ΠΥΚΝΟΝΩΤΟΣ
(πυκνόνωτος) [εβρ., ‛αγούρ].
Αυτή η ονομασία προσδιορίζει αρκετά είδη τσιχλόμορφων πουλιών μεσαίου μεγέθους που συναντώνται στην Αφρική και στη νότια Ασία, περιλαμβανομένης της Παλαιστίνης. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πυκνόνωτου είναι ο κοντός λαιμός, οι κοντές φτερούγες και η μακριά ουρά. Μολονότι πολλές μεταφράσεις χρησιμοποιούν την απόδοση «γερανός» για τη λέξη ‛αγούρ, η αναφορά του Εζεκία στο “τερέτισμα” του πουλιού που εννοείται εδώ δύσκολα θα μπορούσε να περιγράφει το βαθύ, όμοιο με σάλπισμα ήχο που βγάζει αυτό το μεγάλο πουλί, δηλαδή ο γερανός. (Ησ 38:14) Σύμφωνα με το Λεξικό των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης ([Lexicon in Veteris Testamenti Libros] των Λ. Κέλερ και Β. Μπαουμγκάρτνερ, Λέιντεν, 1958, σ. 679), η ονομασία ‛αγούρ προσδιορίζει τον πυκνόνωτο (Pycnonotus Reichenovi). Ο Λούντβιχ Κέλερ λέει ότι η εβραϊκή λέξη ‛αγούρ περιγράφει ένα πουλί που “ορθώνει, ή αλλιώς σηκώνει, τα πούπουλά του” και αναφέρει για τον πυκνόνωτο ότι, «όταν διακόπτει (το κελάηδημά του), σηκώνει . . . κάπου κάπου τα όμοια με λοφίο πούπουλα που προεξέχουν στο πίσω μέρος του κεφαλιού του». (Μικρά Φώτα [Kleine Lichter], Ζυρίχη, 1945, σ. 38, 39) Ανόμοια με το σχετικά βαθύ ήχο του γερανού, το κελάηδημα του πυκνόνωτου μοιάζει περισσότερο με τον τόνο του φλάουτου και περιγράφεται ως συνδυασμός τερετίσματος και τιτιβίσματος.
Ο Ιερεμίας (8:7) προφανώς αναφέρεται στην εποχική άφιξη των αποδημητικών πουλιών όταν επικρίνει τους Ισραηλίτες επειδή δεν διακρίνουν τον καιρό της κρίσης του Θεού σε βάρος τους.