ΑΣΑ
(Ασά).
1. Ο τρίτος βασιλιάς του Ιούδα μετά τη διαίρεση του έθνους σε δύο βασίλεια. Ο Ασά ήταν γιος του Αβιάμ (Αβιά) και εγγονός του Ροβοάμ. Βασίλεψε 41 χρόνια (977-937 Π.Κ.Χ.).—1Βα 15:8-10.
Ο Ζήλος του Ασά για την Αγνή Λατρεία. Ο Ιούδας και ο Βενιαμίν είχαν βυθιστεί στην αποστασία κατά τη διάρκεια των 20 ετών που ακολούθησαν μετά τη διαίρεση του έθνους σε δύο βασίλεια. «Όπως ο Δαβίδ ο προπάτοράς του», έτσι και ο Ασά εκδήλωσε ζήλο για την αγνή λατρεία και άρχισε με θάρρος να καθαρίζει τη χώρα από τους ιερόδουλους των ναών και τα είδωλα. Απομάκρυνε τη γιαγιά του τη Μααχά από τη θέση που κατείχε, θέση ανάλογη με αυτήν της “πρώτης κυρίας” της χώρας, επειδή είχε φτιάξει «ένα φρικτό είδωλο» για τον ιερό στύλο, ή αλλιώς για την Ασεράχ, και έκαψε το θρησκευτικό αυτό είδωλο.—1Βα 15:11-13.
Τα εδάφια 2 Χρονικών 14:2-5 αναφέρουν ότι ο Ασά «αφαίρεσε . . . τα θυσιαστήρια των αλλοεθνών και τους υψηλούς τόπους και έσπασε τις ιερές στήλες και έκοψε τους ιερούς στύλους». Ωστόσο, τα εδάφια 1 Βασιλέων 15:14 και 2 Χρονικών 15:17 δείχνουν ότι «τους υψηλούς τόπους δεν τους αφαίρεσε». Οι υψηλοί τόποι, λοιπόν, για τους οποίους γίνεται λόγος στην πρώτη από τις δύο αυτές περικοπές του Δεύτερου Χρονικών μπορεί να αναφέρονται σε τόπους όπου ασκούνταν η ξενόφερτη παγανιστική λατρεία που μόλυνε τον Ιούδα, ενώ η περικοπή από το Πρώτο Βασιλέων μπορεί να αναφέρεται σε υψηλούς τόπους όπου ο λαός λάτρευε τον Ιεχωβά. Ακόμη και μετά την εγκατάσταση της σκηνής της μαρτυρίας σε σταθερό τόπο και τη μεταγενέστερη έναρξη της λειτουργίας του ναού, περιστασιακά γίνονταν θυσίες προς τον Ιεχωβά σε υψηλούς τόπους, κάτι το οποίο Εκείνος αποδεχόταν υπό ειδικές περιστάσεις, όπως συνέβη με τον Σαμουήλ, τον Δαβίδ και τον Ηλία. (1Σα 9:11-19· 1Χρ 21:26-30· 1Βα 18:30-39) Παρ’ όλα αυτά, ο κανονικός, εγκεκριμένος τόπος για θυσίες ήταν αυτός που είχε ορίσει ο Ιεχωβά. (Αρ 33:52· Δευ 12:2-14· Ιη 22:29) Διάφορες ακατάλληλες μορφές λατρείας σε υψηλούς τόπους μπορεί να συνέχισαν να υφίστανται παρά την αφαίρεση των ειδωλολατρικών υψηλών τόπων, ίσως επειδή ο βασιλιάς δεν επιδόθηκε στην εξάλειψή τους με το ίδιο σθένος το οποίο επέδειξε στην αφαίρεση των ειδωλολατρικών τόπων. Ή μπορεί ο Ασά να πραγματοποίησε την πλήρη αφαίρεση όλων των υψηλών τόπων, αλλά με τον καιρό να επανεμφανίστηκαν τέτοιοι τόποι οι οποίοι δεν αφαιρέθηκαν μέχρι το τέλος της βασιλείας του, γεγονός που επέτρεψε στο διάδοχό του τον Ιωσαφάτ να τους κατασυντρίψει.
