ΤΕΧΝΗ
Η τέχνη, σε ό,τι αφορά τη ζωγραφική, τη γλυπτική και το σχέδιο, δεν τονίζεται πολύ στην Αγία Γραφή. Ωστόσο, η ανθρώπινη ζωή δεν ξεκίνησε σε κάποιον ξερότοπο, αλλά σε έναν κήπο, έναν παράδεισο με δέντρα που ήταν όχι μόνο “καλά για τροφή” αλλά και “επιθυμητά στην όραση”. (Γε 2:9) Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε με την ικανότητα να εκτιμάει την ομορφιά, και η απαράμιλλη ομορφιά, η καλλιτεχνία και το σχέδιο που είναι έκδηλα στη δημιουργία—στα λουλούδια, στα δέντρα, στα βουνά, στις κοιλάδες, στις λίμνες, στους καταρράκτες, στα πουλιά, στα ζώα, καθώς και στην ίδια την ανθρώπινη μορφή—εμπνέουν αίνο για τον Θεό, τον Δημιουργό τους. (Ψλ 139:14· Εκ 3:11· Ασμ 2:1-3, 9, 13, 14· 4:1-5, 12-15· 5:11-15· Ρω 1:20) Ο όρος τέχνη, όπως χρησιμοποιείται εδώ, υποδηλώνει βασικά την αναπαράσταση τέτοιων πραγμάτων με διάφορα υλικά και τεχνοτροπίες.
Ήδη από την εποχή του Αβραάμ η Γραφή κάνει λόγο για δώρα όπως “ένας χρυσός κρίκος για τη μύτη”, χρυσά βραχιόλια και άλλα ασημένια και χρυσά αντικείμενα, τα οποία προσφέρθηκαν στη Ρεβέκκα. (Γε 24:22, 53) Στους βασιλικούς τάφους της Ουρ, της πόλης όπου έζησε κάποτε ο Αβραάμ, έχουν βρεθεί πολλά κομψοτεχνήματα εξαιρετικής καλλιτεχνίας. Ωστόσο, πολλά από τα τεχνουργήματα που έρχονται στο φως μέσω αρχαιολογικών ανασκαφών στα εδάφη του Ιράκ, του Ισραήλ και της Αιγύπτου, καθώς και σε άλλες κοντινές περιοχές, συνδέονται κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τις ειδωλολατρικές παγανιστικές θρησκείες ή με υπερήφανους πολιτικούς ηγεμόνες, γεγονός που μαρτυρεί ότι από νωρίς υπήρξε διαστροφή στη χρήση της τέχνης.
Ποικιλία Υλικών. Φαίνεται ότι ήδη από τη δεύτερη χιλιετία Π.Κ.Χ., οι Αιγύπτιοι, ίσως δε και οι Φοίνικες, ασχολούνταν με την υαλουργία η οποία, όμως, ξεκίνησε προφανώς από τη Μεσοποταμία. Εκεί έχουν βρεθεί θραύσματα από καλοφτιαγμένο γυαλί, τα οποία χρονολογούνται, όπως πιστεύεται, από την τρίτη χιλιετία Π.Κ.Χ. Ο Ιώβ (περ. 1600 Π.Κ.Χ.) περιέγραψε το γυαλί ως κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο. (Ιωβ 28:17) Αν και ήταν αδιαφανές, το χρησιμοποιούσαν για να κατασκευάζουν ειδώλια ζώων, αρωματοδοχεία, περιδέραια και άλλα κοσμήματα. Οι Ρωμαίοι ήταν από τους πρώτους που παρήγαγαν διαφανές γυαλί.—Παράβαλε Απ 4:6· βλέπε ΓΥΑΛΙ.
Οι αρχαίοι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν μεγάλη ποικιλία υλικών, όπως πηλό, ψημένη άργιλο, ξύλο, μπρούντζο ή χαλκό, σίδερο, χρυσάφι, ασήμι, πολύτιμες και ημιπολύτιμες πέτρες, γυαλί, ελεφαντόδοντο, ασβεστόλιθο και μάρμαρο.—Βλέπε ΣΦΡΑΓΙΔΑ.
