ιεχωβά. Σχετικά με αυτή, πολλοί κληρικοί έκαναν μια διάσκεψη στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας το 1917. Εκεί διόρισαν μια επιτροπή για να επισκεφτεί την πρωτεύουσα του έθνους, την Ουάσινγκτον, και να επιμείνει στην αναθεώρηση του Νόμου για τη Στρατολόγηση και του Νόμου για την Κατασκοπεία. Η επιτροπή επισκέφτηκε το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Με υποκίνηση των κληρικών επιλέχθηκε το μέλος του Υπουργείου, Τζων Λορντ Ο’Μπράυαν για να προετοιμάσει μια τροποποίηση για το Νόμο για την Κατασκοπεία και να την εισηγηθεί στη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η τροποποίηση αυτή προέβλεπε ότι όλες οι παραβάσεις που διαπράττονταν στο Νόμο για την Κατασκοπεία θα έπρεπε να εκδικαστούν από στρατοδικείο και ότι θα έπρεπε να επιβάλλεται η ποινή του θανάτου σε κείνους που θα κρίνονταν ένοχοι. Ωστόσο, το νομοσχέδιο δεν εγκρίθηκε.
Μια διάταξη που είναι γνωστή σαν «η Γαλλική Τροποποίηση» εισήχθη κατά το χρόνο που το Κογκρέσσο ανέλαβε την τροποποίηση του Νόμου για την Κατασκοπεία. Η τροποποίηση αυτή εξαιρούσε από τις διατάξεις του νόμου κάθε έναν ο οποίος θα κήρυττε δημόσια «αυτό που είναι αληθινό, με καλά κίνητρα και για δικαιολογημένους σκοπούς.»
Εντούτοις, στις 4 Μαΐου 1918 ο Γερουσιαστής Όβερμαν ζήτησε να μπει στα «Πρακτικά του Κογκρέσσου» ένα υπόμνημα από το Γενικό Εισαγγελέα (4 Μαΐου 1918, σελ. 6052, 6053). Εκεί ανάμεσα σε άλλα έγραφε:
«Η άποψη του Στρατιωτικού Τμήματος της Αντικατασκοπείας είναι τελείως αντίθετη με την τροποποίηση στο νόμο για την κατασκοπεία και ιδιαίτερα με το άρθρο 3, Παράγραφος 1, που λέει ότι ο νόμος δεν θα εφαρμόζεται σε κείνους που κάνουν δημόσια ‘αυτό που είναι αληθινό, με καλά κίνητρα και για δικαιολογημένους σκοπούς.’
«Η πείρα διδάσκει ότι μια τέτοια τροποποίηση σε μεγάλο βαθμό θα εξουδετέρωνε την ισχύ του νόμου και θα έστρεφε όλες τις δίκες σε ακαδημαϊκές συζητήσεις πάνω σε ασάφειες ως προς το τι είναι αληθινό. Τα ανθρώπινα κίνητρα είναι πάρα πολύ περίπλοκα για να μπορούν να συζητηθούν και η λέξη ‘δικαιολογημένος’ είναι πάρα πολύ ελαστική για πρακτική χρήση. . .
«Ένα από τα πιο επικίνδυνα παραδείγματα της προπαγάνδας αυτού του είδους είναι το βιβλίο που ονομάζεται “Το Τετελεσμένον Μυστήριον“, ένα βιβλίο γραμμένο σε εξαιρετικά θρησκευτική γλώσσα και διανεμημένο σε πάρα πολύ μεγάλο αριθμό αντιτύπων. Το μόνο αποτέλεσμα που έχει το βιβλίο αυτό είναι να οδηγεί τους στρατιώτες να περιφρονούν το σκοπό για τον οποίο πολεμάμε και να εμπνέει στην πατρίδα μας ένα συναίσθημα αντιστάσεως στη στράτευση.
«Τα Νέα της Βασιλείας του Μπρούκλυν δημοσιεύουν μια αίτηση στην οποία απαιτούν να αναιρεθεί η απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου “Το Τετελεσμένον Μυστήριον“ και των παρόμοιων έργων, ούτως ώστε να επιτραπεί στους ανθρώπους, χωρίς παρέμβαση η παρενόχληση, να αγοράζουν, να πουλούν, να κατέχουν και να διαβάζουν το βιβλικό αυτό βοήθημα. Η ψήφιση αυτής της τροποποιήσεως θα ξανανοίξει τα στρατόπεδά μας στη δηλητηριώδη αυτή επιρροή.
«Ο Διεθνής Σύλλογος των Σπουδαστών της Γραφής υποκρίνεται ότι έχει αποκλειστικά και μόνο θρησκευτικά κίνητρα, ωστόσο εμείς έχουμε ανακαλύψει ότι στα κεντρικά τους γραφεία καταφεύγουν Γερμανοί πράκτορες. . .
«Η ψήφιση της τροποποιήσεως αυτής θα εξασθενούσε κατά πολύ την αμερικανική επάρκεια και δεν θα βοηθήσει κανέναν άλλο παρά μόνο τον εχθρό. Τα αποτελέσματα, και όχι τα κίνητρα, είναι εκείνα που μετράνε στον πόλεμο. Συνεπώς ο νόμος και οι εκτελεστές του θα πρέπει εκ των προτέρων να φροντίζουν γι’ αυτό που είναι επιθυμητό και να εμποδίζουν τα βλαβερά αποτελέσματα, αφήνοντας τα κίνητρα στη δικαιοδοσία των δικαστών ή στην αντίληψη των ιστορικών.»
Σαν συνέπεια των προσπαθειών αυτών από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο τροποποιημένος Νόμος για την Κατασκοπεία εγκρίθηκε στις 16 Μαΐου 1918 χωρίς τη «Γαλλική Τροποποίηση.»
«ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΩΣ ΘΑ ΣΑΣ ΒΑΛΟΥΜΕ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟ ΠΕΤΥΧΟΥΜΕ!»
Περίπου το χρόνο αυτό, ορισμένοι νεαροί που ήταν συνταυτισμένοι με τους Σπουδαστές της Γραφής κλήθηκαν για στρατιωτική υπηρεσία και, σαν αντιρρησίες συνειδήσεως, στάλθηκαν στο Στρατόπεδο Άπτον στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης. Το στρατόπεδο αυτό ήταν υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Τζέιμς Φράνκλιν Μπελ. Αυτός επισκέφθηκε τον Ι. Φ. Ρόδερφορδ στο γραφείο του και προσπάθησε να τον κάνει να δώσει οδηγίες στους ανθρώπους αυτούς να αναλάβουν οποιαδήποτε υπηρεσία θα τους έδινε ο Μπελ, είτε πέρα από τον ωκεανό είτε αλλού. Ο Ρόδερφορδ αρνήθηκε. Ο στρατηγός επέμεινε και τελικά ο Ρόδερφορδ έγραψε μια επιστολή, η οποία συγκεκριμένα έγραφε: «Ο καθένας σας πρέπει να αποφασίσει ο ίδιος για τον εαυτό του εάν επιθυμεί να συμμετάσχει στην ενεργή στρατιωτική υπηρεσία ή όχι. Να κάνετε αυτό που θεωρείτε ότι είναι το καθήκον σας και το σωστό στα μάτια του Παντοδυνάμου Θεού.» Η επιστολή αυτή δεν ικανοποίησε καθόλου τον Μπελ.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ και ο Ου. Ε. Βαν Άμπουργκ επισκέφθηκαν το Στρατηγό Μπελ στο Στρατόπεδο Άπτον. Ο Μπελ, παρουσία του υπασπιστή και του Βαν Άμπουργκ, είπε στον Ρόδερφορδ για τη διάσκεψη των κληρικών στη Φιλαδέλφεια. Ανέφερε ότι επέλεξαν τον Τζων Λορντ Ο’Μπράυαν για να παρουσιάσει τα ζητήματα στη Γερουσία, με αποτέλεσμα να εισαχθεί για ψήφιση ένα νομοσχέδιο, ώστε όλες οι δίκες που θα γίνονταν για παραβίαση του Νόμου για την Κατασκοπεία να εκδικάζονται από στρατοδικείο επί ποινή θανάτου. Ο στρατηγός Μπελ «έδειξε έντονη εχθρότητα» σύμφωνα με τον Ρόδερφορδ, ο οποίος αφηγήθηκε: «Μπροστά του στο γραφείο του βρισκόταν μια στοίβα από χαρτιά και με το δείχτη του χεριού του τα χτύπησε και απευθυνόμενος σε μένα, ζώντας αυτά που έλεγε, είπε: Αυτό το νομοσχέδιο δεν πέρασε, γιατί το εμπόδισε ο Ουίλσον, αλλά εμείς γνωρίζουμε πώς θα σας βάλουμε στο χέρι και οπωσδήποτε θα το πετύχουμε!’ Στη δήλωση αυτή εγώ απάντησα: ‘Στρατηγέ, ξέρετε πού να με βρείτε.’»
ΚΑΙΡΙΟ ΠΛΗΓΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ «ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΑΣ»
Μετά τις αρχές του Οκτωβρίου το 1914, οι χρισμένοι ακόλουθοι του Ιησού διακήρυξαν ότι οι Καιροί των Εθνών είχαν τελειώσει και ότι τα έθνη πλησίαζαν στην καταστροφή τους στον Αρμαγεδδώνα. (Λουκάς 21:24· Αποκάλυψις 16:14-16) Οι συμβολικοί αυτοί «δύο μάρτυρες» διεκήρυξαν το πένθιμο αυτό μήνυμά τους προς τα έθνη για 1.260 μέρες, δηλαδή για τριάμισι χρόνια (4/5 Οκτωβρίου 1914 μέχρι 26/27 Μαρτίου 1918). Τότε το θηριώδες πολιτικό σύστημα του Διαβόλου πολέμησε ενάντια στους «δύο μάρτυρες» του Θεού, ‘σκοτώνοντάς’ τους τελικά σε ό,τι αφορά το βασανιστικό έργο της προφητείας τους που το έκαναν «ενδεδυμένοι σάκκους», προς μεγάλη ανακούφιση των θρησκευτικών, πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών εχθρών τους. (Αποκάλυψις 11:3-7· 13:1) Αυτή ήταν η προφητεία και εκπληρώθηκε. Αλλά με ποιον τρόπο;
Στις 7 Μαΐου 1918, το Περιφερειακό Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών για την Ανατολική Περιφέρεια της Νέας Υόρκης εξέδωσε ένταλμα συλλήψεως εναντίον ορισμένων διακόνων της Εταιρίας Σκοπιά. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Πρόεδρος Ι. Φ. Ρόδερφορδ, ο Γραμματέας-Ταμίας Ου. Ε. Βαν Άμπουργκ, ο Κλάυτον Τζ. Γούντγουωρθ και ο Τζωρτζ Χ. Φίσερ (οι δυο συντάκτες του βιβλίου «Το Τετελεσμένον Μυστήριον»), ο Φ. Χ. Ρόμπινσον (μέλος της εκδοτικής επιτροπής της «Σκοπιάς»), ο Α. Χ. Μακμίλλαν, ο Ρ. Τζ. Μάρτιν και ο Τζιοβάννι ΝτεΤσέκκα.
Την αμέσως επόμενη μέρα, 8 Μαΐου 1918, όσοι απ’ αυτούς βρίσκονταν στο Μπέθελ του Μπρούκλυν συνελήφθησαν. Τελικά όλοι προφυλακίστηκαν. Αμέσως μετά φέρθηκαν στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, στο οποίο προήδρευε ο Δικαστής Γκάρβιν. Όλοι τους παραπέμφθηκαν με την κατηγορία που τους είχε παραπέμψει το Συμβούλιο Πρωτοδικών, δηλαδή ότι,
«(1, 3) Παράνομα, εγκληματικά και ηθελημένα προκάλεσαν και αποπειράθηκαν να προκαλέσουν ανυπακοή, απείθεια και την άρνηση εκτελέσεως καθήκοντος στις στρατιωτικές και στις ναυτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής μέσω προσωπικών προσκλήσεων, επιστολών, δημοσίων ομιλιών, διανομής και δημοσίας κυκλοφορίας σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ενός συγκεκριμένου βιβλίου που ονομάζεται ‘ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ—Τόμος Ζ΄—Το Τετελεσμένον Μυστήριον’· και με τη διανομή και δημόσια κυκλοφορία σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες ορισμένων άρθρων που παρουσιάζονται σε φυλλάδια τα οποία ονομάζονται ‘ΜΗΝΙΑΙΟΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ’, ‘Η ΣΚΟΠΙΑ’, ‘ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ’ και άλλα φυλλάδια που δεν κατονομάζονται, και τα λοιπά·
«(2, 4) Ότι παράνομα, εγκληματικά και ηθελημένα εμποδίζουν τη στρατολόγηση και την εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους των Ηνωμένων Πολιτειών καθ’ ην στιγμή οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση.»
Η κατηγορία βασιζόταν κυρίως σε μια παράγραφο του βιβλίου «Το Τετελεσμένον Μυστήριον». Εκεί έγραφε: «Πουθενά στην Καινή Διαθήκη δεν ενθαρρύνεται ο Πατριωτισμός (το στενόμυαλο μίσος για τους άλλους λαούς). Παντού και πάντα ο φόνος σε κάθε μορφή του απαγορεύεται και όμως, κάτω από το πρόσχημα του Πατριωτισμού, οι πολιτικές κυβερνήσεις της γης απαιτούν από τους ειρηνικούς ανθρώπους να θυσιάζουν τον εαυτό τους και τους αγαπημένους τους και να σφαγιάζουν τους συνανθρώπους τους και αυτό να το χαιρετίζουν σαν καθήκον που απαιτούν οι νόμοι του ουρανού.»