Ο ζήλος που επέδειξε ο Ασά για την ορθή λατρεία έφερε ευλογίες ειρήνης από τον Ιεχωβά στη διάρκεια των πρώτων δέκα ετών της βασιλείας του. (2Χρ 14:1, 6) Αργότερα ο Ιούδας υπέστη επίθεση από μια δύναμη ενός εκατομμυρίου πολεμιστών υπό τον Ζερά τον Αιθίοπα. Μολονότι μειονεκτούσε πάρα πολύ αριθμητικά, ο Ασά βγήκε να αντικρούσει την εισβολή στη Μαρησάχ, περίπου 38 χλμ. ΔΝΔ της Ιερουσαλήμ, στα πεδινά του Ιούδα. Στην ένθερμη προσευχή που έκανε πριν αρχίσει η μάχη, αναγνώρισε ότι ο Θεός έχει τη δύναμη να απελευθερώνει και ικέτευσε τον Ιεχωβά για βοήθεια, λέγοντας: «Σε εσένα στηριζόμαστε και στο όνομά σου έχουμε βγει εναντίον αυτού του πλήθους. Ιεχωβά, εσύ είσαι ο Θεός μας. Ας μην υπερισχύσει θνητός άνθρωπος εναντίον σου». Το αποτέλεσμα ήταν ολοκληρωτική νίκη.—2Χρ 14:8-15.
Κατόπιν συναντάει τον Ασά ο προφήτης Αζαρίας ο οποίος του υπενθυμίζει τα εξής: «Ο Ιεχωβά θα είναι μαζί σας όσο εσείς θα είστε μαζί του», και «αν τον εγκαταλείψετε, θα σας εγκαταλείψει». Επαναφέρει στη μνήμη τις καταστροφικές διαμάχες που αντιμετώπισε το έθνος όταν ήταν αποξενωμένο από τον Ιεχωβά και προτρέπει τον Ασά να συνεχίσει θαρραλέα τη δράση του υπέρ της αγνής λατρείας. (2Χρ 15:1-7) Ο Ασά ανταποκρίνεται αμέσως και ενισχύει το έθνος σε σχέση με την απόδοση αληθινής υπηρεσίας στον Ιεχωβά, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν πολλά άτομα το βόρειο βασίλειο και να συμμετάσχουν σε μια μεγάλη σύναξη στην Ιερουσαλήμ, το 15ο έτος της διακυβέρνησης του Ασά (963 Π.Κ.Χ.). Σε αυτή τη σύναξη συνάπτεται διαθήκη όπου δηλώνεται η σταθερή απόφαση του λαού να αναζητάει τον Ιεχωβά και ορίζεται θανατική ποινή για όσους δεν τηρήσουν αυτή τη διαθήκη.—2Χρ 15:8-15.
Μηχανορραφίες και Εχθροπραξίες Εναντίον του Βαασά. Ο Βασιλιάς Βαασά του Ισραήλ άρχισε να οχυρώνει τη μεθόρια πόλη Ραμά, η οποία βρισκόταν πάνω στην κύρια οδό που οδηγούσε στην Ιερουσαλήμ και σε απόσταση λίγων μόνο χιλιομέτρων Β αυτής της πόλης, για να κλείσει το δρόμο σε όποιους είχαν την πρόθεση να επιστρέψουν στον Ιούδα. Ο Ασά, είτε επειδή βασίστηκε σε κάποιον ανθρώπινο τρόπο σκέψης είτε επειδή ακολούθησε κακές συμβουλές, αυτή τη φορά δεν στηρίχτηκε αποκλειστικά στον Ιεχωβά και κατέφυγε στη διπλωματία και σε συνωμοτικούς ελιγμούς για να απομακρύνει την απειλή. Πήρε τους θησαυρούς του ναού και της βασιλικής κατοικίας και τους έστειλε στον Βασιλιά Βεν-αδάδ Α΄ της Συρίας δωροδοκώντας τον για να επιτεθεί στα βόρεια σύνορα του Ισραήλ και έτσι να αποσπάσει την προσοχή του Βαασά. Ο Βεν-αδάδ Α΄ συμφώνησε, και η επιδρομή του σε ισραηλιτικές πόλεις στο Β διέκοψε το οικοδομικό έργο του Βαασά και ανάγκασε τις δυνάμεις του να αποσυρθούν από τη Ραμά. Τότε ο Ασά επιστράτευσε όλους τους άντρες που είχε στη διάθεσή του, από ολόκληρο το βασίλειο του Ιούδα, και μετέφερε όλα τα οικοδομικά υλικά του Βαασά, χρησιμοποιώντας τα για να οχυρώσει τις πόλεις Γααβά και Μισπά.—1Βα 15:16-22· 2Χρ 16:1-6.
Για αυτή του την ενέργεια, ο Ασά βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Ανανί τον βλέποντα, ο οποίος επισήμανε την ασυνεπή πορεία του Ασά, δεδομένου ότι δεν στηρίχτηκε στον Θεό που τον είχε ελευθερώσει από την τεράστια δύναμη των Αιθιόπων, και του υπενθύμισε ότι «τα μάτια του Ιεχωβά περιτρέχουν όλη τη γη για να δείξει την ισχύ του υπέρ εκείνων που έχουν την καρδιά πλήρη προς αυτόν». Εξαιτίας της ανοησίας του, ο Ασά θα αντιμετώπιζε στο εξής συνεχείς πολέμους. Δυσφορώντας με τη διόρθωση που του δόθηκε, ο Ασά φυλάκισε άδικα τον Ανανί, ενώ φέρθηκε καταπιεστικά και σε κάποιους άλλους από το λαό.—2Χρ 16:7-11.