Εβραϊκή Τέχνη. Τα λιγοστά τεχνουργήματα που σώζονται δεν αρκούν για να μας δώσουν σαφή εικόνα της εβραϊκής τέχνης, αλλά η εκτίμηση για την τέχνη είναι έκδηλη στο Βιβλικό υπόμνημα. Όταν ο λαός βγήκε από την Αίγυπτο, πήραν μαζί τους χρυσά και ασημένια αντικείμενα που τους έδωσαν οι Αιγύπτιοι. (Εξ 12:35) Αντικείμενα όπως αυτά τα συνεισέφεραν ευχαρίστως για το διάκοσμο της σκηνής της μαρτυρίας στην έρημο. (Εξ 35:21-24) Η εργασία για την κατασκευή της σκηνής, του διάκοσμου και του εξοπλισμού της έδωσε διέξοδο στις καλλιτεχνικές τους δεξιότητες στην ξυλουργική, στη μεταλλουργία, στο κέντημα και στην κοσμηματοποιία, ιδιαίτερα δε ο Βεσελεήλ και ο Οολιάβ είχαν αναλάβει την ηγεσία και την καθοδηγία των υπολοίπων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τιμή για τις καλλιτεχνικές τους δεξιότητες δίνεται στον Ιεχωβά.—Εξ 35:30-35· 36:1, 2.
Πριν από την κατασκευή της σκηνής της μαρτυρίας, ο Ααρών είχε χρησιμοποιήσει τις καλλιτεχνικές του δεξιότητες με διεστραμμένο τρόπο, φτιάχνοντας με χαρακτικό εργαλείο μια χυτή εικόνα μοσχαριού για λατρεία. (Εξ 32:3, 4) Μεταγενέστερα και ο Μωυσής επίσης (ή κάποιος τον οποίο διόρισε εκείνος) επέδειξε ανάλογες δεξιότητες, αλλά τις χρησιμοποίησε με κατάλληλο τρόπο, για την κατασκευή του χάλκινου φιδιού. (Αρ 21:9) Εντούτοις, οι διατάξεις του Νόμου που απαγόρευαν την κατασκευή εικόνων για λατρεία, παρότι δεν απέκλειαν κάθε μορφή εικαστικής τέχνης, επιδρούσαν οπωσδήποτε ανασταλτικά όσον αφορά τη ζωγραφική ή τη γλυπτική μεταξύ των Εβραίων. (Εξ 20:4, 5) Δεδομένου ότι η χονδροειδής ειδωλολατρία ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη σε όλα τα έθνη και ότι η τέχνη χρησιμοποιούνταν ευρέως ως μέσο για την προώθησή της, καθίσταται προφανές ότι οι ζωγραφικές ή λαξευτές παραστάσεις ανθρώπων ή ζώων θα αντιμετωπίζονταν με φιλυποψία από όσους τηρούσαν τις διατάξεις του Νόμου, καθώς και από όσους είχαν την ευθύνη για την επιβολή του. (Δευ 4:15-19· 7:25, 26) Ακόμη και τα χερουβείμ της σκηνής της μαρτυρίας καλύπτονταν με ύφασμα κατά τη μεταφορά τους, και έτσι παρέμεναν κρυμμένα από τα βλέμματα του λαού (Αρ 4:5, 6, 19, 20), ενώ τα χερουβείμ που υπήρχαν μεταγενέστερα στο ναό τα έβλεπε μόνο ο αρχιερέας, μία ημέρα το χρόνο. (1Βα 6:23-28· Εβρ 9:6, 7) Επιπρόσθετα, μετά την είσοδο των Ισραηλιτών στην Υποσχεμένη Γη και την εγκατάστασή τους εκεί, η κατά βάση αγροτική ζωή τους σπάνια τους άφηνε τον ελεύθερο χρόνο και τους πόρους που χρειάζονται για εκτενή ενασχόληση με την τέχνη.
Κατά την περίοδο των Κριτών τα μόνα τεχνουργήματα για τα οποία γίνεται λόγος σχετίζονταν με αποστατικές θρησκευτικές συνήθειες.—Κρ 2:13· 6:25· 8:24-27· 17:3-6· 18:14.