Οι αδελφοί Ρόδερφορδ, Βαν Άμπουργκ, Μακμίλλαν και Μάρτιν αντιμετώπιζαν και μια δεύτερη κατηγορία, ότι έκαναν εμπόριο με τον εχθρό, που βασιζόταν στον ισχυρισμό ότι οι αξιωματούχοι της Εταιρίας είχαν στείλει 500 δολλάρια στο διευθυντή του τμήματος της Εταιρίας στη Ζυρίχη στην Ελβετία. Κάθε κατηγορούμενος αδελφός έπρεπε να πληρώσει 2.500 δολλάρια εγγύηση για το καθένα από τα αδικήματα. Απελευθερώθηκαν με εγγύηση και εμφανίστηκαν στο δικαστήριο στις 15 Μαΐου 1918. Η δίκη ορίστηκε για τις 3 Ιουνίου 1918 στο Περιφερειακό Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών για την Ανατολική Περιφέρεια της Νέας Υόρκης. Οι αδελφοί απάντησαν «αθώος» και στις δυο κατηγορίες και θεώρησαν τον εαυτό τους απόλυτα αθώο απ’ όλες τις κατηγορίες.
Εξαιτίας της προκαταλήψεως που εκδηλώθηκε στις προηγούμενες δίκες, οι κατηγορούμενοι υπέβαλαν ένορκες καταθέσεις που έδειχναν γιατί πίστευαν ότι ο Δικαστής Γκάρβιν ήταν προκατειλημμένος εναντίον τους. Αργότερα ορίστηκε πρόεδρος στη δίκη ο Περιφερειακός Δικαστής των Ηνωμένων Πολιτειών Χάρλαντ Μπ. Χάου. Κατά τον Α. Χ. Μακμίλλαν, παρ’ ότι οι κατηγορούμενοι δεν ήξεραν τις απόψεις του Χάου, η κυβέρνηση γνώριζε ότι αυτός «πάντοτε είχε ειδική προκατάληψη εναντίον των κατηγορουμένων και υπέρ του κατηγορητηρίου.» Ο Μακμίλλαν επίσης είπε: «Αλλά δεν μείναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο σκοτάδι· από την πρώτη σύσκεψη των δικηγόρων στο γραφείο του δικαστή, προτού αρχίσει η δίκη, εκδηλώθηκε η εχθρότητά του και είπε ‘θα δώσω στους κατηγορουμένους αυτούς αυτό που τους πρέπει.’ Ωστόσο τώρα ήταν πολύ αργά για να καταθέσουν οι δικηγόροι μας ένσταση εξαιρέσεως του δικαστή λόγω προκαταλήψεως».
Ο Μακμίλλαν είπε ότι το κατηγορητήριο όπως διατυπώθηκε αρχικά περιλάμβανε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν συνωμοτήσει ανάμεσα στις 6 Απριλίου 1917, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν τον πόλεμο, και στις 6 Μαΐου 1918. Κατόπιν αιτήσεως, η κυβέρνηση προσδιόρισε ότι η ημερομηνία της υποτιθέμενης παραβάσεως ήταν ανάμεσα στις 15 Ιουνίου 1917 και στις 6 Μαΐου 1918.
ΣΚΗΝΕΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν σε πόλεμο. Η δίκη των Σπουδαστών της Γραφής με το κατηγορητήριο της ανταρσίας πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Και η κοινή γνώμη; Ευνοούσε καθετί που θα προωθούσε τις προσπάθειες του πολέμου. Έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου οι μπάντες έπαιζαν και οι στρατιώτες παρέλαυναν γύρω από το κοντινό Μπρούκλυν Μπόροου Χωλ. Μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, η δεκαπενθήμερη δίκη προχωρούσε συσσωρεύοντας μια μεγάλη ποσότητα, ένα αληθινό βουνό από μαρτυρίες. Γιατί να μη μπούμε μέσα για να δούμε από κοντά τη διαδικασία;
Ο Α. Χ. Μακμίλλαν, ένας από τους κατηγορουμένους, μας βοηθάει να αισθανθούμε την ατμόσφαιρα, γιατί αργότερα έγραψε: «Στη δίκη η κυβέρνηση είπε ότι αν κανείς στεκόταν στη γωνιά του δρόμου και επαναλάμβανε την Κυριακή προσευχή με την πρόθεση να αποθαρρύνει τους ανθρώπους να πάνε να υπηρετήσουν, θα έπρεπε να σταλθεί στη φυλακή. Έτσι μπορείτε να καταλάβετε πόσο εύκολο ήταν γι’ αυτούς να παρερμηνεύουν τις προθέσεις των άλλων. Νόμιζαν ότι μπορούσαν να πουν αυτό που σκεφτόταν κάποιος άλλος. Έτσι ενήργησαν εναντίον μας μ’ αυτή τη βάση παρά το γεγονός ότι καταθέσαμε ότι ουδέποτε συνωμοτήσαμε να κάνουμε οτιδήποτε, ώστε να επηρεάσουμε τη στρατολόγηση και ότι ποτέ δεν ενθαρρύναμε κανένα να αντισταθεί σε αυτήν. Όλα ήταν μάταια. Ορισμένοι θρησκευτικοί ηγέτες του Χριστιανικού λεγόμενου κόσμου και οι πολιτικοί σύμμαχοί τους ήταν αποφασισμένοι να μας σταματήσουν. Ο εισαγγελέας, με τη συγκατάθεση του Δικαστή Χάου, επεδίωξε την καταδίκη, επιμένοντας ότι δεν ενδιέφερε το κίνητρό μας και ότι οι προθέσεις μας μπορούσαν να εξαχθούν λογικά απ’ τις πράξεις μας. Βρέθηκα ένοχος αποκλειστικά και μόνο με βάση το γεγονός ότι είχα συνυπογράψει μια επιταγή, ο σκοπός της οποίας δεν μπορούσε να προσδιοριστεί, και ότι υπέγραψα μια δήλωση την οποία είχε διαβάσει ο αδελφός Ρόδερφορδ σε μια συνεδρίαση του συμβουλίου μας. Ακόμη και τότε δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι ήταν δικιά μου η υπογραφή. Αυτή η αδικία μάς βοήθησε αργότερα στην έφεσή μας.»
Σ’ ένα σημείο κάλεσαν να καταθέσει ενόρκως ένας πρώην αξιωματούχος της Εταιρίας. Αφού κοίταξε ένα αντίγραφο που έφερε δύο υπογραφές, είπε ότι αναγνώριζε τη μια ότι ήταν του Ου. Ε. Βαν Άμπουργκ. Να τι λέει το Αντίγραφο των Πρακτικών:
«Ε. Σας εγχειρίζω το Έγγραφο αριθμός 31 για να το αναγνωρίσετε και σας ζητάω να κοιτάξετε τις δύο υπογραφές ή υποτιθέμενες υπογραφές του Μακμίλλαν και του Βαν Άμπουργκ, και σας ρωτώ πρώτα για τον Βαν Άμπουργκ αν κατά τη γνώμη σας αυτή είναι μια πολυγραφημένη υπογραφή του; Α. Νομίζω ότι είναι, την αναγνωρίζω.»
«Ε. Του κυρίου Μακμίλλαν; Α. Του κυρίου Μακμίλλαν δεν αναγνωρίζεται, αλλά νομίζω πως είναι η υπογραφή του.»
Σχετικά με την υπεράσπισή τους στη δίκη, ο αδελφός Μακμίλλαν έγραψε αργότερα:
«Αφού η κυβέρνηση συμπλήρωσε την κατηγορία της, εμείς παρουσιάσαμε την υπεράσπισή μας. Ουσιαστικά αποδείξαμε ότι η Εταιρία είναι αποκλειστικά και μόνο θρησκευτική οργάνωση· ότι τα μέλη δέχονται σαν αρχές τους και πίστη τους την Αγία Γραφή με τον τρόπο που την εξηγεί ο Κάρολος Τ. Ρώσσελ· ότι ο Κ. Τ. Ρώσσελ στη διάρκεια της ζωής του έγραψε και δημοσίευσε 6 τόμους, τις «Γραφικές Μελέτες» και ότι από το 1896 ακόμη είχε υποσχεθεί τον 1ο τόμο ο οποίος θα πραγματευόταν τον Ιεζεκιήλ και την Αποκάλυψη· ότι στο κρεβάτι του θανάτου του ζήτησε να γράψει κάποιος άλλος τον 7ο τόμο· ότι αμέσως μετά το θάνατό του η εκτελεστική επιτροπή της Εταιρίας εξουσιοδότησε τον Κ. Τζ. Γούντγουωρθ και τον Τζωρτζ Χ. Φίσερ να γράψουν και να υποβάλουν για εξέταση το χειρόγραφο για θεώρηση, χωρίς καμιά υπόσχεση για την έκδοσή του· ότι το χειρόγραφο για την Αποκάλυψη τελείωσε προτού οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπλακούν στον πόλεμο και ότι τα χειρόγραφα όλου του βιβλίου (εκτός από το κεφάλαιο για το ναό) βρίσκονταν στα χέρια του τυπογράφου πριν από την ψήφιση του Νόμου για την Κατασκοπεία. Γι’ αυτό, η κατηγορία ήταν ασύστατη.
«Καταθέσαμε ότι ποτέ δεν διανοηθήκαμε, συμφωνήσαμε ή συνωμοτήσαμε να κάνουμε οτιδήποτε θα επηρέαζε τη στρατολογία ή να παρέμβουμε στη διεξαγωγή του πολέμου από την κυβέρνηση ούτε μας πέρασε καμιά σκέψη να το κάνουμε αυτό· ότι ποτέ δεν είχαμε την πρόθεση να παρέμβουμε με οποιονδήποτε τρόπο στον πόλεμο· ότι το έργο μας ήταν αποκλειστικά και μόνο θρησκευτικό και καθόλου πολιτικό· ότι ποτέ δεν επιβάλαμε σε κανένα να γίνει μέλος μας και ότι ποτέ δεν συμβουλέψαμε ούτε ενθαρρύναμε κανένα να αντισταθεί στη στρατολογία· ότι οι επιστολές που γράφτηκαν ήταν για κείνους τους οποίους γνωρίζαμε ότι ήταν αφιερωμένοι Χριστιανοί και τους οποίους είχαμε από το νόμο το δικαίωμα να πληροφορήσουμε· ότι δεν είμαστε ενάντια στον πόλεμο που έκανε το έθνος, αλλά σαν αφιερωμένοι Χριστιανοί δεν θα παίρναμε ποτέ μέρος σε μια θανατηφόρα σύγκρουση.»
Αλλά όλα όσα ειπώθηκαν και γίνηκαν στη δίκη εκείνη δεν ήταν καθαρά και τίμια. Ο Μακμίλλαν αργότερα ανάφερε: «Μερικοί από τους δικούς μας που παρακολουθούσαν τη δίκη αργότερα είπαν ότι ένας από τους δικηγόρους της κυβερνήσεως είχε πάει έξω στον προθάλαμο κι εκεί μιλούσε σε χαμηλό τόνο με μερικούς από τους αρχηγούς του στασιασμού μέσα στην Εταιρία. Είπαν ‘Μην αφήσετε αυτό τον άνθρωπο [τον Μακμίλλαν] να φύγει· αυτός είναι ο χειρότερος της συμμορίας. Θα συνεχίσει να κάνει τα ίδια πράγματα αν δεν τον βάλετε μέσα μαζί με τους άλλους.’» Θυμηθείτε ότι τότε φιλόδοξοι άνθρωποι προσπαθούσαν να αποκτήσουν τον έλεγχο της Εταιρίας Σκοπιά. Δεν είναι περίεργο που αργότερα ο Ρόδερφορδ προειδοποίησε τους αδελφούς που είχαν μείνει υπεύθυνοι στο Μπέθελ: «Πληροφορούμαστε ότι επτά άτομα, που είναι ενάντια στην Εταιρία και στο έργο της, στη διάρκεια του περασμένου χρόνου παρακολούθησαν τη δίκη μας και βοήθησαν τους κατηγόρους μας. Σας προειδοποιούμε, αγαπητοί, να φυλάγεστε από τις ύπουλες προσπάθειες ορισμένων απ’ αυτών να σας κολακεύουν στην απόπειρά τους να αποκτήσουν τον έλεγχο της Εταιρίας.»
Τελικά, μετά από πολυήμερη δίκη, έφτασε η μέρα της αποφάσεως. Στις 20 Ιουνίου 1918, γύρω στις 5 η ώρα το απόγευμα, η υπόθεση έφτασε στους ενόρκους. Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ αργότερα αφηγείτο: «Οι ένορκοι δίστασαν για μεγάλο χρονικό διάστημα προτού βγάλουν την ετυμηγορία τους. Τελικά ο Δικαστής Χάου τους έστειλε μήνυμα ότι πρέπει η ετυμηγορία να είναι ‘Ένοχοι’, όπως μας είπε ένας από τους ενόρκους αργότερα.» Μετά από τεσσερισήμισι ώρες διασκέψεως, στις 9.40 μ.μ. οι ένορκοι γύρισαν με την ετυμηγορία τους—«Ένοχοι.»
