Η Άποψις της Βίβλου
«Όστις Είδεν Εμέ Είδε τον Πατέρα»—Με Ποια Έννοια;
ΣΕ ΜΙΑ περίπτωσι ο Φίλιππος, ένας μαθητής του Ιησού, ζήτησε: «Κύριε, δείξον εις ημάς τον Πατέρα και αρκεί εις ημάς.» (Ιωάν. 14:8) Εις απάντησι αυτής της ερωτήσεως, ο Ιησούς είπε τα εξής: «Πόσον καιρόν είμαι μεθ’ ημών, και δεν με εγνώρισας, Φίλιππε; Όστις είδεν εμέ είδε τον Πατέρα.» (Ιωάν. 14:9) Τι εννοούσε ο Ιησούς μ’ αυτή τη δήλωσι;
Πριν απαντήσωμε σ’ αυτό το ερώτημα, ας εξετάσωμε μια περίεργη ερμηνεία των λόγων του Ιησού. Μερικά άτομα πιστεύουν ότι, αν ένας που είδε τον Ιησού είδε και τον Πατέρα, επίσης, ο Ιησούς πρέπει να είναι ο Παντοδύναμος Θεός, πλήρως ίσος με τον Πατέρα του, τον Ιεχωβά.
Τα άτομα που το πιστεύουν αυτό, παραθέτουν επίσης πολλά εδάφια της «Παλαιάς Διαθήκης» που αναφέρονται στον Ιεχωβά Θεό, αλλά τα οποία οι Χριστιανοί Βιβλικοί συγγραφείς (της «Καινής Διαθήκης») εφαρμόζουν στον Ιησού Χριστό. Παραδείγματος χάριν: Μέσω του προφήτου Ησαΐα, ο Θεός είπε τα εξής: «Εγώ, εγώ είμαι ο Κύριος· και εκτός εμού σωτήρ δεν υπάρχει.» (Ησ. 43:11) Προσευχόμενος στον Θεό, ο ψαλμωδός δήλωσε, επίσης: «Διότι μετά σου είναι η πηγή της ζωής· εν τω φωτί σου θέλομεν ιδεί φως.» (Ψαλμ. 36:9) Εντούτοις, οι Χριστιανοί Βιβλικοί συγγραφείς δηλώνουν ότι ο σωτήρας του ανθρωπίνου γένους και η πηγή της ζωής και του φωτός είναι ο Ιησούς Χριστός.—Ιωάν. 1:4· 5:26· 8:12.
Μήπως παράλληλα εδάφια όπως αυτά, και το γεγονός ότι ο Υιός του Θεού είπε, «Όστις είδεν εμέ είδε τον Πατέρα,» αποδεικνύουν ότι ο Ιησούς είναι ο Παντοδύναμος Θεός; Ας δούμε.
Επανειλημμένως οι Γραφές αναφέρονται στον Ιησού Χριστό ως εκείνον τον οποίον «απέστειλεν» ο Θεός ως κύριο αντιπρόσωπό του. (Βλέπε, παραδείγματος χάριν, Ιωάννην 3:17, 28, 34· 5:23, 24, 30, 37.) Είναι, ενδιαφέρον το ότι η Γραφή συχνά περιγράφει άτομα που εκπροσωπούν άλλους, σαν να ήσαν οι εκπροσωπούμενοι. Ας εξετάσωμε δύο παραδείγματα:
(1) Το ευαγγέλιο του Ματθαίου αναφέρει ότι, μετά την εκφώνησι της επί του Όρους Ομιλίας, ο Ιησούς εισήλθε στην Καπερναούμ, όπου «προσήλθε προς αυτόν εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν» να ιατρεύση τον δούλον του. (Ματθ. 8:5-13) Εν τούτοις, από την παράλληλη αφήγησι στο Λουκά 7:1-10, μαθαίνομε ότι ο εκατόνταρχος «απέστειλε προς αυτόν [τον Ιησού] πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, παρακαλών αυτόν να έλθη να διασώση τον δούλον αυτού.»
