ΚΟΥΚΙΑ
[εβρ., πωλ].
Ο εβραϊκός όρος αντιστοιχεί στον αραβικό όρο φουλ και ταυτίζεται με το φυτό κουκιά (κύαμος ο κοινός [Vicia faba]), ένα ετήσιο φυτό που καλλιεργείται ευρέως στη Συρία και στην Παλαιστίνη. Κουκιά έχουν βρεθεί μέσα σε φέρετρα με αιγυπτιακές μούμιες, πράγμα που δείχνει ότι στην Αίγυπτο χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα.
Το εν λόγω φυτό έχει στέλεχος ανθεκτικό και όρθιο, φτάνει σε ύψος περίπου το 1 μ. και ευωδιάζει όταν είναι ανθισμένο. Οι ώριμοι λοβοί είναι μεγάλοι και παχείς, τα δε σπέρματα καφέ ή μαύρα. Σπέρνονται μετά τα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια και η συγκομιδή τους γίνεται συνήθως στα τέλη της άνοιξης, όταν κοντεύει να τελειώσει ο θερισμός του κριθαριού και του σιταριού. Τα φυτά λιχνίζονται όπως περίπου τα σιτηρά. Για να φαγωθούν, τα χλωρά, άγουρα κουκιά βράζονται ολόκληρα ως λαχανικά, ενώ τα ξερά κουκιά μαγειρεύονται συνήθως με λάδι και κρέας.
Όταν ο Δαβίδ έφυγε από την Ιερουσαλήμ και πέρασε στην άλλη πλευρά του Ιορδάνη εξαιτίας της ανταρσίας του Αβεσσαλώμ, μια αντιπροσωπεία υποδέχτηκε τη συνοδεία του στη Μαχαναΐμ προσφέροντας εθελοντικά εξοπλισμό και τρόφιμα, στα οποία περιλαμβάνονταν και κουκιά. (2Σα 17:24-29) Στον Ιεζεκιήλ δόθηκε η οδηγία να αναμείξει κουκιά με φακές και σιτηρά και να φτιάξει σκληρό ψωμί το οποίο θα έπρεπε να τρώει με το ζύγι, ώστε να αναπαραστήσει την πείνα που θα επικρατούσε.—Ιεζ 4:9, 10.