Η έκδοση της αποφάσεως έγινε στις 21 Ιουνίου. Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν γεμάτη. Όταν ρωτήθηκαν αν είχαν τίποτα να προσθέσουν, οι κατηγορούμενοι δεν απάντησαν. Έπειτα ήρθε η ανακοίνωση της καταδίκης από τον Δικαστή Χάου. Αυτός θυμωμένα είπε: «Η θρησκευτική προπαγάνδα στην οποία ενεπλάκησαν οι άνθρωποι αυτοί είναι πιο επικίνδυνη από μια μεραρχία Γερμανών στρατιωτών. Αυτοί όχι μόνο αγνόησαν τους αξιωματούχους του νόμου, της κυβερνήσεως και το γραφείο πληροφοριών του στρατού, αλλά αποκήρυξαν όλους τους διακόνους όλων των εκκλησιών. Η τιμωρία τους πρέπει να είναι σκληρή.»
Και ήταν. Επτά από τους κατηγορουμένους καταδικάστηκαν σε ογδόντα χρόνια φυλάκιση (είκοσι χρόνια για καθεμιά από τις τέσσερις κατηγορίες και κατά συγχώνευση είκοσι). Η καταδίκη για τον Τζιοβάννι ΝτεΤσέκκα καθυστερούσε, αλλά τελικά τον φυλάκισαν 40 χρόνια, δηλαδή 10 χρόνια για καθεμιά από τις ίδιες τέσσερις κατηγορίες. Οι κατηγορούμενοι έπρεπε να εκτίσουν τις ποινές τους στην Ομοσπονδιακή φυλακή της Ατλάντα στη Τζώρτζια των Ηνωμ. Πολιτειών.
Η δίκη είχε διαρκέσει δεκαπέντε μέρες. Οι μαρτυρικές καταθέσεις που είχαν καταγραφεί εκτενώς και οι διαδικασίες ήταν συχνά ανέντιμες. Πραγματικά, αργότερα αποδείχθηκε ότι η διαδικασία είχε παραπάνω από 125 λάθη. Ελάχιστα μόνο απ’ αυτά απαιτούνταν για να ακυρωθεί τελικά όλη η διαδικασία από το Εφετείο.
«Είχα πάει και υπέφερα σε όλη τη διαδικασία μαζί με τους αδελφούς στην άδικη αυτή δίκη,» σχολιάζει ο Τζέιμς Γκουήν Ζήα, ο οποίος ήταν παρών σαν παρατηρητής. Συνεχίζει: «Ακόμη και τώρα βλέπω το δικαστή να αρνείται στον αδελφό Ρόδερφορδ την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του. ‘Η Αγία Γραφή δεν έχει καμιά σχέση σ’ αυτό το δικαστήριο’, ήταν το σχόλιό του. Έμεινα μαζί με τον αδελφό Μ. Α. Χάουλετ στο Μπέθελ εκείνο το βράδυ και γύρω στις 10 η ώρα ήρθε η είδηση ότι είχαν καταδικαστεί. Η ποινή τους αναγγέλθηκε την επόμενη μέρα.»
Παρά τις άδικες καταδίκες και τις σοβαρές ποινές που είχαν επιβληθεί, ο αδελφός Ρόδερφορδ και οι σύντροφοί του είχαν παραμείνει απτόητοι. Είναι ενδιαφέρον ότι η «Τρίμπιουν» της Νέας Υόρκης στις 22 Ιουνίου 1918 έγραφε: «Ο Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορδ και έξι άλλοι ‘Ρωσσελιστές’, που κατηγορούνταν για παραβίαση του Νόμου για την Κατασκοπεία, καταδικάστηκαν σε 20 χρόνια στη φυλακή της Ατλάντα χθες από το Δικαστή Χάου. ‘Αυτή είναι η ευτυχέστερη μέρα της ζωής μου,’ είπε ο κύριος Ρόδερφορδ στο δρόμο του από το δικαστήριο προς τη φυλακή, ‘το να υφίσταται κανείς τιμωρία για χάρη των θρησκευτικών του πεποιθήσεων είναι από τα πιο μεγάλα προνόμια που μπορεί να δοθούν σε κάποιον.’ Μια από τις πιο περίεργες εκδηλώσεις που είδε ποτέ το γραφείο του σερίφη στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο του Μπρούκλυν έγινε από τις οικογένειες και τους στενούς φίλους των καταδικασμένων, αμέσως μόλις οι φυλακισμένοι φέρθηκαν στην αίθουσα του δικαστηρίου. Όλη η συντροφιά έκανε το παλιό κτίριο να ηχεί με τον ύμνο ‘Ευλογημένος να Είναι ο Δεσμός που μας Ενώνει.’ ‘Όλα ήταν θέλημα του Θεού,’ έλεγαν ο ένας στον άλλον με τα πρόσωπά τους σχεδόν ακτινοβόλα. ‘Κάποια μέρα ο κόσμος θα γνωρίσει τι σημαίνουν όλα αυτά. Στο μεταξύ, ας είμαστε ευγνώμονες για τη χάρη του Θεού που μας διατήρησε μέσα απ’ όλες τις δοκιμασίες μας και έτσι αποβλέπουμε στη Μεγάλη Μέρα που έρχεται.’»
Ενώ η υπόθεση βρισκόταν στο Εφετείο, δυο φορές οι αδελφοί προσπάθησαν να βγουν με εγγύηση, αλλά εμποδίστηκαν πρώτα από το Δικαστή Χάου και αργότερα από το Δικαστή Μάρτιν Τ. Μάντον. Στην αρχή κρατήθηκαν στη φυλακή της οδού Ρέυμοντ στο Μπρούκλυν, όπου άνοιξαν «την πιο βρώμικη τρύπα που μπήκα μέσα της ποτέ,» σύμφωνα με τον Α. Χ. Μακμίλλαν. Ο Κλάυτον Τζ. Γούντγουωρθ την ονόμασε αστειευόμενος το «Ξενοδοχείο της Οδού Ρέυμοντ.» Η δυσάρεστη εκείνη εβδομαδιαία παραμονή ακολουθήθηκε από μια άλλη εβδομάδα που πέρασαν στη φυλακή της Πόλεως Λονγκ Άιλαντ. Τελικά, στις 4 Ιουλίου, την ημέρα της ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών, οι άδικα καταδικασμένοι άνδρες στάλθηκαν με το τραίνο στην Ομοσπονδιακή φυλακή της Ατλάντα στη Τζώρτζια.
-
-
Μέρος 2—Ηνωμένες Πολιτείες ΑμερικήςΒιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1983
-
-
Μέρος 2—Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ
Η φυλάκιση των Χριστιανών αυτών μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν ένα συμβολικό θανάσιμο πλήγμα προς μεγάλη χαρά και ανακούφιση των εχθρών τους. Εκπληρώθηκαν τα λόγια της Αποκαλύψεως 11:10: «Και οι κατοικούντες επί της γης θέλουσι χαρή δι’ αυτούς και ευφρανθή και θέλουσι πέμψει δώρα προς αλλήλους, διότι ούτοι οι δύο προφήται βασάνισαν τους κατοικούντας επί της γης.» Οι θρησκευτικοί, δικαστικοί, στρατιωτικοί και πολιτικοί εχθροί των «δύο μαρτύρων» πράγματι «έπεμπαν δώρα» ο ένας στον άλλον, με την έννοια ότι συνέχαιραν ο ένας τον άλλο για το ρόλο που έπαιξαν στη συντριβή εκείνων που τους βασάνιζαν με το άγγελμα.
Στο βιβλίο του «Οι Κήρυκες Παρουσιάζουν Όπλα», ο Ρέυ Χ. Άμπραμς εξετάζει τη δίκη του Ι. Φ. Ρόδερφορδ και των συντρόφων του και παρατηρεί:
«Μια ανάλυση της όλης υποθέσεως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εκκλησία και ο κλήρος ήταν εξ αρχής πίσω από το κίνημα για τη συντριβή των Ρωσσελιστών. . .
«Όταν τα νέα για τις εικοσάχρονες ποινές έφτασαν στους εκδότες του θρησκευτικού τύπου, ουσιαστικά όλες αυτές οι εκδόσεις, μεγάλες και μικρές, χάρηκαν για το γεγονός. Μου στάθηκε αδύνατο να ανακαλύψω κάποιο λόγο συμπόνιας σε οποιοδήποτε ορθόδοξο περιοδικό. ‘Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία’, καταλήγει ο Άπτον Σίνκλαιρ, ότι ‘η δίωξη. . . ξεπήδησε εν μέρει από το γεγονός ότι είχαν κερδίσει το μίσος των «ορθόδοξων» θρησκευτικών σωμάτων’. Αυτό που απέτυχαν να κάνουν οι συνδυασμένες προσπάθειες των εκκλησιών φαινόταν ότι τώρα είχε πετύχει να το κάνει για λογαριασμό τους η κυβέρνηση: τη συντριβή αυτών των ‘προφητών του Βάαλ’ για πάντα.»
ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ‘ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΣΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΑ’
Από το 607 μέχρι το 537 π.Χ. οι Εβραίοι ήταν αιχμάλωτοι στην αρχαία Βαβυλώνα. Έτσι και οι αφιερωμένοι λάτρεις του Ιεχωβά χρισμένοι με το άγιο πνεύμα του φέρθηκαν σε αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα και εξορίστηκαν στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην περίοδο 1914-1918. Πόσο σοβαρό ρόλο έπαιξε η αιχμαλωσία τους έγινε αισθητό όταν οι οκτώ πιστοί αδελφοί από τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας φυλακίστηκαν στην Ομοσπονδιακή φυλακή της Ατλάντα στη Τζώρτζια.
Αλλά σε όλη αυτή τη δύσκολη περίοδο ούτε μία φορά δεν διακόπηκε η έκδοση της «Σκοπιάς». Μια διορισμένη εκδοτική επιτροπή συνέχιζε να εκδίδει το περιοδικό κανονικά. Επιπρόσθετα, παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν τότε, η στάση που έδειχναν οι πιστοί Σπουδαστές της Γραφής ήταν υποδειγματική. Ο αδελφός Τ. Τζ. Σάλλιβαν παρατήρησε: «Ήταν προνόμιό μου να επισκεφτώ το Μπέθελ του Μπρούκλυν αργά το καλοκαίρι του 1918 στη διάρκεια της φυλακίσεως των αδελφών. Οι αδελφοί που είχαν την ευθύνη για τη δουλειά στο Μπέθελ δεν είχαν φοβηθεί ούτε αποθαρρυνθεί. Πράγματι το αντίθετο συνέβαινε. Ήταν αισιόδοξοι και είχαν την πεποίθηση ότι ο Ιεχωβά θα έδινε τελικά τη νίκη στο λαό του. Εγώ είχα το προνόμιο να βρίσκομαι στο τραπέζι του πρωινού της Δευτέρας, όταν οι αδελφοί που είχαν σταλθεί στους διορισμούς του Σαββατοκύριακου έκαναν την έκθεσή τους. Η εικόνα που παρουσίαζε η όλη κατάσταση ήταν περίφημη. Σε κάθε περίπτωση οι αδελφοί είχαν την πεποίθηση ότι ο Ιεχωβά θα κατηύθυνε τις παραπέρα ενέργειές τους.»
Είναι ενδιαφέρον ότι κάποιο πρωί, μετά τη δίκη του αδελφού Ρόδερφορδ και των συντρόφων του, ο Ρ. Χ. Μπάρμπερ έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον Ρόδερφορδ που του ζητούσε να έρθει στο Σταθμό της Πενσυλβανίας, όπου οι αδελφοί θα περίμεναν για αρκετές ώρες κάποια ανταπόκριση τραίνου για την Ατλάντα. Ο αδελφός Μπάρμπερ και μερικοί άλλοι έτρεξαν αμέσως στο σταθμό. Εκεί ο αδελφός Ρόδερφορδ είπε ότι αν οι αδελφοί στα κεντρικά γραφεία παρενοχλούνταν πάρα πολύ από την αστυνομία, θα έπρεπε να πουλήσουν το Μπέθελ και τη Σκηνή του Μπρούκλυν για να μετακομίσουν είτε στη Φιλαδέλφεια στο Χάρρισμπουργκ είτε στο Πίτσμπουργκ, εφόσον η Εταιρία Σκοπιά ήταν σωματείο της Πενσυλβανίας. Οι τιμές που προτάθηκαν ήταν 60.000 δολλάρια για το Μπέθελ και 25.000 δολλάρια για τη Σκηνή.
