10 Στάθηκα, λοιπόν, από πάνω του και τον θανάτωσα,+ γιατί ήξερα ότι δεν θα ζούσε αφού είχε πέσει. Κατόπιν πήρα το διάδημα+ που ήταν στο κεφάλι του και το βραχιόλι που ήταν στο βραχίονά του για να τα φέρω εδώ στον κύριό μου».
12 Τότε εκείνος έφερε έξω το γιο+ του βασιλιά και του έβαλε το διάδημα+ και τη Μαρτυρία·+ και έτσι τον έκαναν βασιλιά+ και τον έχρισαν.+ Και άρχισαν να χειροκροτούν+ και να λένε: «Είθε να ζει ο βασιλιάς!»+
11 Τότε έφεραν έξω+ το γιο του βασιλιά και του έβαλαν το διάδημα+ και τη Μαρτυρία+ και τον έκαναν βασιλιά, και ο Ιωδαέ και οι γιοι του τον έχρισαν+ και είπαν: «Είθε να ζει ο βασιλιάς!»+