Ποια Είναι η Άποψις της Βίβλου;
Είναι Γραφικές οι Διακρίσεις Μεταξύ Κληρικών και Λαϊκών;
ΟΙ διακρίσεις μεταξύ κληρικών και λαϊκών υπάρχουν στο θρησκευτικό σύστημα του Χριστιανικού κόσμου επί πολλά χρόνια. Λίγα άτομα διερωτώνται κατά πόσον είναι Γραφική η συνήθεια να υπάρχη μια τάξις επαγγελματιών ιερέων που προΐστανται των υπολοίπων πιστών. Εν τούτοις, μπορεί να τεθή το ερώτημα, Εναρμονίζεται με τις θεόπνευστες Γραφές η διαίρεσις των πιστών σε κληρικούς και λαϊκούς;
Στη Χριστιανική εκκλησία του πρώτου αιώνος οι διακρίσεις μεταξύ κληρικών και λαϊκών ήσαν άγνωστες. Παρεισήχθησαν αργότερα. Η Βρεταννική Εγκυκλοπαιδεία λέγει τα εξής: «Ο 2ος αιών της Χριστιανικής εκκλησίας παρέστη μάρτυς της παρεισδύσεως διακρίσεων μεταξύ κληρικών και λαϊκών (από τη λέξι λαός). Αυτή η διάκρισις έλαβε σχήμα και αναγνώρισι από τα προνόμια και τις εξαιρέσεις που παρέσχε στους κληρικούς ο Κωνσταντίνος ο 1ος [4ος Αιών].»
Μήπως η παρείσδυσις μιας τάξεως επαγγελματιών ιερέων απέβη προς όφελος των συμφερόντων των μελών της εκκλησίας; Το μηνιαίο περιοδικό Ετύντ των Ιησουιτών αναφέρει ότι «κρατά ‘τους πιστούς’ σε μια κατάστασι αγνοίας και ανευθυνότητος.» Αυτό δεν είναι υπερβολή. Ως μέρος της τάξεως των λαϊκών, οι άνθρωποι γενικά λαμβάνουν λίγη πρωτοβουλία οι ίδιοι για να εξακριβώσουν τι λέγει η Αγία Γραφή και ν’ αναπτύξουν πνευματική κατανόησι. Απλώς το αφήνουν αυτό στον κληρικό τους, όπως ακριβώς εμπιστεύονται τα προβλήματα της υγείας τους στο γιατρό τους.
Αυτό, όμως, δεν συνέβαινε στις ημέρες των αποστόλων και του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όλοι οι άνδρες μέσα στην εκκλησία ενεθαρρύνοντο να κάμουν πνευματική πρόοδο και να προσπαθούν ν’ αποκτήσουν τα προσόντα διδασκάλων του Λόγου του Θεού. Ο απόστολος Παύλος έγραψε τα εξής στον Τιμόθεο: «Εάν τις ορέγηται επισκοπήν, καλόν έργον επιθυμεί.»—1 Τιμ. 3:1.
Το έργον της ‘επισκοπής’ ευρίσκετο μέσα στα όρια των δυνατοτήτων όλων των Χριστιανών ανδρών. Εν τούτοις, αυτή η υπηρεσία δεν ήταν αυτό που κοινώς θεωρείται σήμερα. Ήταν ένα έργον επισκοπής που εγίνετο, όχι από έναν άνδρα, αλλά από ένα σώμα ανδρών. Εκείνοι που διωρίζοντο σ’ αυτή την υπηρεσία εκαλούντο «επίσκοποι» ή «πρεσβύτεροι.» Αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι ένα σώμα ανδρών προήδρευε σε κάθε εκκλησία, μια υποσημείωσις στο εδάφιο Τίτον 1:5 στη Βίβλο της Ιερουσαλήμ λέγει τα εξής: «Στον πρώτο καιρό κάθε Χριστιανική κοινότης εκυβερνάτο από ένα σώμα πρεσβυτέρων.»