Αλλά ποια τροπή πήραν τα πράγματα; Εκείνοι που είχαν την ευθύνη τότε για την Εταιρία πράγματι αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα. Για παράδειγμα, υπήρχαν ελλείψεις σε χαρτί και σε κάρβουνο. Ο πατριωτισμός είχε φουντώσει και πολλοί θεωρούσαν άπρεπα τους Χριστιανούς μάρτυρες του Ιεχωβά σαν προδότες. Στο Μπρούκλυν υπήρχε μεγάλη έχθρα ενάντια στην Εταιρία και φαινόταν αδύνατο να συνεχιστούν οι εργασίες εκεί. Γι’ αυτό η εκτελεστική επιτροπή που είχε την ευθύνη των κεντρικών γραφείων συσκέφθηκε με άλλους αδελφούς και αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερο να πουλήσουν τη Σκηνή του Μπρούκλυν και να κλείσουν τον οίκο Μπέθελ. Τελικά η Σκηνή πουλήθηκε για 16.000 δολλάρια όπως θυμάται ο Ρ. Χ. Μπάρμπερ. Αργότερα έγιναν όλα τα αναγκαία για να πουληθεί το Μπέθελ στην κυβέρνηση εκτός από τη μεταβίβαση των μετρητών. Αλλά κάτι παρενεβλήθη—η ανακωχή. Έτσι η πώληση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Όμως στις 26 Αυγούστου 1918 είχε αρχίσει η μεταφορά των κεντρικών γραφείων της Εταιρίας από το Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανίας. «Αναπολώντας το παρελθόν», σχολιάζει ο Χάζελ Έρικσον, «βλέπω ότι παρά το γεγονός ότι οι Σπουδαστές της Γραφής είχαν αιφνιδιαστεί με τη φυλάκιση των αδελφών, ποτέ δεν σταμάτησαν να δίνουν μαρτυρία. Απλώς ήταν λιγάκι πιο προσεκτικοί ίσως.» Η αδελφή Χ. Μ. Σ. Ντίξον θυμάται ότι «η πίστη των φίλων παρέμεινε ισχυρή και οι συναθροίσεις γίνονταν τακτικά.» Οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά συνέχισαν να δείχνουν πίστη στο Θεό. Αλήθεια, βρίσκονταν σε σκληρή δοκιμασία λόγω δυσκολιών και διωγμού. Ωστόσο, το άγιο πνεύμα του Θεού βρισκόταν πάνω τους. Αν κατάφερναν μόνο να υπομείνουν, ασφαλώς ο Ύψιστος θα τους έσωζε από τους διώκτες και θα τους απελευθέρωνε από την κατάσταση της αιχμαλωσίας στην Βαβυλώνα!
ΟΙ ΜΗΝΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Στα μέσα του 1918, ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ και οι επτά σύντροφοί του βρέθηκαν στην ομοσπονδιακή φυλακή της Ατλάντα στη Τζώρτζια. Ένα γράμμα που έγραψε ο Α. Χ. Μακμίλλαν στις 30 Αυγούστου 1918 μας πληροφορεί για το τι συνέβαινε πίσω από τους τοίχους της φυλακής. Μερικά μέρη από ένα αντίγραφο που υπέβαλε ο Μέλβιν Π. Σάρτζεντ λέει τα εξής:
«Αναμφίβολα θα ήθελες μερικά λόγια για την κατάστασή μας στη φυλακή. Θα σου πω λίγα πράγματα σε συντομία για τη ζωή μας εδώ. Ο αδελφός Γούντγουωρθ κι εγώ μένουμε στο ίδιο κελί. Τα κελιά μας είναι πολύ καθαρά, αερίζονται καλά και είναι φωτεινά. Είναι γύρω στα 3,5 x 2 x 2,30 μέτρα (10x6x7 πόδια), έχουν από δύο κρεβάτια με αχυρένια στρώματα, δύο σεντόνια, κουβέρτες και μαξιλάρια, δύο καρέκλες, ένα τραπέζι και πολλές καθαρές πετσέτες και σαπούνι. Επίσης έχουμε ένα ντουλάπι όπου κρατάμε τα είδη της καθαριότητάς μας. . .
«Όλοι οι αδελφοί εργάζονται μαζί στο ραφείο. Το δωμάτιο αυτό αερίζεται καλά, φωτίζεται καλά, έχει διαστάσεις 20x13 μέτρα (60x40 πόδια). Ο αδελφός Γούντγουωρθ κι εγώ φτιάχνουμε κουμπότρυπες και ράβουμε τα κουμπιά πάνω στα παντελόνια και στα σακάκια της φυλακής. Οι αδελφοί Βαν Άμπουργκ, Ρόμπινσον, Φίσερ, Μάρτιν και Ρόδερφορδ κάνουν ή μάλλον βοηθούν να γίνουν τα παλτά και τα παντελόνια της φυλακής. Γύρω στους εκατό ανθρώπους συνολικά εργαζόμαστε σ’ αυτό το τμήμα. Από το μέρος που εργάζομαι, μπορώ να δω όλους τους αδελφούς και σε βεβαιώνω ότι είναι ενδιαφέρον να βλέπεις τον αδελφό Βαν Άμπουργκ στη ραπτομηχανή να κάνει ραφές στα μπατζάκια και να ενώνει τα παντελόνια. . . Ο αδελφός Ρόδερφορδ σχεδόν εγκατέλειψε την προσπάθεια ακόμη και να μάθει πώς να συναρμολογεί ένα σακάκι. Δεν νομίζω ότι έχει τελειώσει κανένα ακόμη, παρ’ ότι εργάζεται γύρω στις τρεις εβδομάδες. Όταν τον κοιτάζω, φαίνεται ότι είναι πολυάσχολος, αλλά στην πραγματικότητα φαίνεται ότι του παίρνει πάρα πολύ χρόνο για να περάσει την κλωστή μέσα στη βελόνα. [Ένας φύλακας του φέρθηκε τόσο παράλογα, ώστε ορισμένοι άλλοι φυλακισμένοι πήραν το σακάκι και το έφτιαξαν εκείνοι. Τελικά, ο αδελφός Ρόδερφορδ μεταφέρθηκε σ’ ένα τόπο όπου μοιάζει να είναι περισσότερο στο ‘σπίτι του’—στη βιβλιοθήκη.]. . .
«Το πρώτο πράγμα που κάνουμε όταν φτάνουμε στα κελιά μας μετά το δείπνο, είναι να διαβάσουμε τις απογευματινές εφημερίδες. Μετά, για μια ώρα ακόμη, από τις έξι μέχρι τις επτά, όποιος θέλει μπορεί να παίξει οποιοδήποτε μουσικό όργανο έχει. Τι μεγάλη ποικιλία! Νομίζω ότι παίζουν όλα τα όργανα που υπάρχουν εκτός από την εβραϊκή άρπα και σκέφτομαι να αγοράσω μια τέτοια, καθώς αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορώ να παίζω εκτός από την άρπα με τις δέκα χορδές. Στη διάρκεια αυτού που ο αδελφός Γούντγουωρθ ονομάζει ‘η Κόλαση του Δάντη’, παίζουμε ντόμινο. Μετά απ’ αυτό διαβάζουμε τις «Αυγές» ή την Αγία Γραφή μέχρι να πέσουμε στο κρεβάτι, στις 10.10΄ το βράδυ, που σβήνουν τα φώτα. Την επόμενη μέρα κάνουμε τα ίδια πράγματα κι έτσι περνά η εβδομάδα μέχρι το Σάββατο. Το Σάββατο το απόγευμα όλοι οι φυλακισμένοι πηγαίνουν στην αυλή. Εκεί γίνεται ένα παιχνίδι μπαίηζ μπωλ, το οποίο παίζεται καλά, γιατί οι άνδρες το αγαπούν πολύ. Συνήθως περνάω το απόγευμα παίζοντας τέννις. Οι άλλοι αδελφοί περπατούν και συζητούν. Οι διάφορες τάξεις ανθρώπων συγκεντρώνονται σε μικρές ομάδες: οι αναρχικοί, οι σοσιαλιστές, οι πλαστογράφοι, οι λαθρέμποροι οινοπνευματωδών ποτών, οι Γερμανόφιλοι, οι ταμίες των τραπεζών, οι δικηγόροι, οι ναρκομανείς, οι γιατροί, οι ληστές τραίνων, οι διαρρήκτες, οι θρησκευτικοί λειτουργοί (από τους οποίους υπάρχει πολύ μεγάλος αριθμός) κλπ., κλπ., κλπ. Η μπάντα της φυλακής παίζει διάφορες επιλογές κατά τη διάρκεια του απογεύματος.»
Οι οκτώ φυλακισμένοι Σπουδαστές της Γραφής είχαν την ευκαιρία να κηρύξουν τα αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού στους άλλους φυλακισμένους. Όλοι οι φυλακισμένοι έπρεπε να παρακολουθούν τη λειτουργία στο παρεκκλήσι την Κυριακή το πρωί και εκείνοι που επιθυμούσαν μπορούσαν να παραμείνουν για το Κατηχητικό. Οι οκτώ αδελφοί σχημάτισαν μια τάξη για μελέτη και συντροφιά. Με τον καιρό και άλλοι φυλακισμένοι ενώθηκαν μαζί τους και οι αδελφοί δίδασκαν την τάξη με τη σειρά. Ορισμένοι από τους αξιωματούχους της φυλακής επίσης έρχονταν κοντά για να ακούσουν. Το ενδιαφέρον αυξήθηκε μέχρι που 90 άτομα παρακολουθούσαν την τάξη.
Η μεταμορφωτική δύναμη της αλήθειας του Θεού είχε βαθιά επίδραση σε ορισμένους από τους φυλακισμένους. Για παράδειγμα, ένας απ’ αυτούς παρατήρησε: «Είμαι 72 ετών και έπρεπε να βρεθώ πίσω από τα σίδερα της φυλακής για ν’ ακούσω την αλήθεια. Γι’ αυτό είμαι ευτυχισμένος που στάλθηκα στη φυλακή. Για 57 χρόνια έκανα ερωτήσεις στους ιερείς και ποτέ δεν μπορούσα να λάβω ικανοποιητικές απαντήσεις. Κάθε ερώτηση που έκανα στους ανθρώπους αυτούς [στους φυλακισμένους Σπουδαστές της Γραφής] απαντήθηκε ικανοποιητικά.»
Η Ισπανική γρίπη τότε μαινόταν και αυτό έφερε και το τέλος των Κυριακάτικων τάξεων. Ωστόσο, ακριβώς προτού απελευθερωθούν οι οκτώ Σπουδαστές της Γραφής από την ομοσπονδιακή φυλακή της Ατλάντα, όλες οι ομάδες που είχαμε διδάξει παρέμεναν ενωμένες και ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ μίλησε σε κείνους που συγκεντρώθηκαν γύρω στα 45 λεπτά. Ορισμένοι αξιωματούχοι ήταν παρόντες και πολλοί από τους φυλακισμένους αναλύθηκαν σε δάκρυα χαράς με την ελπίδα της ελευθερίας που θα ερχόταν για το ανθρώπινο γένος κάτω από την κυβέρνηση της Βασιλείας. Όταν απελευθερώθηκαν, οι Σπουδαστές της Γραφής άφησαν στη φυλακή μια μικρή ομάδα που παρέμενε πιστή.
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
Η ανακωχή υπογράφηκε στις 11 Νοεμβρίου 1918 και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έφτασε στο τέλος του. Αλλά οι οκτώ Σπουδαστές της Γραφής βρίσκονταν ακόμη στη φυλακή. Βρίσκονταν ακόμη εκεί τον καιρό που οι αδελφοί τους συγκροτούσαν συνέλευση στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβανίας από τις 2-5 Ιανουαρίου 1919. Η συνέλευση αυτή συνδυάστηκε με τη βαρυσήμαντη ετήσια συνέλευση της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά το Σάββατο 4 Ιανουαρίου 1919.
Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ κατάλαβε ότι, στη συνέλευση αυτή του σωματείου, οι εναντιούμενοι μέσα στην οργάνωση θα προσπαθούσαν να αντικαταστήσουν αυτόν και τους άλλους αξιωματούχους της Εταιρίας με ανθρώπους της δικής τους εκλογής. Το Σάββατο εκείνο, 4 Ιανουαρίου, ο Α. Χ. Μακμίλλαν έπαιζε στην αυλή της φυλακής τέννις. Ο Ρόδερφορδ τον πλησίασε και, σύμφωνα με την αφήγηση του Μακμίλλαν, η συνομιλία τους ήταν η εξής:
«Ο Ρόδερφορδ είπε, ‘Μακ, θέλω να σου μιλήσω.’
«‘Για ποιο πράγμα θες να μιλήσουμε;’
«‘Θέλω να σου μιλήσω γι’ αυτά που θα γίνουν στο Πίτσμπουργκ.’
«‘Θέλω να τελειώσω αυτή εδώ την παρτίδα.’
«‘Δεν σε ενδιαφέρουν αυτά που θα γίνουν; Δεν ξέρεις ότι σήμερα είναι η μέρα εκλογής των αξιωματούχων; Θα μπορούσαν να σε αγνοήσουν και να σε καταψηφίσουν και εμείς θα μείνουμε εδώ για πάντα.’
«‛Αδελφέ Ρόδερφορδ’, είπα, ‘επίτρεψέ μου να σου πω κάτι το οποίο ίσως δεν έχεις σκεφτεί. Αυτή είναι η πρώτη φορά από τότε που η Εταιρία έγινε σωματείο, στην οποία ο Ιεχωβά ο Θεός θα μπορούσε να κάνει φανερό ποιον θέλει να έχει για πρόεδρο’.
«‘Τι εννοείς με αυτό;’
«‘Εννοώ ότι ο αδελφός Ρώσσελ είχε την ψήφο ελέγχου και διόριζε τους διάφορους αξιωματούχους. Τώρα με εμάς φαινομενικά έξω από την επιτροπή το πράγμα είναι διαφορετικό. Αλλά εάν βγαίναμε έγκαιρα για να πάμε στη συνέλευση σ’ εκείνο εκεί το κτίριο, μπαίναμε εκεί και γινόμαστε δεκτοί να αναλάβουμε την θέση του αδελφού Ρώσσελ με την ίδια τιμή που απολάμβανε κι εκείνος, τότε το πράγμα θα φαινόταν σαν να ήταν έργο ανθρώπου, όχι του Θεού.’
