ΧΑΡΜΙ
(Χαρμί) [πιθανώς, Αμπελουργός].
1. Γιος του Ρουβήν και αδελφός του Ανώχ, του Φαλλού και του Εσρών, προπάτορας των Χαρμιτών. Ο Χαρμί πήγε στην Αίγυπτο μαζί με το υπόλοιπο σπιτικό του Ιακώβ.—Γε 46:9· Εξ 6:14· Αρ 26:6· 1Χρ 5:3.
2. Πατέρας του Αχάν και απόγονος του Ιούδα και της Θάμαρ μέσω του Ζερά και του Ζαβδί. (Ιη 7:1, 18) Ο χαρακτηρισμός «γιοι του Ιούδα» στο εδάφιο 1 Χρονικών 4:1, όπου αναφέρεται και ο Χαρμί, πρέπει προφανώς να εννοηθεί ότι περιλαμβάνει μεταγενέστερους απογόνους.—Παράβαλε 1Χρ 2:4-7.