ΠΟΔΙΑ
(Ποδιά).
Η λέξη σιμικίνθιον του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου υποδηλώνει κάτι που ζώνει κάποιος γύρω από το μισό σώμα του, ημιζώνιο, στενό κάλυμμα. (Πρ 19:12) Φαίνεται ότι το έδεναν γύρω από τη μέση με σκοπό να καλύψουν ένα μέρος του σώματος για κάποιο μήκος από τη μέση και κάτω. Ποδιά μπορεί να φορούσαν διάφοροι εργαζόμενοι όπως ψαράδες, αγγειοπλάστες, νεροκουβαλητές, παντοπώλες, αρτοποιοί και ξυλουργοί για να προστατέψουν άλλα ενδύματα. Το εφόδ των ιερέων ήταν αρκετά διαφορετικό ένδυμα, καθώς έμοιαζε με ποδιά που κρεμόταν από τους ώμους και αποτελούνταν από κομμάτια μπρος και πίσω.—Εξ 28:6-8· βλέπε ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ.
Στο εδάφιο Λουκάς 17:8 το ρήμα περιζώννυμαι του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου μεταφράζεται “βάζω μια ποδιά”.—Παράβαλε Εφ 6:14.