ΒΟΥΚΚΙ
(Βουκκί) [συντετμημένη μορφή του Βουκκίας].
1. Αρχηγός από τη φυλή του Δαν τον οποίο διόρισε ο Ιεχωβά να βοηθήσει στο μοίρασμα της Υποσχεμένης Γης στις διάφορες φυλές. Γιος του Ιογλί.—Αρ 34:16-18, 22.
2. Απόγονος του Ααρών μέσω του Ελεάζαρ και του Φινεές, και πρόγονος του Έσδρα. (1Χρ 6:4, 5, 50, 51· Εσδ 7:1-6) Ίσως υπηρέτησε ως αρχιερέας στην περίοδο των Κριτών.