Η Άποψις της Βίβλου
Ο Ρόλος της Γυναίκας στην Εκκλησία του Πρώτου Αιώνος
ΣΤΟΝ πρώτο αιώνα, οι γυναίκες δεν υπηρετούσαν ως διωρισμένοι διδάσκαλοι στη Χριστιανική εκκλησία. Γιατί συνέβαινε αυτό; Πώς, λοιπόν, συνέβαλαν στην προώθησι των πνευματικών συμφερόντων;
Ο απόστολος Παύλος έγραψε τα ακόλουθα σχετικά με την εκκλησιαστική διδασκαλία: «Η γυνή ας μανθάνη εν ησυχία μετά πάσης υποταγής· εις γυναίκα όμως δεν συγχωρώ να διδάσκη, μηδέ να αυθεντεύη επί του ανδρός, αλλά να ησυχάζη. Διότι ο Αδάμ πρώτος επλάσθη, έπειτα η Εύα· και ο Αδάμ δεν ηπατήθη, αλλ’ η γυνή απατηθείσα έγεινε παραβάτις.» (1 Τιμ. 2:11-14) «Αι γυναίκες σας ας σιωπώσιν εν ταις εκκλησίαις· διότι δεν είναι συγκεχωρημένον εις αυτάς να λαλώσιν, αλλά να υποτάσσωνται, καθώς και ο νόμος λέγει. Αλλ’ εάν θέλωσι να μάθωσί τι, ας ερωτώσι εν τω οίκω τους άνδρας αυτών· διότι αισχρόν είναι εις γυναίκας να λαλώσιν εν εκκλησία.»—1 Κορ. 14:34, 35.
Αυτά τα θεόπνευστα λόγια ενεθάρρυναν τις γυναίκες ν’ ακούουν προσεκτικά τη διδασκαλία που παρείχαν οι διωρισμένοι άνδρες. Οι γυναίκες έπρεπε να παραμένουν σιωπηλές, και να μη προσπαθούν να μετέχουν στην παροχή δημοσίας διδασκαλίας.a
Με τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους, οι Χριστιανές γυναίκες έπρεπε να δείχνουν ότι υποτάσσοντο πλήρως στην εκκλησιαστική διευθέτησι για διδασκαλία. Ήταν ακατάλληλο για μια γυναίκα να υποβάλη μια ερώτησι δημοσίως, θέτοντας έτσι τον εαυτό της σε μια θέσι διαφωνίας με τους άνδρες ή δείχνοντας ότι η διδασκαλία τους δεν ήταν σαφής. Τέτοιες δημόσιες ερωτήσεις θ’ απεκάλυπταν έλλειψι ταπεινότητος και σεμνότητος από μέρους μιας γυναίκας και θα διέλυαν την τάξι και τη σοβαρότητα που πρέπει να υπάρχη σε μια εκκλησιαστική συνάθροισι. Στο σπίτι, όμως, μπορούσαν να υποβάλουν ερωτήσεις και ο πιστός σύζυγος θα μπορούσε να βοηθήση τη σύζυγο του να δη τα πράγματα με τον ορθό τρόπο. Τέτοιες ερωτήσεις στο σπίτι δεν θα κακοχαρακτήριζαν τη σύζυγο και δεν θα είχαν ως αποτέλεσμα να θεωρηθή αδικαιολόγητα αναιδής και ελλειπής σεμνότητος.