(2) Στο ευαγγέλιο του Μάρκου διαβάζομε ότι «έρχονται προς αυτόν ο Ιάκωβος και Ιωάννης, οι υιοί του Ζεβεδαίου,» ζητώντας: «Δος εις ημάς να καθήσωμεν είς εκ δεξιών σου και είς εξ αριστερών σου εν τη δόξη σου.» (Μάρκ. 10:35-37) Εν τούτοις, ο Ματθαίος λέγει ότι στην πραγματικότητα «η μήτηρ των υιών του Ζεβεδαίου» έκανε την αίτησι αυτή προς τον Ιησού, σαν αντιπρόσωπός τους.—Ματθ. 20:20, 21.
Φυσικά, κανείς δεν θα μπορούσε να συμπεράνη απ’ αυτές τις Γραφικές αφηγήσεις ότι εκείνοι οι Ιουδαίοι πρεσβύτεροι, ήσαν ίσοι με τον εκατόνταρχο, ή η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωάννου ήταν ίση με τους γιους της. Ομοίως, κανείς δεν πρέπει να συμπεράνη ότι ο Ιησούς είναι ίσος με τον Θεό απλώς και μόνο επειδή πράγματα που αναφέρονται στον Ιεχωβά Θεό σε ωρισμένα μέρη της Αγίας Γραφής, εφαρμόζονται στον Ιησού Χριστό σε άλλα μέρη. Η πραγματική αιτία γι’ αυτό είναι ότι ο Ιησούς αντιπροσωπεύει τον Θεό.a
Μήπως γι’ αυτό ο Υιός του Θεού είπε: «Όστις είδεν εμέ είδε τον Πατέρα»; Ναι, αλλά σ’ αυτή την έκφρασι περιλαμβάνονται περισσότερα από μια απλή αντιπροσώπευσι. Η παράκλησις, «Κύριε, δείξον εις ημάς τον Πατέρα,» υπονοεί ότι ο Φίλιππος επιθυμούσε να δώση ο Ιησούς στους μαθητές του μια ορατή απόδειξι του Θεού, σαν τις αποδείξεις που εδόθησαν σε οράσεις στον Μωυσή, στον Ηλία και στον Ησαΐα στους αρχαίους καιρούς. (Έξοδ. 24:10· 1 Βασ. 19:9-13· Ησ. 6:1-5) Εν τούτοις, σ’ αυτές τις οράσεις οι δούλοι του Θεού είδαν, όχι τον ίδιο τον Θεό, αλλά συμβολικές αντιπροσωπεύσεις του. (Έξοδ. 33:17-22· Ιωάν. 1:18) Η απάντησις του Ιησού έδειξε ότι ο Φίλιππος είχε ήδη κάτι που ήταν πολύ καλύτερο από τις οράσεις αυτού του είδους. Επειδή ο Ιησούς αντανακλούσε τέλεια την προσωπικότητα του Πατέρα του, τον οποίον μόνο ο Υιός «γινώσκει» πλήρως, με το να δουν τον Ιησού Χριστό ήταν σαν να έβλεπαν τον ίδιο τον Θεό.—Ματθ. 11:27.
Τα θαύματα του Υιού του Θεού, παραδείγματος χάριν, φανέρωναν την αγάπη και το στοργικό ενδιαφέρον για την ευημερία των ανθρώπων, ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τον Ιεχωβά Θεό. Δεν είναι καθόλου παράξενο το γεγονός ότι, όταν ο Ιησούς ανέστησε τον νεκρό γιο μιας χήρας από την πόλι Ναΐν, της Γαλιλαίας, οι παρατηρητές ανεφώνησαν: «Επεσκέφθη ο Θεός τον λαόν αυτού!»—Λουκ. 7:11-16.
Περισσότερες ευκαιρίες στους ανθρώπους να ‘δουν τον Πατέρα’ (δηλαδή, να κατανοήσουν την προσωπικότητα, το θέλημα και τον σκοπό του) δόθηκαν απ’ αυτά που είπε ο Ιησούς και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τον τρόπο εκφράσεως. Εκείνοι που άκουσαν τον Ιησού, έμαθαν ότι ο Θεός κρίνει τους ανθρώπους σύμφωνα με την κατάστασι της καρδιάς τους, και όχι από τις εξωτερικές περιστάσεις, όπως είναι τα πλούτη, η μόρφωσις, η τελετουργική καθαριότης ή η εθνική προέλευσις. (Ματθ. 5:8· 8:11, 12· 23:25-28· Ιωάν. 8:33-44) Πόσο διαφορετική είναι η άποψις αυτή, από την άποψι που έτρεφαν οι Ιουδαίοι θρησκευτικοί ηγέτες!—Προσέξτε τα εδάφια Ιωάννης 7:48, 49.
