ΚΑΚΟΛΟΓΙΑ
Έτσι αποδίδεται η λέξη καταλαλιά του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου. Το συγγενικό ρήμα καταλαλέω σημαίνει κατά κυριολεξία «μιλώ εναντίον», μάλιστα αδικαιολόγητα και συνήθως με μοχθηρό ή εχθρικό τρόπο. (1Πε 2:12· 3:16) Ο μαθητής Ιάκωβος συνέδεσε αυτή την έκφραση με την άδικη κρίση ή καταδίκη, μεταδίδοντας έτσι την έννοια της αδικαιολόγητης επίκρισης.—Ιακ 4:11· παράβαλε Ψλ 50:20.
Οι κακολόγοι, δηλαδή τα άτομα που μιλούν με μοχθηρία εναντίον άλλων πίσω από την πλάτη τους, είναι ανάμεσα σε εκείνους κατά των οποίων στρέφεται η οργή του Ιεχωβά, ο δε Λόγος του δείχνει ότι όλοι όσοι συνεχίζουν να ενεργούν με αυτόν τον τρόπο είναι άξιοι θανάτου. (Ρω 1:18, 28-30, 32) Ο απόστολος Παύλος εξέφρασε μεγάλη ανησυχία μήπως έβρισκε μέλη της εκκλησίας της Κορίνθου να επιδίδονται μεταξύ άλλων σοβαρών αδικημάτων και σε κακολογίες. (2Κο 12:20) Για να επιδράσει πλήρως ο Λόγος, ή το άγγελμα, του Θεού στους νέους μαθητές του Ιησού Χριστού, πρέπει αυτοί να απαλλαχτούν από κακολογία και κάθε άλλη μορφή κακίας. Μόνο τότε το «γάλα του λόγου», δηλαδή οι Γραφικές αλήθειες που απευθύνονται στις ανάγκες τους, είναι δυνατόν να αποφέρει αύξηση προς σωτηρία.—1Πε 2:1, 2.