«Ο Ρόδερφορδ απλώς με κοίταξε σκεπτικός και έφυγε.»
Εκείνη η μέρα ήταν επεισοδιακή στο Πίτσμπουργκ. «Όταν έφτασε η ώρα για την συνέλευση μέσα στο κτίριο, υπήρχε πολύ μεγάλη ένταση,» αναπολεί η Μαίρη Χάνναν. «Παρατηρούσαμε ότι ορισμένοι από τους εναντιουμένους ήταν παρόντες, ελπίζοντας να τοποθετήσουν τους ανθρώπους τους στα αξιώματα.»
Διαβάστηκε στο ακροατήριο ένα γράμμα από τον αδελφό Ρόδερφορδ. Σ’ αυτό έστελνε την αγάπη και τους χαιρετισμούς του σε όλους και προειδοποιούσε ενάντια στα κύρια όπλα του Σατανά, την περηφάνεια, τη φιλοδοξία και το φόβο. Δείχνοντας την επιθυμία να υποταχθεί στο θέλημα του Ιεχωβά, ταπεινά πρότεινε κατάλληλους ανθρώπους για την περίπτωση που θα εκλέγονταν άλλοι αξιωματούχοι στην Εταιρία.
Η συζήτηση συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, όταν ο αδελφός Ε. Ντ. Σέξτον σηκώθηκε και είπε:
«Μόλις έφτασα. Το τραίνο μου καθυστέρησε 48 ώρες παγιδευμένο από χιονοστιβάδα. Έχω κάτι να σας πω και, για να ξαλαφρώσω, θα ήταν καλύτερο να το πω τώρα. Αγαπητοί μου αδελφοί, ήρθα εδώ, όπως και οι περισσότεροι από σας, με διάφορες ιδέες στο μυαλό μου—τα υπέρ και τα κατά. Θα μπορούσαμε να πούμε, με όλο τον οφειλόμενο σεβασμό για τους νομικούς φίλους μας, ότι μίλησα και σε μερικούς δικηγόρους. Νομίζω ότι οι δικηγόροι μοιάζουν πάρα πολύ με τους γιατρούς. Πολλές φορές διαφωνούν μεταξύ τους. Αλλά υποθέτω ότι αυτά που θα πω εγώ βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία με κείνα που είπαν κι εκείνοι. Δεν υπάρχει κανένα νομικό εμπόδιο στο δρόμο μας. Εάν θέλουμε να ξαναεκλέξουμε τους αδελφούς μας που βρίσκονται φυλακισμένοι σε οποιοδήποτε αξίωμα, μπορούν να το αναλάβουν. Δεν βλέπω, ούτε και βρίσκω από τις νομικές συμβουλές που μας έχουν δώσει μέχρι τώρα, με ποιον τρόπο η εκλογή αυτή τυπικά ή ουσιαστικά έχει να κάνει οτιδήποτε με το γεγονός ότι δικάστηκαν από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο ενώπιον ακροατηρίου.
«Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που μπορούμε να κάνουμε στον αγαπητό μας αδελφό Ρόδερφορδ θα ήταν να τον ξαναεκλέξουμε σαν πρόεδρο της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά. Δεν νομίζω ότι υπάρχει καμιά αμφιβολία στο κοινό ότι εμείς υποστηρίζουμε αυτή την πρόταση. Εάν οι αδελφοί μας με οποιονδήποτε τρόπο είχαν παραβιάσει την τεχνική λεπτομέρεια σε κάποιο νόμο που δεν είχαν καταλάβει, εμείς γνωρίζουμε ότι τα κίνητρά τους είναι καλά. Και ενώπιον του Παντοδύναμου Θεού δεν έχουν παραβιάσει κανένα νόμο Θεού ή ανθρώπου. Θα εκδηλώναμε την πιο μεγάλη εμπιστοσύνη αν θα ξαναεκλέγαμε τον αδελφό Ρόδερφορδ σαν πρόεδρο του Συλλόγου.
«Δεν είμαι δικηγόρος, αλλά όταν το θέμα φτάσει στη νομιμότητα της εκλογής γνωρίζω κάτι για το νόμο της οσιότητας. Η οσιότητα είναι αυτό που απαιτεί ο Θεός. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα μπορούσαμε να εκδηλώσουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη παρά να προχωρήσουμε στις εκλογές και μάλιστα στην επανεκλογή του αδελφού Ρόδερφορδ σαν προέδρου.»
Υποβλήθηκαν υποψηφιότητες, έγινε η ψηφοφορία και ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ εκλέχτηκε πρόεδρος, ο Σ. Α. Γουάιζ αντιπρόεδρος και ο Ου. Ε. Βαν Άμπουργκ γραμματέας-ταμίας. Αναπολώντας το παρελθόν η Άννα Κ. Γκάρντνερ παρατηρεί: «Ήταν διάχυτη πολύ μεγάλη χαρά μετά τη συνέλευση εκείνη, που βλέπαμε την ορατή καθοδήγηση του Ιεχωβά στο λαό του.»
Το σκηνικό αλλάζει στην ομοσπονδιακή φυλακή της Ατλάντα. Είναι Κυριακή 5 Ιανουαρίου 1919. Ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ χτυπάει τον τοίχο του κελιού του αδελφού Μακμίλλαν και λέει: «Βγάλε έξω το χέρι σου.» Μόλις το βγάζει έξω, βάζει στο χέρι του Μακμίλλαν ένα τηλεγράφημα. Είναι μήνυμα; Ο Ρόδερφορδ έχει ξαναεκλεγεί πρόεδρος. Αργότερα την ίδια μέρα ο αδελφός Ρόδερφορδ είπε στον Α. Χ. Μακμίλλαν: «Θέλω κάτι να σου πω. Έκανες μια παρατήρηση χθες η οποία γυρνάει ξανά και ξανά μέσ’ στο μυαλό μου. Ότι, αν εμείς ήμαστε εκεί, στη θέση του αδελφού Ρώσσελ, θα είχαμε επηρεάσει τις εκλογές εάν είχαμε πάει στο Πίτσμπουργκ και ο Κύριος δεν θα είχε την ευκαιρία να δείξει ποιον ήθελε. Γι’ αυτό, αδελφέ, εάν ποτέ βγω από ‘δω, με τη χάρη του Θεού θα συντρίψω όλη αυτή την απόδοση λατρείας στα πλάσματα. Κάτι ακόμη περισσότερο, θα αναλάβω το σπαθί της αλήθειας και θα ξεσκίσω τα σωθικά της πανάρχαιας Βαβυλώνας. Τα κατάφεραν και μας έβαλαν εδώ μέσα, αλλά θα ξαναβγούμε έξω.» Ο Ρόδερφορδ το εννοούσε αυτό. Από τότε που απελευθερώθηκε μέχρι το θάνατό του στις αρχές του 1942, συνέχισε να εκπληρώνει την υπόσχεσή του αυτή, ξεσκεπάζοντας δημόσια την πονηρία της ψεύτικης θρησκείας.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΝΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΕΙ Η ΑΠΟΛΥΣΗ
Τον Φεβρουάριο του 1919 άρχισε πανεθνική υποκίνηση από ορισμένες εφημερίδες για την απόλυση του Ι. Φ. Ρόδερφορδ και των φυλακισμένων συντρόφων του. Χιλιάδες επιστολές γράφτηκαν από τους Σπουδαστές της Γραφής στους εκδότες εφημερίδων, στους βουλευτές, στους γερουσιαστές και στους κυβερνήτες, ζητώντας να ενεργήσουν υπέρ των οκτώ φυλακισμένων Χριστιανών. Πολλοί που έλαβαν τις αιτήσεις αυτές εκφράστηκαν ευνοϊκά για την απελευθέρωση και έδειξαν ότι θα κάνουν κάτι για να βοηθήσουν.
Για παράδειγμα, ένα γράμμα από τον Γερουσιαστή Ε. Ου. Σώντερς της Βιρτζίνια έλεγε: «Έλαβα το γράμμα σας σχετικά με την υπόθεση των Σπουδαστών της Γραφής, οι οποίοι τώρα βρίσκονται σε περιορισμό στην Ατλάντα. Θέλω να σας πω ότι είμαι υπέρ της απελευθερώσεως των ανθρώπων αυτών και θα είμαι πολύ ευτυχής να συστήσω την απόλυσή τους. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι εγκληματίες με τη συνηθισμένη έννοια του όρου, παρ’ ότι βρέθηκαν ένοχοι τεχνικής παραβιάσεως του νόμου. Ωστόσο ο πόλεμος τώρα έχει τελειώσει και θα πρέπει να προσπαθήσουμε να εξαλείψουμε τις συνέπειές του το συντομότερο δυνατόν.» Και ο Δήμαρχος Χένρυ Ου Κίηλ του Σαιντ Λούις από το Μιζούρι έγραψε στον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Γούντροου Ουίλσον: «Επιτρέψτε μου να προσθέσω και την προσωπική μου αίτηση σε κείνες που ήδη λάβατε και που ζητούν να απολυθούν με εγγύηση οι κύριοι Ροδερφορδ και οι άλλοι του Διεθνούς Συλλόγου των Σπουδαστών της Γραφής μέχρις ότου εκδοθεί τελική απόφαση για την υπόθεσή τους από τα ανώτερα δικαστήρια και, αν είναι δυνατόν, να χορηγηθεί χάρη για τις περιπτώσεις αυτές.»
Τον Μάρτιο του 1919 έγινε μια νέα προσπάθεια για να εξασφαλιστεί η απελευθέρωση του αδελφού Ροδερφορδ και των συντρόφων του. Κυκλοφόρησε μια αίτηση σ’ όλο το έθνος και, σε σύντομο χρονικό διάστημα, είχαν μαζευτεί 700.000 υπογραφές. Η αίτηση αυτή ήταν η μεγαλύτερη του καιρού της. Δεν παρουσιάστηκε όμως ποτέ ούτε στον πρόεδρο Ουίλσον ούτε στην κυβέρνηση, διότι είχαν ήδη γίνει ενέργειες για την απελευθέρωση των οκτώ Σπουδαστών της Γραφής. Παρ’ όλα αυτά, η αίτηση αυτή χρησίμευσε σαν σπουδαία μαρτυρία.
Αναφορικά με το έργο που έγινε με την αίτηση αυτή, η αδελφή Άρθουρ Α. Κλάους λέει: «Βεβαίως είχαμε κάθε είδους εμπειρίες. Άλλοι υπογράφανε ευχαρίστως και τους δίναμε μαρτυρία, ενώ άλλοι ήταν εχθρικοί και έλεγαν, ‘Να μείνουν εκεί και να σαπίσουν.’ Συνήθως το έργο αυτό ήταν ταπεινωτικό, αλλά αισθανόμασταν το πνεύμα του Ιεχωβά να μας κατευθύνει· γι’ αυτό το απολαμβάναμε και το συνεχίσαμε μέχρι τέλους.»
ΑΠΟΛΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Στις 2 Μαρτίου 1919, ο δικαστής της δίκης, Ομοσπονδιακός Περιφερειακός Δικαστής Χάρλαντ Μπ. Χάου, έστειλε τηλεγράφημα στο Γενικό Εισαγγελέα Γκρέγκορυ στην Ουάσινγκτον, συνιστώντας την «άμεση μετατροπή» των ποινών που είχαν επιβληθεί στους οκτώ φυλακισμένους Σπουδαστές της Γραφής. Ο Γκρέγκορυ είχε στείλει στον Χάου ένα τηλεγράφημα που του ζητούσε να προβεί σ’ αυτή την ενέργεια. Φαίνεται ότι αυτή η ενέργεια είχε γίνει, γιατί οι φυλακισμένοι αδελφοί είχαν κάνει έφεση και ούτε ο γενικός Εισαγγελέας ούτε ο Χάου επιθυμούσαν να φτάσει αυτή η δίκη σε ανώτερα δικαστήρια. (Οι οκτώ αδελφοί βρίσκονταν μέσα στη φυλακή, ενώ εκκρεμούσε η έφεσή τους, αποκλειστικά και μόνο επειδή ο δικαστής Χάου και αργότερα ο δικαστής Μάντον είχαν αρνηθεί την αποφυλάκιση με εγγύηση.) Είναι ενδιαφέρουσα επίσης η επιστολή με ημερομηνία 3 Μαρτίου 1919 που έστειλε ο δικαστής Χάου στον γενικό εισαγγελέα. Αυτή έγραφε:
«Προς τον αξιότιμο Γενικό Εισαγγελέα,
«Ουάσινγκτον, Ντ. Σ.