Τεχνουργήματα υπό τη μοναρχία. Ενώ το αρχαίο έθνος του Ισραήλ δεν φημίζεται σήμερα για τα έργα τέχνης του, τα στοιχεία μαρτυρούν πως, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, μπορούσε να παραγάγει καλλιτεχνήματα που προσέλκυαν τη γενική προσοχή και αποσπούσαν ευρέως το θαυμασμό. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ, περιγράφοντας πώς ο Ιεχωβά στόλισε και εξωράισε την Ιερουσαλήμ, αναφέρει: «“Άρχισε να δημιουργείται όνομα . . . ανάμεσα στα έθνη λόγω της ομορφιάς σου, γιατί ήταν τέλεια λόγω της λαμπρότητάς μου την οποία είχα βάλει πάνω σου”, λέει ο Υπέρτατος Κύριος Ιεχωβά». (Ιεζ 16:8-14) Ωστόσο, τα επόμενα εδάφια (15-18, 25) δείχνουν ότι αυτή η ομορφιά χρησιμοποιήθηκε με διεστραμμένο τρόπο, καθώς η Ιερουσαλήμ εκπορνευόταν με τα γύρω πολιτικά έθνη. Ο Ιερεμίας επίσης αναφέρει ότι αυτοί που παρατηρούσαν την Ιερουσαλήμ αφότου την κατέλαβε η Βαβυλώνα εκφράζονταν ως εξής: «Αυτή είναι η πόλη για την οποία έλεγαν: “Είναι η τελειότητα της ομορφιάς, αγαλλίαση για όλη τη γη”;» (Θρ 2:15· παράβαλε Ψλ 48:2· 50:2· Ησ 52:1.) Ο ναός που έχτισε ο Σολομών ήταν προφανώς έργο τέχνης εκπάγλου κάλλους και αποκαλείται «οίκος . . . της αγιότητας και της ωραιότητας».—Ησ 64:11· 60:13.
Όσον αφορά την ανέγερση του ναού την εποχή του Βασιλιά Σολομώντα, έχουν γραφτεί πολλά σε εγκυκλοπαιδικά έργα για την υποτιθέμενη έλλειψη καλλιτεχνικών δεξιοτήτων από μέρους των Ισραηλιτών, σε σημείο που να αποδίδεται όλη η τιμή στους Φοίνικες. Ωστόσο, η αφήγηση δείχνει ότι ο Σολομών ζήτησε μόνο έναν Φοίνικα τεχνίτη, εκτός από τους υλοτόμους που εργάζονταν στα δάση του Βασιλιά Χιράμ στον Λίβανο και τους εργάτες στα λατομεία. (1Βα 5:6, 18· 2Χρ 2:7-10) Ο τεχνίτης αυτός, που επίσης ονομαζόταν Χιράμ, ήταν κατά το ήμισυ Ισραηλίτης και κατά το ήμισυ Φοίνικας, και ήταν επιδέξιος στην κατεργασία πολύτιμων μετάλλων, στην ύφανση και στην εγχάραξη. Η Γραφή, όμως, κάνει λόγο και για τους δεξιοτέχνες του Σολομώντα, ενώ και ο Βασιλιάς Χιράμ μίλησε για αυτούς και για τους δεξιοτέχνες του πατέρα του Σολομώντα, του Δαβίδ. (2Χρ 2:13, 14) Το αρχιτεκτονικό σχέδιο του ναού και όλων των χαρακτηριστικών του παραδόθηκε στον Σολομώντα από τον Δαβίδ, που «για όλα έδωσε γραπτώς ενόραση από το χέρι του Ιεχωβά . . . , για όλες τις εργασίες του αρχιτεκτονικού σχεδίου». (1Χρ 28:11-19) Αντίθετα, ο άπιστος Βασιλιάς Άχαζ γοητεύτηκε τόσο πολύ από το ειδωλολατρικό θυσιαστήριο στη Δαμασκό ώστε έστειλε «το σχέδιο του θυσιαστηρίου και το υπόδειγμά του» στον ιερέα Ουριγία, για να κατασκευαστεί αντίγραφό του.—2Βα 16:1-12.