Το ν’ αποκτήση κάποιος τα προσόντα για να γίνη «πρεσβύτερος ή «επίσκοπος» δεν είναι ζήτημα ανόδου σε μια ιεραρχική κλίμακα, αρχίζοντας από την κατώτατη βαθμίδα. Ο Καθολικός θεολόγος Λεγκράν γράφει: «Η δια χειροτονίας διακονία δεν είναι ένας κούρσους χονόρουμ [αγώνας για τιμές] που πρέπει να τον διατρέξη κανείς σαν ν’ ανέρχεται μια ιεραρχική κλίμακα. Στην πραγματικότητα, η λέξις ιεραρχία δεν ευρίσκεται στην Αγία Γραφή. Η πρώτη χρήσις της χρονολογείται από την αρχή του 6ου αιώνος, όταν την χρησιμοποίησε ο Ψευδο-Διονύσιος, μολονότι η σημασία της ήταν αρκετά διαφορετική από τη σημασία που της εδόθη στη διάρκεια του Μεσαίωνος η οποία την περιώριζε σε χειροτονημένους διακόνους, όπου για τον Διονύσιο περιελάμβανε [η ιεραρχία] τους λαϊκούς, ακόμη και τους κατηχουμένους.»
Το γεγονός ότι το να είναι κανείς επίσκοπος ή πρεσβύτερος δεν περιορίζεται σ’ έναν ωρισμένο αριθμό, που εξαρτάται από κάποια θεολογική εκπαίδευσι, ενθαρρύνει τους Χριστιανούς άνδρες να προσπαθούν ν’ ανταποκριθούν στα προσόντα που εκτίθενται στην Αγία Γραφή. Αυτό ενθαρρύνει όλους ν’ αυξάνουν σε γνώσι και να θέλουν να υπηρετούν τους ομοπίστους των. Σε αντίθεσι με τη διευθέτησι κληρικών-λαϊκών, που συμβάλλει στο να κάνη τους ανθρώπους να έχουν άγνοια της Αγίας Γραφής και να μην επωμίζονται τη Χριστιανική ευθύνη, η Γραφική διευθέτησις ενθαρρύνει τα άτομα ν’ αναλάβουν θετική στάσι όσον αφορά τη Χριστιανική γνώσι και την υπηρεσία ομοπίστων τους. Αυτή είναι η πείρα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, οι οποίοι προσπαθούν σκληρά να εναρμονίσουν τη λειτουργία των εκκλησιών τους με τις Γραφικές καθοδηγίες.
Επί πλέον, εκείνοι που υπηρετούσαν ως πρεσβύτεροι στην εκκλησία του πρώτου αιώνος είχαν λάβει την εντολή ν’ αποφεύγουν να παίρνουν μια ανώτερη θέσι όσον αφορά τα μέλη της εκκλησίας. Κανείς δεν έπρεπε να θεωρήται ως επίσημος ηγέτης ή κεφαλή της εκκλησίας. Οι εξυψωμένοι τίτλοι απεκλείοντο για όλους. Ο Ιησούς Χριστός δήλωσε τα εξής: «Σεις όμως μη ονομασθήτε Ραββί· διότι είς είναι ο καθηγητής σας, ο Χριστός· πάντες δε σεις αδελφοί είσθε. Και πατέρα σας μη ονομάσητε επί της γης· διότι είς είναι ο Πατήρ σας, ο εν τοις ουρανοίς. Μηδέ ονομασθήτε καθηγηταί· διότι είς είναι ο καθηγητής σας, ο Χριστός, Ο δε μεγαλήτερος από σας θέλει είσθαι υπηρέτης σας.»—Ματθ. 23:8-11.
