ΒΙΛΓΑ
(Βιλγά) [Λαμπρότητα].
1. Επικεφαλής της 15ης από τις 24 υποδιαιρέσεις ιερατικής υπηρεσίας όταν ο Δαβίδ αναδιοργάνωσε την υπηρεσία του αγιαστηρίου.—1Χρ 24:1, 3, 14.
2. Ιερέας που επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ μαζί με τον Ζοροβάβελ το 537 Π.Κ.Χ. (Νε 12:1, 5, 7) Στην επόμενη γενιά, η κεφαλή του πατρικού οίκου του ήταν ο Σαμμουά.—Νε 12:12, 18, 26.