ΕΡΑΧ
(Εράχ).
1. Γιος του Ουλλά από τη φυλή του Ασήρ.—1Χρ 7:30, 39.
2. Κεφαλή μιας οικογένειας, τα μέλη της οποίας επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ από τη Βαβυλώνα μαζί με τον Ζοροβάβελ. (Εσδ 2:1, 2, 5· Νε 7:6, 7, 10) Πατέρας, ή προπάτορας, του Σεχανία, πεθερού του Τωβία του Αμμωνίτη.—Νε 6:18.