«Κύριε:
«Απαντώντας στο τηλεγράφημά σας της 1ης τρέχοντος, σας τηλεγράφησα σήμερα το απόγευμα ως εξής:
«‘Συνιστούμε την άμεση μετατροπή της ποινής του Ιωσήφ Ροδερφορδ, Ουίλιαμ Ε. Βαν Άμπουργκ, Ρόμπερτ Τζ. Μάρτιν, Φρεντ Χ. Ρόμπινσον, Τζωρτζ Χ. Φίσερ, Κλάυτον Τζ. Γούντγουωρθ, Τζιοβάννι ΝτεΤσέκκα, Α. Χιου Μακμίλλαν. Αυτοί ήταν όλοι κατηγορούμενοι στην ίδια υπόθεση στην Ανατολική Περιφέρεια της Νέας Υόρκης. Η θέση μου είναι να δείξουμε επιείκεια τώρα που ο πόλεμος τέλειωσε. Αυτοί προξένησαν μεγάλη βλάβη κηρύττοντας και δημοσιεύοντας τα θρησκευτικά τους δόγματα.
«Είχε επιβληθεί τότε η αυστηρή ποινή των είκοσι ετών σε όλους τους κατηγορουμένους εκτός από τον ΝτεΤσέκκα. Η δική του ποινή ήταν δέκα χρόνια. Ο κύριος σκοπός μου ήταν να τους κάνω παράδειγμα για να προειδοποιηθούν οι άλλοι και πίστευα ότι ο Πρόεδρος θα τους απελευθέρωνε αμέσως μετά το τέλος του πολέμου. Όπως έγραψα στο τηλεγράφημά μου, αυτοί προξένησαν μεγάλη βλάβη και θα μπορούσε σωστά να υποστηριχθεί ότι δεν θα έπρεπε να απελευθερωθούν τόσο γρήγορα, αλλά καθώς δεν μπορούν να προξενήσουν πια βλάβη, συστήνω να δειχτεί τόση επιείκεια όση αυστηρότητα έδειξα όταν τους επέβαλα την ποινή. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ειλικρινείς, αν όχι όλοι, και δεν συνιστώ να μείνουν τα άτομα αυτά σε περιορισμό αφού η ευκαιρία που είχαν για να προξενήσουν φασαρίες έχει παρέλθει πια. Η περίπτωση τους δεν έχει εκδικαστεί ακόμη από το Περιφερειακό Εφετείο.
«Με σεβασμό,
(υπογραφή) ΧΑΡΛΑΝΤ ΜΠ. ΧΑΟΥ,
Περιφερειακός Δικαστής των Ηνωμένων Πολιτειών.»
Στις 21 Μαρτίου 1919, ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. Λιούις Ντ. Μπράντις διέταξε την αποφυλάκιση των οκτώ φυλακισμένων αδελφών και όρισε να τους δοθεί το δικαίωμα για έφεση στις 14 Απριλίου του ίδιου έτους. Απολύθηκαν αμέσως και την Πέμπτη 25 Μαρτίου έφυγαν από τη φυλακή της Ατλάντα με το τραίνο. Πίσω στο Μπρούκλυν στις 26 Μαρτίου 1919 οι ομοσπονδιακές αρχές άφησαν ελεύθερους τους αδελφούς με εγγύηση 10.000 δολλ. για τον καθένα, ενώ εκκρεμούσε η επόμενη δίκη τους.
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ!
«Έγινε μεγάλη χαρά ανάμεσα στους αδελφούς όταν ειδοποιήθηκαν για την απελευθέρωσή τους και όλοι ήταν παρόντες για να τους καλωσορίσουν», ξαναθυμάται ο Λιούις Πάας, προσθέτοντας: «Αμέσως κανονίστηκε ένα μεγάλο συμπόσιο στο Μπέθελ στο Μπρούκλυν. Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου πήγε στο Μπρούκλυν για να βοηθήσει να ετοιμαστούν οι χώροι και να συμμετάσχει στη χαρά τους για το καλωσόρισμα των αδελφών πίσω.»
Τι ευτυχισμένη περίσταση! Η Μέημπελ Χάσλετ γράφει: «Θυμάμαι ότι είχα κάνει εκατό λουκουμάδες που αρέσανε πάρα πολύ στους αδελφούς. . . νομίζω πως βλέπω ακόμη τον αδελφό Ρόδερφορδ να προσπαθεί να τους φτάσει. Ήταν μια αξέχαστη ευκαιρία καθώς αυτός και οι άλλοι διηγούνταν τις εμπειρίες τους. Επίσης θυμάμαι τον κοντούλη αδελφό ΝτεΤσέκκα, που στεκόταν πάνω σε μια καρέκλα, ώστε να μπορούν να τον βλέπουν και να τον ακούνε όλοι.» Ο Τζιούστο Μπαταίνο παρατηρεί: «Είχε ετοιμαστεί γεύμα με κοτόπουλο και ήμαστε τόσο πολλοί ώστε έπρεπε να στεκόμαστε όρθιοι για να φάμε. Μετά τι συγκίνηση ήταν ν’ ακούς τις πείρες των αδελφών!. . . Ένα από τα πράγματα που είπε ο αδελφός ΝτεΤσέκκα ήταν, ‘Αδελφοί, όσο μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες, τόσο μεγαλύτερη είναι η ευλογία.’ Και αληθινά, έβλεπα τις πλούσιες ευλογίες του Ιεχωβά πάνω στο λαό Του.»
Το απόγευμα της 1 Απριλίου 1919 έγινε μια άλλη συνεστίαση για τους απελευθερωμένους αδελφούς από το προσωπικό του γραφείου της Σκοπιάς στο Ξενοδοχείο Τσάταμ στο Πίτσμπουργκ. Ο Τ. Τζ. Σάλλιβαν παρατηρεί: «Η χαρά που ήρθε πάνω στο λαό του Ιεχωβά με την απόλυση των αδελφών μας από τις Ομοσπονδιακές Φυλακές της Ατλάντα, την Πέμπτη 25 Μαρτίου 1919, δεν είχε τελειωμό. . . Η αφοσίωσή τους στον Ιεχωβά φανερώθηκε ακόμη μια φορά από το γεγονός ότι αμέσως ρίχτηκαν στη δουλειά για να εξαγγείλουν στο λαό του Θεού παντού μέσω της συνελεύσεως στο Σήνταρ Πόιντ το 1919 την απελευθέρωση που έφερε ο Ιεχωβά.»
ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗ
Η περίπτωση των οκτώ Σπουδαστών της Γραφής επρόκειτο να εκδικαστεί στο εφετείο στις 14 Απριλίου 1919. Έτσι και έγινε μπροστά στο Ομοσπονδιακό Δεύτερο Περιφερειακό Εφετείο της πόλεως της Νέας Υόρκης. Στις 14 Μαΐου 1919 οι άστοχες κατηγορίες αναιρέθηκαν. Τότε προεδρεύοντες ήταν οι Δικαστές Γουόρντ, Ρότζερς και Μάντον. Ο δικαστής Γουόρντ είπε στο σκεπτικό του όταν ζήτησε την αναθεώρηση της δίκης: «Οι κατηγορούμενοι της περιπτώσεως αυτής δεν είχαν τη μετριοπαθή και αμερόληπτη δίκη την οποία είχαν δικαίωμα να έχουν και για το λόγο αυτόν η καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται.»
Ο Δικαστής Μάρτιν Τ. Μάντον διαφώνησε. Την 1 Ιουλίου 1918, ο Καθολικός αυτός δικαστής χωρίς καμιά δικαιολογία είχε αρνηθεί την αποφυλάκιση με εγγύηση στον Ρόδερφορδ και στους συγκατηγορουμένους του, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα την άδικη εννιάμηνη φυλάκισή τους, ενώ εκκρεμούσε η έφεσή τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Πάπας Πίος ΙΑ΄ αργότερα έκανε τον Δικαστή Μάντον «Ιππότη της τάξεως του Αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου». Τελικά όμως η περιφρόνηση του Μάντον προς τη δικαιοσύνη αποκαλύφθηκε. Στις 3 Ιουνίου 1939 καταδικάστηκε στη μέγιστη ποινή της φυλακίσεως των δύο ετών και σε πρόστιμο 10.000 δολλαρίων για επαίσχυντη κατάχρηση της ιδιότητάς του σαν Ομοσπονδιακού Δικαστή, επειδή δωροδοκήθηκε με το ποσόν των 186.000 δολλαρίων για έξι αποφάσεις.
Η αναθεώρηση των εσφαλμένων κατηγοριών των οκτώ Σπουδαστών της Γραφής στις 14 Μαΐου 1919 σήμαινε ότι ήταν ελεύθεροι εκτός κι αν η κυβέρνηση ήθελε να προσβάλει την απόφαση. Αλλά ο πόλεμος είχε τελειώσει και οι αρχές αντιλαμβάνονταν ότι με βάση τα γεγονότα θα ήταν αδύνατη μια νέα καταδίκη. Γι’ αυτό σε δημόσια συνεδρίαση στο Μπρούκλυν στις 5 Μαΐου 1920, ο δικηγόρος της κυβερνήσεως ανακοίνωσε ότι απέσυρε τη δίωξη. Οι κατηγορίες αποσύρθηκαν με πράξη παραιτήσεως από την αγωγή. Έτσι λοιπόν και οι οκτώ αυτοί Χριστιανοί απαλλάχθηκαν από κάθε παράνομη δίωξη.
Η αναίρεση της αποφάσεως και η απόρριψη του κατηγορητηρίου σήμαινε ότι ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ και οι επτά σύντροφοί του είχαν απαλλαχθεί ολοκληρωτικά. Ορισμένοι άνθρωποι αποκάλεσαν αργότερα το δικαστή Ρόδερφορδ «πρώην κατάδικο», αλλά αυτό ήταν απολύτως αβάσιμο. Η δικαστική απόφαση της 14ης Μαΐου 1919 απέδειξε οριστικά ότι αυτός και οι σύντροφοί του είχαν φυλακιστεί με βάση μια παράνομη καταδίκη. Το γεγονός ότι ο αδελφός Ρόδερφορδ δεν θεωρείτο σαν πρώην κατάδικος αποδεικνύεται κατηγορηματικά από το γεγονός ότι αργότερα αυτός δικηγόρησε μπροστά στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, πράγμα που είναι αδύνατον για έναν πρώην κατάδικο. Είκοσι χρόνια μετά την άδικη φυλάκισή του, δηλαδή το φθινόπωρο του 1939, οι εννιά δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου άκουσαν την αγόρευση του Ρόδερφορδ στην υπόθεση «Σνάιντερ» εναντίον «Νέας Ιερσέης». Το δικαστήριο με ψήφους οκτώ έναντι μιας αποφάσισε υπέρ της πελάτισσας του Ρόδερφορδ, της Κλάρας Σνάιντερ, μιας Χριστιανής μάρτυρος του Ιεχωβά.
Στα κρίσιμα χρόνια 1918 και 1919 ο λαός του Ιεχωβά αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού τις άντεξε. (Ρωμ. 5:3-5) Ο Σατανάς, με διάφορα μέσα, δεν κατάφερε να κλείσει τα χείλια εκείνων που αινούσαν τον Θεό. Πόσο ταιριαστό ήταν το εδάφιο του έτους 1919 για τους Σπουδαστές της Γραφής: «Ουδέν όπλον κατασκευασθέν εναντίον σου θέλει ευοδωθή. . . Αυτή είναι η κληρονομιά των δούλων του Κυρίου.»—Ησαΐας 54:17.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΠΟΨΗ
Μετά την περίοδο των δοκιμασιών 1917-1919 ο λαός του Ιεχωβά άρχισε να ελέγχει αυστηρά τον εαυτό του. Συνειδητοποιώντας ότι είχε ενεργήσει με τρόπους οι οποίοι δεν είχαν την επιδοκιμασία του Θεού, ζήτησε συγνώμη με προσευχή και μετάνιωσε για την παλαιότερη πορεία. Αυτό οδήγησε στη συγχώρηση και στην ευλογία του Ιεχωβά.—Παρ. 28:13.
Ένας από τους συμβιβασμούς ήταν η περικοπή των σελίδων από «Το Τετελεσμένον Μυστήριον», για να ευχαριστήσουν τους λογοκριτές. Ένας άλλος συμβιβασμός έγινε όταν η «Σκοπιά» της 1 Ιουνίου 1918 ανέφερε: «Σύμφωνα με την απόφαση του Κογκρέσσου της 2 Απριλίου και με την εξαγγελία του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της 11ης Μαΐου προτείνεται ο λαός του Κυρίου, οπουδήποτε κι αν είναι, να κάνει την 30ή Μαΐου ημέρα προσευχής και δεήσεως.» Τα σχόλια μετά τη δήλωση αυτή εγκωμίαζαν τις Ηνωμένες Πολιτείες και δεν βρίσκονταν σε αρμονία με τη Χριστιανική θέση της ουδετερότητας.—Ιωάννης 15:19· Ιακώβου 4:4.
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκαν ερωτήματα ανάμεσα στους Σπουδαστές της Γραφής ως προς τη θέση που θα έπρεπε να πάρουν αναφορικά με τη στρατιωτική υπηρεσία. Ορισμένοι αρνούνταν να συμμετάσχουν σ’ αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, ενώ άλλοι δέχονταν τη μη μάχιμη υπηρεσία. Συναφή ερωτήματα δημιουργήθηκαν ως προς το αν θα έπρεπε να αγοραστούν πολεμικά ομόλογα και γραμματόσημα. Εάν κάποιος δεν τα αγόραζε μπορούσε να διωχθεί, ακόμη και να υποστεί άγρια κακομεταχείριση. Όταν οι δούλοι του Ιεχωβά έρχονται αντιμέτωποι σήμερα με οποιοδήποτε από τα προγράμματα και από τη δραστηριότητα των εθνών, ενεργούν σε αρμονία με τις Γραφικές αυτές αρχές όπως αυτή που ανέφερε ο Ησαΐας στο 2:2-4, που τελειώνει με τα εξής λόγια: «Και θέλουσι σφυρηλατήσει τας μαχαίρας αυτών διά υνία και τας λόγχας αυτών διά δρέπανα· δεν θέλει σηκώσει μάχαιραν έθνος εναντίον έθνους, ουδέ θέλουσι μάθει πλέον τον πόλεμον.»