Δείχνοντας ότι ήταν εσφαλμένο για μια γυναίκα να θέτη τον εαυτό της στη θέσι ενός διδασκάλου, ο απόστολος Παύλος δεν βασίζετο στη δική του κρίσι. Έκανε έκκλησι στην αυθεντικότητα της Βίβλου. Το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής, η Γένεσις, περιελαμβάνετο στο Νόμο ή το Τορά. Εκείνο το μέρος του Τορά διευκρίνιζε ότι ο άνδρας, όχι η γυναίκα, έπρεπε να υπηρετή ως διδάσκαλος. Ο Αδάμ δημιουργήθηκε πρώτος, κι έτσι η σύζυγος του είχε πολλά να μάθη απ’ αυτόν, όπως τα ονόματα των διαφόρων ζώων. (Γέν. 2:18-23) Η Εύα περιήλθε σε δυσχέρεια ακριβώς επειδή απέτυχε να δώση τη δέουσα υπακοή στον σύζυγο της ως κεφαλή. Εξαπατήθηκε εντελώς από το ψέμα του Διαβόλου που της ελέχθη μέσω ενός όφεως.—Γεν. 3:1-6.
Ορθά, λοιπόν, οι Χριστιανές γυναίκες έπρεπε να ενεργούν σε αρμονία με την αλήθεια που εκτίθεται στην αφήγησι της Γενέσεως. Έπρεπε να παραδέχωνται επίσης τον υποτακτικό τους ρόλο, φορώντας ένα κάλυμμα στο κεφάλι όταν προσηύχοντο ή προεφήτευον.—1 Κορ. 11:3-6.
Επειδή οι Χριστιανές έπρεπε να παραμένουν σιωπηλές εις ένδειξι σεβασμού στη διάρκεια δημοσίων συνάξεων στην εκκλησία, εκτός αν εκαλούντο να πουν κάτι, τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν για να συμβάλουν σε μια εποικοδομητική συνάθροισι; Ο απόστολος Παύλος απήντησε σ’ αυτή την ερώτησι όταν έγραψε: «Ωσαύτως και αι γυναίκες με στολήν σεμνήν, με αιδώ και σωφροσύνην να στολίζωσιν εαυτάς, ουχί με πλέγματα ή χρυσίον ή μαργαρίτας, ή ενδυμασίαν πολυτελή, αλλά (το οποίον πρέπει εις γυναίκας επαγγελλομένας θεοσέβειαν), με έργα αγαθά.» (1 Τιμ. 2:9, 10) Η σεμνή, αλλά και εύτακτη ενδυμασία των γυναικών εναρμονίζετο με την αξιοπρέπεια των Χριστιανικών συναθροίσεων. Η ενδυμασία και ο στολισμός, με το να είναι σεμνός και όχι αδικαιολόγητα επιδεικτικός, θα έδειχνε στους παρατηρητάς ότι οι Χριστιανές γυναίκες χρησιμοποιούσαν καλή κρίσι. Οι άπιστοι, παρατηρώντας την υποτακτικότητα των Χριστιανών γυναικών, την αντιστοίχως κατάλληλη ενδυμασία τους και τα καλά τους έργα, θα ελάμβαναν μια έξοχη μαρτυρία.
Έτσι, μολονότι δεν εδίδασκαν δημοσία στις συναθροίσεις, οι γυναίκες, και ιδιαιτέρως οι ηλικιωμένες, δίδασκαν μ’ ένα προσωπικό τρόπο. Ο απόστολος Παύλος στην επιστολή του προς Τίτον έγραψε: «Αι γραίαι ωσαύτως . . . να ήναι διδάσκαλοι των καλών, δια να νουθετώσι τας νέας να ήναι φίλανδροι, φιλότεχνοι, σώφρονες, καθαραί, οικοφύλακες, αγαθαί, ευπειθείς εις τους ιδίους αυτών άνδρας, δια να μη βλασφημήται ο λόγος του Θεού.» (Τίτον 2:3-5) Οι ηλικιωμένες βοηθώντας τις νεώτερες να κατανοήσουν τα καθήκοντα τους ως Χριστιανές σύζυγοι και μητέρες, προσέφεραν μια πολύτιμη υπηρεσία στην εκκλησία. Με μια τέτοια διδασκαλία, οι νεώτερες κατανοούσαν πόσο εσφαλμένο ήταν να περιφέρωνται στα σπίτια των άλλων, να κουτσομπολεύουν και ν’ αναμιγνύονται στις υποθέσεις άλλων ανθρώπων. Η τήρησις από μέρους των αυτής της υγιούς διδασκαλίας συνέβαλε πολύ στην αποφυγή κακής φήμης της εκκλησίας.