Ο τρόπος με τον οποίον μίλησε ο Ιησούς, επίσης, έκανε τους ακροατές του να καταλάβουν ότι άκουγαν ένα μήνυμα από τον Θεό, «διότι εδίδασκεν αυτούς ως έχων εξουσίαν, και ουχί ως οι γραμματείς.» (Ματθ. 7:29) Αντί να μιλά έμμεσα, στο όνομα άλλων ανθρωπίνων διδασκάλων (όπως συνηθίζετο μεταξύ των γραμματέων), ο Ιησούς συχνά μιλούσε στο πρώτο πρόσωπο, με τις φράσεις: «Σας λέγω,» «Αληθώς, σας λέγω,», και «Αληθώς, αληθώς, σας λέγω,» (Προσέξτε τα εδάφια Ματθαίον 5:20, 22· 6:2, 5, 16· Ιωάννην 1:51· 3:3, 5, 11· 5:19, 24, 25.) Μερικές φορές, ο Ιησούς συγχωρούσε ακόμη και τις αμαρτίες ωρισμένων ανθρώπων, πράγμα που έκανε μερικούς να τον κατηγορήσουν ως βλάσφημο σφετεριστή ενός μοναδικού προνομίου του Θεού.—Μάρκ. 2:1-7· Λουκ. 5:17-21· 7:47-49.
Αλλά ο Ιησούς ποτέ δεν σφετερίσθηκε τη θέσι του Θεού. Πρόθυμα παρεδέχετο ότι η εξουσία με την οποία μιλούσε και ενεργούσε δεν προήρχετο απ’ αυτόν. Ήταν μια αντιπροσωπευτική εξουσία, επειδή «πάντα έδωκεν εις αυτόν ο Πατήρ εις τας χείρας,» (Ιωάν. 13:3· παράβαλε με Ματθαίον 11:27· 28:18· Ιωάννην 3:35· 17:2.) Έτσι, ο Ιησούς διεκήρυξε: «Αληθώς, αληθώς σας λέγω, Δεν δύναται ο Υιός να πράττη ουδέν αφ’ εαυτού, εάν δεν βλέπη τον Πατέρα πράττοντα τούτο· επειδή όσα εκείνος πράττει, ταύτα και ο Υιός πράττει ομοίως.»—Ιωάν. 5:19· παράβαλε με Ιωάννην 5:30· 8:28, 42.
Επειδή κάθε τι που έκανε ο Ιησούς ήταν σε πλήρη αρμονία με το θέλημα του Θεού, εκείνοι που παρακολουθούσαν τον Ιησού είχαν το αίσθημα ότι παρατηρούσαν τον Θεό σε δράσι. Στα σχόλιά του για το εδάφιο Ιωάννης 14:9, ο Βιβλικός σχολιαστής Άλμπερτ Μπαρνς το αποδίδει αυτό πολύ ωραία λέγοντας: «Είδε τον Πατέρα. Αυτό δεν μπορεί να αναφέρεται στην ουσία ή στην υπόστασι του Θεού, επειδή ο Θεός είναι αόρατος, και ως προς αυτή την άποψι κανείς δεν έχει δει τον Θεό ποτέ. Εκείνο που εννοείται στη φράσι ότι ο Θεός είναι ορατός, είναι ότι έχουν δοθή μερικές αποδείξεις Αυτού· ή κάποια αποκάλυψις, ώστε να μπορούμε να μάθωμε τον χαρακτήρα του, το θέλημά του, και τα σχέδιά του. . . . Η γνώσις του Υιού ήταν, φυσικά, η γνώσις του Πατρός. Υπήρχε μια τέτοια στενή ενότης στη φύσι τους και στο σκοπό τους, ώστε εκείνος που κατανοούσε τον έναν κατανοούσε επίσης και τον άλλον.»—Παράβαλε με Ιωάννην 10:30.
[Υποσημειώσεις]
a Περισσότερα παραδείγματα αντιπροσώπων που χαρακτηρίσθηκαν ως να ήσαν εκείνοι τους οποίους αντιπροσώπευαν, βρίσκονται στον Ματθαίον 10:40· 18:5· Λουκάν 9:48· Ιωάννην 4:1, 2