ΑΝΝΑΣ
(Άννας) [εβρ. προέλευσης· σημαίνει «Αυτός που Δείχνει Εύνοια (Χάρη)· Φιλεύσπλαχνος»].
Αρχιερέας που διορίστηκε γύρω στο 6 με 7 Κ.Χ. από τον Κυρήνιο, τον Ρωμαίο κυβερνήτη της Συρίας, και υπηρέτησε ως το 15 Κ.Χ. περίπου. (Λου 2:2) Συνεπώς, ο Άννας ήταν αρχιερέας όταν ο Ιησούς, σε ηλικία 12 ετών, κατέπληξε τους ραβίνους στο ναό. (Λου 2:42-49) Ο Αυτοκρατορικός Επίτροπος Βαλέριος Γράτος καθαίρεσε τον Άννα από αρχιερέα. Μολονότι ο Άννας δεν κατείχε πλέον τον επίσημο τίτλο, ήταν ολοφάνερο ότι συνέχιζε να ασκεί μεγάλη εξουσία και επιρροή ως επίτιμος αρχιερέας και δεσπόζουσα μορφή της Ιουδαϊκής ιεραρχίας. Πέντε από τους γιους του, καθώς και ο γαμπρός του ο Καϊάφας, ανήλθαν στο αξίωμα του αρχιερέα. Λόγω της εξέχουσας θέσης του, ο Άννας προσδιορίζεται ορθά στις Γραφές ως ένας από τους πρωθιερείς. (Ματ 26:3· Λου 3:2) Ο Ιησούς, μετά τη σύλληψή του, οδηγήθηκε πρώτα στον Άννα για ανάκριση και κατόπιν στάλθηκε στον Καϊάφα για να δικαστεί. (Ιωα 18:13) Ο Άννας κατονομάζεται πρώτος ανάμεσα στους κυριότερους πολέμιους των αποστόλων του Ιησού Χριστού.—Πρ 4:6.
Ο εύπορος και ισχυρός οίκος του Άννα ανήκε στη φυλή του Λευί, και η πώληση ζώων για θυσία μέσα στην περιοχή του ναού ήταν μία από τις κύριες πηγές του εισοδήματός τους—κάτι που αιτιολογεί επαρκώς το γιατί ήθελαν να σκοτώσουν τον Ιησού, ο οποίος καθάρισε δύο φορές το ναό, έναν ναό που τον είχαν μετατρέψει σε «σπηλιά ληστών». (Ιωα 2:13-16· Ματ 21:12, 13· Μαρ 11:15-17· Λου 19:45, 46) Ενδεχομένως, ένας επιπρόσθετος λόγος για τον οποίο ο Άννας μισούσε τον Ιησού και τους αποστόλους του ήταν η διδασκαλία του Ιησού για την ανάσταση, η έγερση του Λαζάρου ως ζωντανή απόδειξη και το γεγονός ότι οι απόστολοι κήρυτταν και δίδασκαν το ίδιο δόγμα, δεδομένου ότι ο Άννας, αν ήταν πράγματι Σαδδουκαίος, δεν πίστευε στην ανάσταση.—Πρ 23:8· παράβαλε 5:17.