Στο σπίτι, οι γυναίκες εδίδασκαν επίσης τα παιδιά τους, είτε αγόρια ήσαν είτε κορίτσια. Αυτό φαίνεται από τα λόγια που έγραφε ο Παύλος στον Τιμόθεο: «Ανακαλών εις την μνήμην μου την εν σοι ανυπόκριτον πίστιν, ήτις πρώτον κατώκησεν εν τη μάμμη σου Λωίδι και εν τη μητρί σου Ευνίκη, είμαι δε πεπεισμένος ότι και εν σοι.» (2 Τιμ. 1:5) «Από βρέφους γνωρίζεις τα ιερά γράμματα, τα δυνάμενα να σε σοφίσωσιν εις σωτηρίαν δια της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού.»—2 Τιμ. 3:15.
Επί πλέον, ως μαθηταί του Ιησού Χριστού, οι γυναίκες ελάμβαναν μέρος στο κήρυγμα της αληθείας του Θεού σε άλλους. (Ματθ. 28:19, 20) Παραδείγματος χάριν, διαβάζομε για την Πρίσκιλλα ότι μαζί με τον σύζυγο της βοηθούσαν πνευματικώς τον Απολλώ. Η Γραφή αναφέρει: «Παρέλαβον αυτόν και εξέθεσαν εις αυτόν ακριβέστερα την οδόν του Θεού.»—Πράξ. 18:26.
Άλλες πολύτιμες υπηρεσίες που προσέφεραν οι Χριστιανές γυναίκες περιελάμβαναν φιλοξενία στους ξένους, υλική βοήθεια σε άτομα που είχαν ανάγκη, καθώς επίσης και το να φτιάχνουν ενδύματα γι’ αυτούς. Το έργο τους αυτό είχε μεγάλη αξία. Παραδείγματος χάριν, για να γραφή μια ηλικιωμένη χήρα σ’ ένα ειδικό κατάλογο μεταξύ εκείνων που ελάμβαναν τακτική υλική βοήθεια από την εκκλησία, έπρεπε να είναι γνωστή για ένα τέτοιο υπόμνημα καλών έργων. (Πράξ. 9:36, 39· 1 Τιμ. 5:9, 10) Αν και πτωχή υλικώς, μια ηλικιωμένη χήρα μπορούσε ασφαλώς να προσφέρη πολλά για να βοηθήση πνευματικώς τις νεώτερες γυναίκες. Το ότι ετιμάτο από την εκκλησία με το να λαμβάνη τακτική υλική βοήθεια ήταν πολύ κατάλληλο.
Πράγματι, οι Χριστιανές γυναίκες τον πρώτο αιώνα συνέβαλαν πολύ στην προώθησι των πνευματικών συμφερόντων. Απελάμβαναν μια αξιοπρεπή στάσι, ως απαραίτητα μέλη μιας μεγάλης πνευματικής οικογενείας και ετύγχανον μεταχειρίσεως μ’ έντιμο τρόπο. Ο Τιμόθεος, παραδείγματος χάριν, νουθετήθηκε να φέρεται εις «τας πρεσβυτέρας ως μητέρας, τας νεωτέρας ως αδελφάς μετά πάσης καθαρότητος.» (1 Τιμ. 5:1, 2) Για να είμεθα σε αρμονία με το θέλημα του Θεού σήμερα, πρέπει ν’ ακολουθούμε το πρότυπο του πρώτου αιώνος. Οποιαδήποτε άλλη αλλαγή είναι ανθρωποποίητη και δεν προέρχεται από τον Θεό.
[Υποσημειώσεις]
a Όσον αφορά τα σχόλια που δίδουν σήμερα οι γυναίκες στις συναθροίσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, βλέπε Σκοπιά 15 Ιουλίου 1973, σελ. 446.