Η δήλωση του εδαφίου 2 Χρονικών 16:1 ότι ο Βαασά ανέβηκε εναντίον του Ιούδα «το τριακοστό έκτο έτος της βασιλείας του Ασά» έχει δημιουργήσει ορισμένα ερωτηματικά, εφόσον η διακυβέρνηση του Βαασά, η οποία άρχισε το τρίτο έτος του Ασά και διήρκεσε μόνο 24 χρόνια, είχε τερματιστεί περίπου 10 χρόνια πριν από το 36ο έτος της διακυβέρνησης του Ασά. (1Βα 15:33) Μολονότι ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για λανθασμένη αντιγραφή και πιστεύουν ότι εννοείται το 16ο ή το 26ο έτος της βασιλείας του Ασά, δεν είναι απαραίτητο να ισχύει το ενδεχόμενο ενός τέτοιου λάθους για να εναρμονιστούν οι αφηγήσεις. Οι Εβραίοι σχολιαστές παραθέτουν από το Σέντερ Ολάμ, το οποίο υποδεικνύει ότι το 36ο έτος υπολογιζόταν από την έναρξη του ξεχωριστού βασιλείου του Ιούδα (997 Π.Κ.Χ.) και αντιστοιχούσε στο 16ο έτος του Ασά (ο Ροβοάμ κυβέρνησε 17 χρόνια, ο Αβιά 3 χρόνια και ο Ασά διένυε τώρα το 16ο έτος του). (Τα Βιβλία της Αγίας Γραφής, του Εκδοτικού Οίκου Σοντσίνο [Soncino Books of the Bible], Λονδίνο, 1952, υποσ. στο εδ. 2Χρ 16:1) Αυτή ήταν και η άποψη του Αρχιεπισκόπου Άσερ. Άρα λοιπόν, και η φαινομενική διαφορά ανάμεσα στη δήλωση του εδαφίου 2 Χρονικών 15:19, σύμφωνα με το οποίο «δεν έγινε πόλεμος μέχρι το τριακοστό πέμπτο [στην ουσία, το δέκατο πέμπτο] έτος της βασιλείας του Ασά», και στη δήλωση του εδαφίου 1 Βασιλέων 15:16, σύμφωνα με το οποίο «υπήρχε πόλεμος μεταξύ του Ασά και του Βαασά, του βασιλιά του Ισραήλ, όλες τις ημέρες τους», μπορεί να εξηγηθεί με την έννοια ότι, από τότε που άρχισαν οι διαμάχες μεταξύ των δύο βασιλιάδων, δεν τερματίστηκαν ποτέ, όπως είχε προείπει ο Ανανί.—2Χρ 16:9.
Αρρώστια και Θάνατος. Στα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του ο Ασά υπέφερε από μια αρρώστια των ποδιών (ίσως ποδάγρα) και ενεργώντας άσοφα επιζήτησε σωματική θεραπεία παρά πνευματική. Όταν πέθανε, θάφτηκε με τιμές στον τάφο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος στην Πόλη του Δαβίδ.—1Βα 15:23, 24· 2Χρ 16:12-14.
Παρά την έλλειψη σοφίας και πνευματικής ενόρασης που εκδήλωσε σε ορισμένες περιπτώσεις ο Ασά, οι καλές ιδιότητές του καθώς και το γεγονός ότι έμεινε μακριά από την αποστασία μέτρησαν προφανώς περισσότερο από τα λάθη του, γι’ αυτό και θεωρείται ένας από τους πιστούς βασιλιάδες της γραμμής του Ιούδα. (2Χρ 15:17) Στα 41 χρόνια της βασιλείας του Ασά, κάθησαν στο θρόνο του Ισραήλ οχτώ βασιλιάδες: ο Ιεροβοάμ, ο Ναδάβ, ο Βαασά, ο Ηλά, ο Ζιμβρί, ο Αμρί, ο Θιβνί (ο οποίος κυβέρνησε σε ένα τμήμα του Ισραήλ ως αντίπαλος του Αμρί) και ο Αχαάβ. (1Βα 15:9, 25, 33· 16:8, 15, 16, 21, 23, 29) Όταν πέθανε ο Ασά, έγινε βασιλιάς ο γιος του ο Ιωσαφάτ.—1Βα 15:24.
2. Γιος του Λευίτη Ελκανά και πατέρας του Βερεχία, για τον οποίο αναφέρεται ότι κατοικούσε «στους οικισμούς των Νετωφαθιτών» μετά την επιστροφή από τη βαβυλωνιακή εξορία.—1Χρ 9:16.