Ο Βασιλιάς Σολομών έφτιαξε επίσης έναν μεγάλο ελεφάντινο θρόνο μοναδικού σχεδίου, επικαλυμμένο με χρυσάφι, καθώς και αγάλματα λιονταριών τα οποία στέκονταν δίπλα στα μπράτσα και πάνω στα έξι σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο θρόνο, από τη μία και την άλλη πλευρά. (1Βα 10:18-20) Εκτεταμένη χρήση ελεφαντόδοντου στο βασιλικό ανάκτορο υποδηλώνεται στο εδάφιο Ψαλμός 45:8. Στο βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, πρωτεύουσα του οποίου ήταν η Σαμάρεια, το σκαλιστό ελεφαντόδοντο στα έπιπλα, στην επένδυση των τοίχων και στα έργα τέχνης ήταν προφανώς δημοφιλές από τις ημέρες του Βασιλιά Αχαάβ και μετά. (1Βα 22:39· Αμ 3:12, 15· 6:4) Αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως μεγάλες ποσότητες από ελεφαντουργήματα, ελεφάντινα πλακίδια και κομμάτια επένδυσης στην περιοχή όπου πιστεύεται ότι βρισκόταν το ανάκτορο. Σε μερικά από αυτά, υπάρχουν ενθέματα από χρυσάφι, λαζουρίτη (λάπις λάζουλι) και γυαλί. Στη Μεγιδδώ βρέθηκαν περίπου 400 ελεφαντουργήματα, μεταξύ των οποίων και όμορφα σκαλισμένες πλάκες, κουτιά με ένθετο ελεφαντόδοντο και άβακες, που θεωρείται ότι χρονολογούνται από το 12ο περίπου αιώνα Π.Κ.Χ.
Ο Ιεζεκιήλ είδε σε όραμα λαξευτές παραστάσεις ερπετών, ζώων και ειδώλων σε έναν τοίχο που βρισκόταν στην περιοχή του ναού, στην αποστατική Ιερουσαλήμ (Ιεζ 8:10), η δε συμβολική Οολιβά (που αντιπροσωπεύει την άπιστη Ιερουσαλήμ) αναφέρεται ότι έβλεπε εικόνες Χαλδαίων λαξευμένες στον τοίχο και ζωγραφισμένες με κιννάβαρι, μια βαφή με έντονη κόκκινη απόχρωση.—Ιεζ 23:14· παράβαλε Ιερ 22:14.
Σχέση με τη Χριστιανοσύνη. Ο Παύλος υπήρξε μάρτυρας του καλλιτεχνικού μεγαλείου της Αθήνας, το οποίο αναπτύχθηκε με επίκεντρο τη λατρεία των ελληνικών θεοτήτων, και έδειξε στους ακροατές του εκεί πόσο παράλογο ήταν να φαντάζονται άνθρωποι που όφειλαν τη ζωή και την ύπαρξή τους στον αληθινό Θεό και Δημιουργό ότι «το Θεϊκό Ον είναι όμοιο με χρυσάφι ή ασήμι ή πέτρα, όμοιο με κάτι χαραγμένο με την τέχνη και την επινοητικότητα του ανθρώπου». (Πρ 17:29) Με αυτόν τον τρόπο κατέδειξε και πάλι ότι η ομορφιά των έργων τέχνης, όσο εντυπωσιακή ή ελκυστική και αν είναι, δεν υποδεικνύει από μόνη της κάποια θρησκεία ως την αληθινή λατρεία.—Παράβαλε Ιωα 4:23, 24.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες ή σωζόμενα αντικείμενα που να μαρτυρούν ότι οι Χριστιανοί του πρώτου αιώνα Κ.Χ. ασχολούνταν με την τέχνη. Μόλις κατά το δεύτερο και τον τρίτο αιώνα Κ.Χ. αρχίζουν να εμφανίζονται κάποια έργα ζωγραφικής και γλυπτικής στις κατακόμβες, τα οποία αποδίδονται στους κατ’ όνομα Χριστιανούς. Ωστόσο, μετά την ένωση Εκκλησίας και Κράτους τον τέταρτο αιώνα, η τέχνη άρχισε να προσλαμβάνει εξοχότητα η οποία τελικά έγινε ανάλογη της εξοχότητας που της προσέδιδαν οι ειδωλολατρικές θρησκείες, ενώ συχνά συνδεόταν με αυτές ή τις μιμούνταν άμεσα, τόσο στους συμβολισμούς όσο και στην τεχνική. Ο Λουί Ρεό, ο οποίος κατείχε την έδρα της Ιστορίας Μεσαιωνικής Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στη Γαλλία, καταδεικνύει στο έργο του Εικονογραφία της Χριστιανικής Τέχνης ([Iconographie de l’art chrétien] Παρίσι, 1955, Τόμ. 1, σ. 10) ότι οι ιστορικοί της τέχνης έχουν αναγνωρίσει από καιρό την ύπαρξη τέτοιων παγανιστικών στοιχείων και ότι η ευθύνη για αυτό βαρύνει όχι μόνο τους καλλιτέχνες αλλά και την πολιτική που εφάρμοζε η ίδια η εκκλησία. Τονίζει (σ. 50) ότι η εκκλησία, αντί να μεταστρέφει τους ειδωλολάτρες από τις παλιές συνήθειες και τις μορφές λατρείας που είχαν, επέλεξε να σεβαστεί «τα πατροπαράδοτα έθιμά τους και να τα συνεχίσει, μετονομάζοντάς τα».
