ΑΧΑΤΗΣ
Πολύτιμη διακοσμητική πέτρα που αποτελεί μορφή του χαλκηδόνιου, μιας ποικιλίας έγχρωμου χαλαζία.
Οι περισσότεροι αχάτες σχηματίζονται ως κόνδυλοι σε διαδοχικές αποθέσεις διοξειδίου του πυριτίου οι οποίες βρίσκονται σε ορισμένες κοιλότητες πετρωμάτων. Οι στοιβάδες του αχάτη κυμαίνονται από διαφανείς ως αδιαφανείς και παίρνουν πολλές αποχρώσεις λόγω της παρουσίας μικροσκοπικών σωματιδίων από άλατα σιδήρου. Τα χρώματα εμφανίζονται σε συνδυασμούς του κίτρινου, του καφέ, του γκρίζου, του γαλάζιου ή του μαύρου και μπορεί να είναι όμορφα κατανεμημένα σχηματίζοντας λωρίδες, δακτυλίους ή ακανόνιστες αναμείξεις. Ο αχάτης είναι ελαφρώς σκληρότερος από το χάλυβα και επιδέχεται έντονη στίλβωση.
Οι Ισραηλίτες χρησιμοποίησαν στην έρημο αχάτη που μπορεί να είχαν φέρει από την Αίγυπτο. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, στα περίχωρα της αιγυπτιακής πόλης Θήβες υπήρχαν κόκκινοι αχάτες με άσπρα νερά. Ένας τέτοιος κόκκινος αχάτης ίσως ήταν η ποικιλία που τοποθετήθηκε στο «περιστήθιο της κρίσης» του αρχιερέα για να συμβολίσει μία από τις 12 φυλές του Ισραήλ. Η κεντρική πέτρα στην τρίτη σειρά του περιστήθιου του Ααρών ήταν αχάτης (εβρ., σεβώ, είδος πολύτιμης πέτρας).—Εξ 28:2, 15, 19 (υποσ.), 21· 39:12.