ΑΜΑΛ (Αμάλ) [Μόχθος]. Ένας από τους τέσσερις γιους του Χέλεμ—ο τελευταίος κατονομαζόμενος—οι οποίοι συγκαταλέγονται στους γιους του Ασήρ που ήταν «κεφαλές του οίκου των προπατόρων τους, διαλεχτοί, γενναίοι και κραταιοί άντρες, κεφαλές των αρχηγών».—1Χρ 7:35, 40.