ΚΛΕΟΠΑΣ
(Κλεόπας) [πιθανώς συντετμημένη μορφή του Κλεόπατρος, που σημαίνει «Ένδοξος Πατέρας»].
Ο ένας από τους δύο μαθητές, από τους οποίους κανείς δεν ήταν απόστολος, οι οποίοι ταξίδευαν προς το χωριό Εμμαούς την ημέρα της ανάστασης του Ιησού. Όταν ο Ιησούς τούς πλησίασε ως ξένος και τους ρώτησε τι συζητούσαν, ο Κλεόπας απάντησε: «Μόνος σου παροικείς εσύ στην Ιερουσαλήμ και δεν ξέρεις όσα συνέβησαν σε αυτήν τούτες τις ημέρες;» Αφού ο Ιησούς τούς εξήγησε πολλές Γραφικές περικοπές και κατόπιν έκανε γνωστή την ταυτότητά του, ο Κλεόπας και ο σύντροφός του, αντί να διανυκτερεύσουν στο χωριό Εμμαούς, έσπευσαν να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ και έφεραν τα νέα στους άλλους. (Λου 24:13-35) Το ελληνικό όνομα Κλεόπας δεν θα πρέπει να συγχέεται με το αραμαϊκό όνομα Κλωπάς.—Ιωα 19:25.