ΝΑΑΡΑ
(Νααρά).
1. [Κορίτσι· Κοπέλα]. Μια από τις συζύγους του Ασχούρ, απογόνου του Ιούδα, από την οποία αυτός απέκτησε τέσσερις γιους.—1Χρ 4:1, 5, 6.
2. [από μια ρίζα που σημαίνει «τινάζω»]. Πόλη στο όριο του Εφραΐμ (Ιη 16:5, 7) η οποία πιστεύεται ότι ταυτίζεται με τη Νααράν. (1Χρ 7:28) Η Νααρά θεωρείται γενικά αντίστοιχη της Νοοράθ για την οποία γίνεται λόγος στο σύγγραμμα του Ευσέβιου Περί των τοπικών ονομάτων (136, 24). Ο Ιώσηπος φαίνεται να ονομάζει αυτή την τοποθεσία Νεαρά. Αναφέρει ότι έγινε εκτροπή του μισού νερού της για να αρδεύονται οι φοίνικες κοντά στο ανάκτορο του Αρχέλαου στην Ιεριχώ. (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΖ΄, 340 [xiii, 1]) Κατά την τρέχουσα άποψη ορισμένων ταυτίζεται με το Τελλ ελ-Τζισρ, περίπου 3 χλμ. ΒΔ της Ιεριχώς.