ΥΙΟΘΕΣΙΑ
Η αναδοχή ή η αναγνώριση ενός μη φυσικού τέκνου ως γιου ή κόρης κάποιου. Η λέξη υἱοθεσία του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου είναι τεχνικός νομικός όρος, το δε ρήμα από το οποίο προέρχεται σημαίνει κατά κυριολεξία «κάνω κάποιον γιο μου».—Παράβαλε Ρω 8:15, υποσ.
Στις Εβραϊκές Γραφές η υιοθεσία δεν εξετάζεται από την άποψη της νομικής διαδικασίας, αλλά η βασική ιδέα παρουσιάζεται σε αρκετές περιπτώσεις. Φαίνεται ότι ο Αβραάμ, πριν από τη γέννηση του Ισμαήλ και του Ισαάκ, θεωρούσε το δούλο του τον Ελιέζερ τουλάχιστον υποψήφιο για μια θέση παρόμοια με αυτήν του θετού γιου και πιθανό κληρονόμο του σπιτικού του. (Γε 15:2-4) Η υιοθεσία δούλων συνηθιζόταν από παλιά στη Μέση Ανατολή, και αυτοί οι δούλοι είχαν κληρονομικά δικαιώματα, τα οποία όμως δεν υπερέβαιναν τα δικαιώματα των φυσικών τέκνων του πατέρα.
Τόσο η Ραχήλ όσο και η Λεία θεωρούσαν τα παιδιά που γέννησαν στον Ιακώβ οι υπηρέτριές τους ως δικούς τους γιους, “γεννημένους στα γόνατά τους”. (Γε 30:3-8, 12, 13, 24) Αυτά τα παιδιά έλαβαν κληρονομιά μαζί με εκείνα που γεννήθηκαν απευθείας από τις νόμιμες συζύγους του Ιακώβ. Ήταν φυσικοί γιοι του πατέρα, και εφόσον οι δούλες ήταν ιδιοκτησία των συζύγων του, η Ραχήλ και η Λεία είχαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε αυτά τα παιδιά.
Μεταγενέστερα, ο Μωυσής υιοθετήθηκε στην παιδική του ηλικία από την κόρη του Φαραώ. (Εξ 2:5-10) Δεδομένου ότι άντρες και γυναίκες είχαν ίσα δικαιώματα υπό τον αιγυπτιακό νόμο, η κόρη του Φαραώ ήταν σε θέση να ασκήσει το δικαίωμα της υιοθεσίας.
Στο έθνος του Ισραήλ η υιοθεσία δεν φαίνεται να ήταν ευρέως διαδεδομένη. Αναμφίβολα ο νόμος του ανδραδελφικού γάμου εξάλειφε σε μεγάλο βαθμό έναν βασικό λόγο ύπαρξης της υιοθεσίας: τη συνέχιση του γονικού ονόματος.—Δευ 25:5, 6.
Χριστιανική Σημασία. Στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές ο απόστολος Παύλος αναφέρει αρκετές φορές την υιοθεσία σε συνάρτηση με τη νέα υπόσταση εκείνων που καλούνται και εκλέγονται από τον Θεό. Αυτά τα άτομα, έχοντας γεννηθεί ως απόγονοι του ατελούς Αδάμ, ήταν δούλοι της αμαρτίας και δεν είχαν εγγενώς την ιδιότητα των γιων του Θεού. Με εξαγορά μέσω του Χριστού Ιησού, υιοθετούνται και γίνονται επίσης κληρονόμοι με τον Χριστό, τον μονογενή Γιο του Θεού. (Γα 4:1-7· Ρω 8:14-17) Δεν αποκτούν αυτή την ιδιότητα των γιων με φυσικό τρόπο, αλλά μέσω της επιλογής του Θεού και σύμφωνα με το θέλημά του. (Εφ 1:5) Μολονότι αναγνωρίζονται ως παιδιά, ή γιοι, του Θεού από τότε που ο Θεός τούς γεννάει με το πνεύμα του (1Ιω 3:1· Ιωα 1:12, 13), η πλήρης εκχώρηση του προνομίου που τους επιφυλάσσεται, να είναι πνευματικοί γιοι του Θεού, εξαρτάται από την πιστότητά τους ως το τέλος. (Ρω 8:17· Απ 21:7) Ως εκ τούτου, ο Παύλος λέει για αυτούς ότι “περιμένουν με λαχτάρα την υιοθεσία, την απελευθέρωση από τα σώματά τους με λύτρο”.—Ρω 8:23.
Η υπόστασή τους ως υιοθετημένων φέρνει οφέλη απελευθέρωσης από ένα «πνεύμα δουλείας που προκαλεί . . . φόβο», αντικαθιστώντας το με την πεποίθηση που έχουν οι γιοι, με την ελπίδα για ουράνια κληρονομιά την οποία καθιστά βέβαιη η μαρτυρία του πνεύματος του Θεού. Ταυτόχρονα, μέσω της υιοθεσίας τους υπενθυμίζεται σε αυτούς τους πνευματικούς γιους ότι αυτή η θέση οφείλεται στην παρ’ αξία καλοσύνη και στην επιλογή του Θεού και όχι σε κάποιο εγγενές δικαίωμά τους.—Ρω 8:15, 16· Γα 4:5-7.
Στο εδάφιο Ρωμαίους 9:4 ο Παύλος λέει για τους κατά σάρκα Ισραηλίτες ότι είναι εκείνοι «στους οποίους ανήκει η υιοθεσία και η δόξα και οι διαθήκες και η χορήγηση του Νόμου», αναφερόμενος προφανώς στη μοναδική θέση που είχε παραχωρηθεί στον Ισραήλ ενόσω ήταν ο λαός με τον οποίο είχε συνάψει διαθήκη ο Θεός. Γι’ αυτό, ο Θεός χαρακτήρισε σε ορισμένες περιπτώσεις τον Ισραήλ ως «το γιο» του. (Εξ 4:22, 23· Δευ 14:1, 2· Ησ 43:6· Ιερ 31:9· Ωσ 1:10· 11:1· παράβαλε Ιωα 8:41.) Για να αποκτήσει, όμως, κάποιος στην πραγματικότητα την ιδιότητα του γιου, έπρεπε να έρθει πρώτα η προμήθεια του λύτρου που έγινε μέσω του Χριστού Ιησού και να αποδεχτεί το άτομο αυτή τη θεϊκή προμήθεια, καθώς και να πιστέψει σε αυτήν.—Ιωα 1:12, 13· Γα 4:4, 5· 2Κο 6:16-18.