Μια νέα άποψη. Να τι είχε ο λαός του Ιεχωβά όταν έμπαινε στη δεκαετία του 1920. Είχαν περάσει μέσα από δύσκολα χρόνια, αλλά οι χρισμένοι ακόλουθοι του Χριστού, οι συμβολικοί «δύο μάρτυρες», ήταν ξανά πνευματικά ζωντανοί και έτοιμοι για δράση. Πού οδήγησε αυτό; Τι συνέβη στους μήνες που ακολούθησαν αμέσως μετά την απελευθέρωση του αδελφού Ρόδερφορδ και των επτά συντρόφων του από τη φυλακή;
ΜΙΑ ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΗ ΔΟΚΙΜΗ
Όταν ο Ρόδερφορδ απελευθερώθηκε από τη φυλακή, υπήρχε ένα μεγάλο ερώτημα στο μυαλό του: Πόσο ακριβώς ενδιαφέρον υπάρχει για το άγγελμα της Βασιλείας; Ήταν ένας άρρωστος άνθρωπος που θα μπορούσε λογικά να περιμένει κανείς ότι θα ενδιαφερόταν πρωταρχικά για την υγεία του, αλλά έπρεπε πρώτα να απαντήσει στο σημαντικό αυτό ερώτημα.
Πράγματι στους μήνες της φυλακίσεως του στις Ομοσπονδιακές φυλακές της Ατλάντα οι αδελφοί Ρόδερφορδ και Βαν Άμπουργκ μοιράζονταν ένα κελί που δεν είχε καθόλου εξαερισμό γιατί είχε χαλάσει ο εξαεριστήρας. Ανήμποροι να πάρουν το απαραίτητο οξυγόνο, ο οργανισμός τους είχε γεμίσει με δηλητήρια. Ενώ ο Ρόδερφορδ ήταν φυλακισμένος, αναπτύχθηκε μια πνευμονική κατάσταση η οποία του έμεινε για το υπόλοιπο της επίγειας ζωής του. Αμέσως μετά την απελευθέρωσή του έπαθε πνευμονία. Ο αδελφός Ρόδερφορδ αρρώστησε τόσο πολύ, ώστε δεν ήταν βέβαιο αν θα ζούσε. Για λόγους υγείας και χάρη στο γεγονός ότι η οικογένειά του βρισκόταν στην Καλιφόρνια, πήγε εκεί.
Προσπαθώντας να καθορίσει ακριβώς πόσο ενδιαφέρον υπήρχε πραγματικά για το άγγελμα της Βασιλείας, ο αδελφός Ρόδερφορδ κανόνισε να γίνει μια δημόσια συγκέντρωση στην αίθουσα Κλουν του Λος Άντζελες την Κυριακή 4 Μαΐου 1919. Στις εκτεταμένες διαφημίσεις στις εφημερίδες υποσχέθηκε να εξηγήσει στην ομιλία αυτή γιατί ακριβώς οι αξιωματούχοι της Εταιρίας Σκοπιά είχαν καταδικαστεί παράνομα.
Ο τοπικός κλήρος νόμιζε ότι οι Σπουδαστές της Γραφής και η Εταιρία είχαν σβήσει και ότι κανείς δεν θα ερχόταν ν’ ακούσει τη διαφημιζόμενη ομιλία «Η Ελπίδα για την Καταθλιμμένη Ανθρωπότητα.» Αλλά έκαναν μεγάλο λάθος. Τρεις χιλιάδες πεντακόσιοι άνθρωποι ήταν παρόντες και γύρω στους εξακόσιους έμειναν έξω γιατί δεν υπήρχε χώρος. Ο Ρόδερφορδ υποσχέθηκε να τους μιλήσει τη Δευτέρα το απόγευμα. Παρ’ ότι ήταν άρρωστος όλη τη μέρα, μίλησε σ’ ένα ακροατήριο 1.500 ατόμων. Ήταν όμως τόσο άρρωστος, ώστε μετά από μία ώρα έπρεπε να αντικατασταθεί από έναν αδελφό. Ωστόσο η δοκιμή στο Λος Άντζελες υπήρξε πετυχημένη. Υπήρχε αξιοσημείωτο ενδιαφέρον για το άγγελμα της Βασιλείας.
«ΘΑ ΞΑΝΑΝΟΙΞΕΙ Ο ΟΙΚΟΣ ΜΠΕΘΕΛ;»
Αυτό ήταν άλλο ένα μεγάλο ερώτημα. Η Σκηνή του Μπρούκλυν είχε πουληθεί. Αν και το Μπέθελ ανήκε ακόμη στην Εταιρία, στην ουσία ήταν χωρίς έπιπλα και οι λειτουργίες των γραφείων είχαν μεταφερθεί στο Πίτσμπουργκ. Εκεί οι αδελφοί είχαν λίγα χρήματα και τα γραφεία στη Φέντεραλ Στρητ κάθε άλλο παρά για επέκταση ήταν. Έλειπαν οι εγκαταστάσεις τυπογραφείου και ακόμη πολλές από τις πλάκες με τις οποίες τυπώνονταν τα έντυπα της Εταιρίας είχαν καταστραφεί. Οι προοπτικές ήταν σκοτεινές.
Στη διάρκεια της παραμονής του Ι. Φ. Ρόδερφορδ στην Καλιφόρνια, όμως, συνέβη κάτι το ενδιαφέρον στα γραφεία της Εταιρίας στο Πίτσμπουργκ. Ένα πρωί ο αδελφός Τζωρτζ Μπάττερφηλντ, ένα άτομο πολύ πλούσιο, πήγε στο γραφείο. Ο Α. Χ. Μακμίλλαν μίλησε μαζί του στο σαλόνι, τον πληροφόρησε ότι ο αδελφός Ρόδερφορδ βρισκόταν στην Καλιφόρνια και μετά να τι έγινε σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου του Μακμίλλαν:
«Είπε, ‘Υπάρχει κανένα ιδιαίτερο δωμάτιο εδώ;’
«‘Να λοιπόν, θα κλειδώσουμε αυτή την πόρτα κι έτσι γίνεται ιδιαίτερο. Τι ακριβώς θέλεις, Τζωρτζ;’
«Άρχισε να βγάζει το πουκάμισο του καθώς του μιλούσα. Νόμιζα ότι είχε τρελαθεί. Φαινόταν λερωμένος και καταπονημένος από το ταξίδι, ενώ συνήθως ήταν ένας καλοντυμένος και περιποιημένος άνθρωπος. Όταν έβγαλε και τη φανέλα ζήτησε μαχαίρι. Μετά έκοψε ένα μικρό μπάλωμα που είχε εκεί και έβγαλε ένα μάτσο λεφτά. Ήταν 10.000 δολλάρια σε χαρτονομίσματα.
«Τα άφησε κάτω και είπε, ‘Αυτά θα σας βοηθήσουν για να αρχίσει το έργο. Θα σας έστελνα επιταγή, αλλά δεν ήξερα ποιος ήταν εδώ. Δεν ταξίδεψα σε βάγκον-λη γιατί δεν ήθελα κανείς να μου πάρει τα χρήματα εάν υποπτευόταν ότι τα είχα επάνω μου, γι’ αυτό έμεινα καθιστός όλη τη νύχτα. Δεν ήξερα ποιος ήταν υπεύθυνος του έργου, αλλά τώρα που βλέπω ότι εδώ βρίσκονται αδελφοί που τους γνωρίζω και τους εμπιστεύομαι είμαι ευχαριστημένος που ήρθα!’. . . Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη και ασφαλώς μας ενθάρρυνε.»
Μόλις επέστρεψε ο αδελφός Ρόδερφορδ στα γραφεία της Εταιρίας στο Πίτσμπουργκ, έδωσε οδηγίες στον αντιπρόεδρο της Εταιρίας, τον Σ. Α. Γουάιζ, να πάει στο Μπρούκλυν και να φροντίσει για την επαναλειτουργία του Μπέθελ και να νοικιάσει κτίρια ούτως ώστε η Εταιρία να μπορέσει ν’ αρχίσει την εκδοτική της δραστηριότητα. Η συνομιλία έγινε περίπου ως εξής:
«Πήγαινε να δεις αν είναι θέλημα του Κυρίου να ξαναγυρίσουμε στο Μπρούκλυν».
«Πώς θα το καταλάβω αν είναι θέλημα του Κυρίου να γυρίσουμε ή όχι;»
«Υπήρχε έλλειψη κάρβουνου το 1918, πράγμα που μας οδήγησε από το Μπρούκλυν πίσω στο Πίτσμπουργκ. Ας κάνουμε τη δοκιμή του κάρβουνου. Πήγαινε και παράγγειλε κάρβουνο.» [Στη Νέα Υόρκη το κάρβουνο το δίνανε ακόμη με δελτίο στο τέλος του πολέμου.]
«Πόσους τόνους νομίζεις ότι θα έπρεπε να παραγγείλουμε για να κάνουμε τη δοκιμή;»
«Κάνε καλή τη δοκιμή· παράγγειλε 500 τόνους.»
Πράγμα που έκανε ο αδελφός Γουάιζ. Αμέσως μόλις έκανε αίτηση στις αρχές, του δώσανε το πιστοποιητικό για να πάρει 500 τόνους κάρβουνο. Αμέσως τηλεγράφησε στον Ι. Φ. Ρόδερφορδ. Τόσο πολύ κάρβουνο εξασφάλιζε τις λειτουργίες για πολλά χρόνια. Αλλά πού θα το έβαζαν όλο αυτό; Μεγάλα τμήματα του οίκου Μπέθελ μετατράπηκαν σε καρβουναποθήκη. Η πετυχημένη αυτή δοκιμή θεωρήθηκε αδιάψευστη ένδειξη ότι το θέλημα του Θεού ήταν να επιστρέψουμε στο Μπρούκλυν. Πράγμα που έγινε στις 1 Οκτωβρίου 1919.
ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Λίγο πριν ξανανοίξει το Μπέθελ, ο λαός του Ιεχωβά γενικά είχε μια χαρούμενη συνάντηση και πάλι, ένα πραγματικά υπέροχο γεγονός. Λίγο μετά την πετυχημένη δημόσια ομιλία του αδελφού Ρόδερφορδ στο Λος Άντζελες τον Μάιο του 1919, αποφασίστηκε να γίνει μια μεγάλη συνέλευση. Τελικά εκλέχτηκε η τοποθεσία. Ήταν το Σήνταρ Πόιντ του Οχάιο. Η συνέλευση αυτή από τις 1-8 Σεπτεμβρίου 1919 αποδείχθηκε ότι ήταν μια ασυνήθιστη πνευματική ευλογία.
Τα ξενοδοχεία στο Σήνταρ Πόιντ μπορούσαν να φιλοξενήσουν κάπου τρεις χιλιάδες και οι Σπουδαστές της Γραφής είχαν κανονίσει να φτάσουν εκεί μαζί με όλα τους τα υπάρχοντα από το μεσημέρι της εναρκτήριας μέρας της συνελεύσεως Δευτέρας 1 Σεπτεμβρίου. Στην αρχή υπήρξε μια μικρή απογοήτευση, γιατί μονάχα 1.000 άτομα φάνηκαν στην εναρκτήρια μέρα. Αλλά συνέχιζαν να καταφθάνουν με ειδικά τραίνα και με άλλα μέσα. Πολύ σύντομα μακριές γραμμές από χαρούμενους εκπροσώπους περίμεναν για καταλύματα. Και ποιοι νομίζετε βρίσκονταν πίσω από τον πάγκο και τους έδιναν τις διευθύνσεις; Όχι άλλοι από τους δυο πρώην φυλακισμένους στην ομοσπονδιακή φυλακή της Ατλάντα—ο Α. Χ. Μακμίλλαν και ο Ρ. Τζ. Μάρτιν! Για κοιτάξτε όμως εκεί. Ο αδελφός Ρόδερφορδ και πολλοί άλλοι τον περισσότερο χρόνο κουβαλούν τις βαλίτσες και βοηθούν τους συνακροατές τους στη συνέλευση να βρουν τα δωμάτιά τους. Και αυτό συνεχιζόταν μέχρι μετά τα μεσάνυχτα.
Χαρούμενοι εκπρόσωποι έρχονταν συνέχεια. Από τους 3.000 περίπου που βρίσκονται το απόγευμα της πρώτης μέρας, το ακροατήριο ανέβηκε στους 6.000 την Παρασκευή και στη δημόσια ομιλία της Κυριακής ήταν 7.000 παρόντες. Στη χαρούμενη αυτή συνέλευση παραπάνω από 200 άτομα συμβόλισαν την αφιέρωσή τους στον Θεό με το βάπτισμα.