Συνεπώς, δεν μας εκπλήσσει το ότι τα ζώδια, που κατείχαν εξέχουσα θέση στην αρχαία Βαβυλώνα, απεικονίζονται σε καθεδρικούς ναούς όπως η Παναγία των Παρισίων, όπου εμφανίζονται στην αριστερή είσοδο, καθώς και στον τεράστιο κεντρικό ρόδακα, γύρω από τη Μαρία. (Παράβαλε Ησ 47:12-15.) Παρόμοια, ένας τουριστικός οδηγός για τον καθεδρικό ναό της Οσέρ, επίσης στη Γαλλία, λέει ότι στην κεντρική είσοδο του ναού «ο γλύπτης έχει δημιουργήσει μια σύνθεση με ειδωλολατρικούς ήρωες: τον θεό Έρωτα να κοιμάται γυμνός . . . καθώς επίσης τον Ηρακλή και έναν Σάτυρο [ον που οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ήταν ενδιάμεσο μεταξύ των θεών και των ανθρώπων]! Μια σκηνή στο κάτω δεξί τμήμα του γλυπτού θυρώματος παρουσιάζει την παραβολή του Ασώτου».
Παρόμοια, στην είσοδο της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη εμφανίζεται όχι μόνο η μορφή του Χριστού και της «Παρθένου» αλλά και ο Γανυμήδης «απαγόμενος υπό του αετού» για να γίνει οινοχόος του Δία, του βασιλιά των θεών, και η «Λήδα [η οποία γέννησε τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη] γονιμοποιούμενη από τον κύκνο» Δία. Σχολιάζοντας περαιτέρω τις παγανιστικές αυτές επιρροές, ο Ρεό ρωτάει: «Και τι να πει κανείς για την Έσχατη Κρίση στην Καπέλα Σιξτίνα, το κυριότερο παρεκκλήσι του Βατικανού, όπου βλέπουμε τον γυμνό Χριστό του Μιχαήλ Άγγελου να εξακοντίζει την αστραπή όπως ο κεραύνειος Γιούπιτερ [ο πατέρας των ρωμαϊκών θεών], και τους Καταδικασμένους να περνούν τη Στύγα [τον ποταμό που σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες διέσχιζαν οι νεκροί] με τη βάρκα του Χάροντα;» Όπως δηλώνει: «Ένα πρότυπο που τέθηκε από τόσο ψηλά [δηλαδή που είχε την επιδοκιμασία του παπισμού] δεν υπήρχε περίπτωση να μην τύχει μίμησης».
Όπως είδαμε, ο σαρκικός Ισραήλ δεν έδινε μεγάλη σημασία στην τέχνη, η οποία ουσιαστικά απουσιάζει και από το υπόμνημα της νεοσύστατης εκκλησίας του πνευματικού Ισραήλ τον πρώτο αιώνα Κ.Χ. Αλλά στον τομέα της λογοτεχνίας οι Ισραηλίτες ξεπέρασαν όλους τους άλλους λαούς δεδομένου ότι χρησιμοποιήθηκαν από τον Θεό για τη δημιουργία ενός έργου απαράμιλλης ομορφιάς, όχι μόνο από πλευράς μορφής, αλλά κυρίως από πλευράς περιεχομένου: της Αγίας Γραφής. Τα θεόπνευστα συγγράμματά τους είναι «σαν χρυσά μήλα σε ασημένια σκαλίσματα», με κρυστάλλινες αλήθειες τέτοιας λαμπρότητας που συναγωνίζονται και τα πολυτιμότερα πετράδια, και λεκτικές εικόνες που μεταδίδουν οράματα και σκηνές μεγαλείου και ωραιότητας τα οποία αδυνατούν να απεικονίσουν οι ανθρώπινοι καλλιτέχνες.—Παρ 25:11· 3:13-15· 4:7-9· 8:9, 10.