Η Χριστιανική εκκλησία έπρεπε να είναι σαν μια οικογένεια υπό την ηγεσία του Ιησού Χριστού. Συνεπώς, οι πρεσβύτεροι έπρεπε να περιφέρονται στα μέλη της εκκλησίας σε αρμονία μ’ αυτό το γεγονός και να τους υπηρετούν ταπεινά. Ο απόστολος Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο τα εξής: «Πρεσβύτερον μη επιπλήξης, αλλά πρότρεπε ως πατέρα, τους νεωτέρους ως αδελφούς, τας πρεσβυτέρας ως μητέρας, τας νεωτέρας ως αδελφάς μετά πάσης καθαρότητος.»—1 Τιμ. 5:1, 2.
Το όλο πνεύμα των συμβουλών της Αγίας Γραφής στους Χριστιανούς πρεσβυτέρους είναι εναντίον της αναπτύξεως διακρίσεων μεταξύ κληρικών και λαϊκών. Δίδεται πάντοτε έμφασις στην ανιδιοτελή υπηρεσία και στην αποφυγή κάθε ενεργείας που θα υπονοούσε εξυψωμένη θέσι υπεράνω των άλλων ομοπίστων. Ο απόστολος Πέτρος, παραδείγματος χάριν, συμβούλευσε τους συμπρεσβυτέρους του: «Ποιμάνατε το μεταξύ σας ποίμνιον του Θεού, επισκοπούντες μη αναγκαστικώς αλλ’ εκουσίως, μηδέ αισχροκερδώς αλλά προθύμως, μηδέ ως κατακυριεύοντες την κληρονομίαν του Θεού, αλλά τύποι γινόμενοι του ποιμνίου.»—1 Πέτρ. 5:2, 3.
Ο αντικειμενικός σκοπός των Χριστιανών πρεσβυτέρων, οι οποίοι δεν ήσαν θεόπνευστοι απόστολοι, ήταν ν’ αποφεύγουν να επιβάλλωνται και να κατακυριεύουν το «ποίμνιον του Θεού.» Ήσαν υποχρεωμένοι να βοηθούν τα μέλη αυτού του «ποιμνίου» και να τους βοηθούν να την διατηρήσουν αγνή κι επομένως να εργάζωνται για τη Χριστιανική χαρά όλων. Όπως ακριβώς είπε ο απόστολος Παύλος όταν έγραψε μια επιστολή στην εκκλησία της Κορίνθου, με σκοπό να βοηθήση τα μέλη της να διορθωθούν: «Φειδόμενος υμών δεν ήλθον έτι εις Κόρινθον. Ουχί διότι έχομεν εξουσίαν επί της πίστεώς σας, αλλ’ είμεθα συνεργοί της χαράς σας· επειδή εν τη πίστει στέκεσθε.»—2 Κορ. 1:23, 24.
Πράγματι, τα γεγονότα δείχνουν ότι οι διακρίσεις μεταξύ κληρικών και λαϊκών που υπάρχουν σήμερα δεν βασίζονται στην Αγία Γραφή. Στην πραγματικότητα παρεμπόδισαν τη Χριστιανική πρωτοβουλία. Αυτές οι διακρίσεις που υπάρχουν στις θρησκευτικές οργανώσεις του Χριστιανικού κόσμου εκπληρώνουν τις προφητείες που λέγουν ότι θα επήρχετο αποστασία από την αληθινή πίστι και λατρεία. Παραδείγματος χάριν, ο απόστολος Παύλος είπε στο σώμα των πρεσβυτέρων ή επισκόπων στην εκκλησία της Εφέσου: «Και εξ υμών αυτών θέλουσι σηκωθή άνθρωποι λαλούντες διεστραμμένα, δια να αποσπώσι τους μαθητάς οπίσω αυτών.» (Πράξ. 20:30) Δεν είναι αυτό κάτι που θα έπρεπε να εξετάσουν σοβαρά εκείνοι που ανήκουν σε οργανώσεις που επιδοκιμάζουν τις διακρίσεις μεταξύ κληρικών και λαϊκών;