Αναφορικά με τη δημόσια ομιλία «Η Ελπίδα για την Καταθλιμμένη Ανθρωπότητα», ο Άρντεν Πέητ γράφει: «Κανόνισαν να κάνουν τη δημόσια ομιλία στο ύπαιθρο και μίλησε ο αδελφός Ρόδερφορδ. . . Με τόσο μικρό αριθμό παρόντων δεν ήταν δύσκολο να ακουστεί.»
ΤΑ ΠΕΡΙΕΡΓΑ ΕΚΕΙΝΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ «GA»
Καθώς έφταναν στο Σήνταρ Πόιντ, οι αδελφοί παρατηρούσαν κάτι παράξενο. Η Ούρσουλα Σ. Σερένκο ξαναθυμάται: «Παρατηρούσαμε ένα μεγάλο πανώ κατά μήκος της αίθουσας πάνω από την πλατφόρμα του ομιλητή με δύο κεφαλαία γράμματα ‘GA’. Όλοι μας περιμέναμε όλη την εβδομάδα προσπαθώντας να μαντέψουμε τη σημασία των δύο εκείνων αρχικών. Ο αδελφός Μακμίλλαν ήρθε επάνω στη σκηνή με το συνηθισμένο του τρόπο και είπε στο ακροατήριο ότι και ο ίδιος παιδευόταν όλη την εβδομάδα να βρει τη σημασία των δύο αυτών γραμμάτων ‘GA’. Τέλειωσε ως εξής: ‘Φίλοι έχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι σημαίνει «Μαντέψτε Ξανά»’ (Guess Again). Σ’ αυτό το ακροατήριο ανταποκρίθηκε με γέλια».
Για να ανακουφιστούν από τη βασανιστική περιέργεια, οι εκπρόσωποι στη συνέλευση έπρεπε να περιμένουν μέχρι την Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου τη μέρα των «Συνεργατών». Φαντασθείτε να είστε ανάμεσα σ’ αυτό το ευτυχισμένο πλήθος καθώς ο Ι. Φ. Ρόδερφορδ έδωσε την ομιλία «Αναγγέλλοντας τη Βασιλεία» και ανήγγειλε την έκδοση ενός καινούργιου περιοδικού, του «Χρυσού Αιώνα».
Το μυστήριο λύθηκε. Τα κεφαλαία εκείνα γράμματα «GA» σήμαιναν «Χρυσούς Αιών» στα αγγλικά (Golden Age). Την ομιλία του αδελφού Ρόδερφορδ ακολούθησε στο πρόγραμμα ο Ρ. Τζ. Μάρτιν, ο οποίος ανέπτυξε μεθόδους για ένα νέο έργο εγγραφής συνδρομητών στο «Χρυσούν Αιώνα». Αυτό το δεκαπενθήμερο περιοδικό με τις 32 σελίδες θα περιείχε πολλή θρησκευτική ύλη, εξηγώντας τα σημερινά γεγονότα κάτω από το φως της θείας προφητείας. Στο πρώτο τεύχος του, με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1919, περιείχε ύλη σε θέματα όπως η εργασία και τα οικονομικά, η βιοτεχνία και τα ορυχεία, η οικονομία, το εμπόριο και οι μεταφορές, η γεωργία και οι συζυγικές σχέσεις, η επιστήμη και οι εφευρέσεις και η θρησκεία, συμπεριλαμβάνοντας και ένα άρθρο βασισμένο στην Αγία Γραφή με τον τίτλο «Μπορούμε να Μιλήσουμε με τους Νεκρούς;»
Για εκδότη του ο «Χρυσούς Αιών» είχε έναν από τους αδελφούς που ήταν φυλακισμένοι μαζί με τον αδελφό Ρόδερφορδ. Αυτός ήταν ο Κλάυτον Τζ. Γούντγουωρθ. Ο γιος του Σ. Τζέιμς Γούντγουωρθ περιγράφει τις ακόλουθες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες: «Ο πατέρας μου ξανάκτισε το σπίτι μας στο Σκράντον [της Πενσυλβανίας] και όταν το 1919 άρχισε να βγαίνει ο «Χρυσούς Αιών», το συνοδευτικό περιοδικό της «Σκοπιάς», η Εταιρία διόρισε αυτόν για εκδότη. Ήταν ανάγκη να περνά ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του στο Μπρούκλυν, γι’ αυτό η Εταιρία ευγενικά τακτοποίησε τα πράγματα για να δουλεύει κάθε δύο εβδομάδες στο Μπρούκλυν και δύο εβδομάδες να βρίσκεται στο σπίτι—μια ρύθμιση που κράτησε για αρκετά χρόνια. Θυμάμαι καλά πόσο απασχολημένη ήταν η γραφομηχανή του πατέρα μου από πολύ νωρίς στις 5 η ώρα κάθε πρωί—καθώς έγραφε την ύλη για τον «Χρυσούν Αιώνα» και την έστελνε στο Μπρούκλυν με το πρωινό ταχυδρομείο.»
Ο Κλάυτον Τζ. Γούντγουωρθ υπηρέτησε πιστά σαν εκδότης του «Χρυσού Αιώνα» και του διαδόχου του «Παρηγορία» (που εκδιδόταν από τις 6 Οκτωβρίου 1937 μέχρι την 31η Ιουλίου 1946). Επειδή ήταν προχωρημένος στην ηλικία, απαλλάχθηκε από την εργασία αυτή όταν το νέο περιοδικό «Ξύπνα!» αντικατέστησε την «Παρηγοριά» στο τεύχος της 22 Αύγουστου 1946. Ωστόσο ο αδελφός Γούντγουωρθ παρέμεινε πιστός στα άλλα καθήκοντα στην υπηρεσία του Θεού μέχρι το θάνατό του, στις 18 Δεκεμβρίου 1951 σε ηλικία 81 ετών.
«ΕΠΡΟΚΕΙΤΟ ΝΑ ΕΡΓΑΣΤΟΥΜΕ»
Η συνέλευση στο Σήνταρ Πόιντ το 1919 μας έκανε να καταλάβουμε ότι επρόκειτο να γίνει παγκόσμιο έργο κηρύγματος από το λαό του Ιεχωβά. Καθώς το θέτει ο Α. Χ. Μακμίλλαν: «Έτσι η ιδέα άρχισε να πιάνει, ‘Τώρα έχουμε κάτι να κάνουμε.’ Δεν επρόκειτο να στεκόμαστε αδρανείς πια και να περιμένουμε να πάμε στον ουρανό· επρόκειτο να εργαστούμε.»
Ο λαός του Θεού σίγουρα «επρόκειτο να εργαστεί.» Θετική δράση άρχισε σχετικά με την προοδευτική αληθινή λατρεία. Για παράδειγμα, το έτος 1919 είδε την αναζωογόνηση του βιβλιοπωλικού έργου. Την άνοιξη εκείνου του έτους, 150 ήταν δραστήριοι σ’ αυτή τη μορφή υπηρεσίας του Θεού, αλλά το φθινόπωρο έφτασαν τους 507.
Η υπηρεσία πίλγκριμ επίσης αναζωογονήθηκε. Οι ολοχρόνιοι περιοδεύοντες εκπρόσωποι της Εταιρίας έφτασαν τους ογδόντα έξι και στάλθηκαν σε εκκλησίες για να συγκεντρώσουν εκείνους που είχαν σκορπιστεί στο διωγμό τον καιρό του πολέμου. Επίσης διήγειραν το ενδιαφέρον με τη στενή επαφή που είχαν με τα κεντρικά γραφεία της επίγειας οργανώσεως του Ιεχωβά. Εδώ πάλι τα συμφέροντα της αληθινής λατρείας προωθούνταν.
ΣΤΟΝ ΑΓΡΟ!
«Η Σκοπιά» της 1ης και 15ης Αυγούστου 1919 είχε το άρθρο «Ευλογημένοι είναι οι Άφοβοι» σε δύο συνέχειες. Έδειχνε καθαρά την ανάγκη για πιστή και άφοβη δράση στην υπηρεσία του Θεού. Η ανταπόκριση σ’ αυτή την κλήση για άφοβη δράση εκ μέρους του λαού του Θεού ήταν ενθουσιώδης και θαρραλέα. Με ζήλο ανέλαβαν το ευαγγελιστικό έργο της Βασιλείας που τώρα τέθηκε μπροστά τους. Έγιναν πνευματικά ζωντανοί πάλι στη δραστήρια υπηρεσία του Ιεχωβά σαν πρέσβεις του. Έτσι εκπληρώθηκε η προφητική εικόνα της αναστάσεως των «δύο μαρτύρων» του Θεού όπως περιγράφεται στην Αποκάλυψη 11:11, 12.
Το 1920 η προσωπική ευθύνη για κήρυγμα έγινε πιο έντονα αισθητή, καθώς οι συμμετέχοντες στο έργο της μαρτυρίας έδιναν μια εβδομαδιαία έκθεση κηρύγματος. Πριν από το 1918 μόνον οι βιβλιοπώλες έδιναν έκθεση έργου. Επίσης, για να διευκολυνθεί το έργο του κηρύγματος, δόθηκαν στις εκκλησίες πιο σαφείς διορισμοί τομέων. Ποια ήταν τ’ αποτελέσματα; Το 1920 υπήρχαν 8.052 «εργάτες τάξεως» και 350 βιβλιοπώλες. Μέχρι το 1922, οι 980 από τις 1.200 και πάνω εκκλησίες στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αναδιοργανωθεί πλήρως για να ασχοληθούν στην υπηρεσία αγρού. Αυτές είχαν 8.801 εργάτες που διέθεταν τα Βιβλικά έντυπα στους οικοδεσπότες έναντι συνεισφοράς. Ο εβδομαδιαίος μέσος όρος ήταν 2.250.
Όταν άρχιζε το έργο με τον «Χρυσούν Αιώνα», περιγράφτηκε ως εξής: «Το έργο του ΧΡΥΣΟΥ ΑΙΩΝΑ είναι μια μαρτυρία από σπίτι σε σπίτι με το άγγελμα της βασιλείας, που διακηρύττει τη μέρα εκδικήσεως του Θεού μας και παρηγορεί εκείνους που πενθούν. Εκτός από τη μαρτυρία πρέπει να αφήνεται ένα αντίτυπο του ΧΡΥΣΟΥ ΑΙΩΝΑ σε κάθε σπίτι, είτε γίνεται συνδρομή είτε όχι. Δείγματα θα δίνονται δωρεάν. . . Οι εργάτες τάξεως θα προμηθεύονται τα δείγματά τους από τον Διευθύνοντα.» Εκκλησίες που επιθυμούσαν να πάρουν μέρος εγγράφονταν στην Εταιρία Σκοπιά σαν οργανώσεις υπηρεσίας. Με τη σειρά της η Εταιρία διόριζε έναν στην τοπική εκκλησία να υπηρετεί σαν ο «Διευθύνων». Καθώς ήταν διορισμένος, δεν υπέκειτο στην τοπική ετήσια εκλογή, όπως οι πρεσβύτεροι εκείνο τον καιρό.
Ας υποθέσουμε ότι συμμετέχουμε για λίγο στο έργο του «Χρυσού Αιώνα». Η Έλβα Φίσσερ μας λέει το εξής γι’ αυτό: «Το 1919 λάβαμε την πρώτη μας αποστολή του νέου περιοδικού «Ο Χρυσούς Αιών». . . Κανείς μας δεν είχε αυτοκίνητο εκείνο τον καιρό, έτσι ο σύζυγός μου και ο σαρκικός αδελφός του, Ώντι Μπράντσοου, φόρτωσαν στο μικρό μονοθέσιο αμαξάκι μας τα περιοδικά και ξεκίνησαν, για να κηρύξουν τα αγαθά νέα με το αμαξάκι. Η νύφη μου έμεινε σπίτι για να φροντίζει τα ζωντανά και τα παιδιά μας, επειδή ζούσαμε όλοι σε αγροκτήματα. Οι άνδρες δαπάνησαν δυο ολόκληρες μέρες διαθέτοντας αυτά τα περιοδικά, καθώς έπρεπε να αφήσουν ένα «Χρυσούν Αιώνα» σε κάθε σπίτι. Ήμασταν όλοι πολύ ευτυχισμένοι γι’ αυτή την ευκαιρία να πάρουμε μέρος στο έργο κηρύγματος.»
«Κλήθηκαν εθελοντές να πάρουν συνδρομές για το περιοδικό», παρατηρεί ο Φρεντ Άντερσον, προσθέτοντας: «Ανταποκρίθηκα και ένιωσα την πρώτη αληθινή χαρά δίνοντας δραστήρια μαρτυρία. Από τότε έχω κάνει πολλές συνδρομές και έχω διαθέσει εκατοντάδες αντίτυπα του περιοδικού που τώρα λέγεται «Ξύπνα!» Ήταν ένα ισχυρό μέσο για να ξυπνήσει άτομα στους κρίσιμους καιρούς και τους έχει δώσει μια θαυμάσια ελπίδα ζωής και ειρήνης σε μια καθαρισμένη γη.»
ΤΟ ΕΡΓΟ ΜΕ ΤΟΝ ΕΒΔΟΜΟ ΤΟΜΟ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Στις 21 Ιουνίου 1920 μια χαρτόδετη έκδοση του «Τετελεσμένου Μυστηρίου» κυκλοφόρησε για διανομή. Αυτή η ειδική έκδοση της «Σκοπιάς» (1 Μαρτίου 1918) ήταν αποθηκευμένη όσο το βιβλίο ήταν απαγορευμένο και μπορούσε τώρα
-