ΚΟΡΒΑΝ
(κορβάν).
Σύμφωνα με την εξήγηση που δίνεται στο εδάφιο Μάρκος 7:11, το «κορβάν» είναι «δώρο αφιερωμένο στον Θεό». Η λέξη κορβάν του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου αποτελεί μεταγραφή της εβραϊκής λέξης κορμπάν που σημαίνει προσφορά. Αυτή η εβραϊκή λέξη χρησιμοποιείται στα βιβλία Λευιτικό και Αριθμοί, αναφερόμενη τόσο σε αιματηρές όσο και σε αναίμακτες προσφορές. (Λευ 1:2, 3· 2:1· Αρ 5:15· 6:14, 21) Χρησιμοποιείται επίσης στα εδάφια Ιεζεκιήλ 20:28 και 40:43. Συναφής με τη λέξη κορβάν του ελληνικού κειμένου είναι η λέξη κορβανᾶς, που εμφανίζεται στο εδάφιο Ματθαίος 27:6, όπου περιέχεται η δήλωση των πρωθιερέων ότι δεν θα ήταν νόμιμο να πάρουν τα χρήματα της προδοσίας, τα ασημένια νομίσματα που είχε ρίξει στο ναό ο Ιούδας, και να τα βάλουν στο «ιερό θησαυροφυλάκιο [κορβανᾶν]», διότι ήταν «τιμή αίματος».
Την εποχή της επίγειας διακονίας του Ιησού Χριστού είχε αναπτυχθεί μια αξιόμεμπτη συνήθεια σε σχέση με τα δώρα τα οποία αφιέρωναν στον Θεό. Αναφορικά με αυτό, ο Ιησούς κατήγγειλε τους Φαρισαίους ως υποκριτές, επειδή έθεταν τη δική τους παράδοση πάνω από το νόμο του Θεού. Προφασιζόμενοι ότι περιφρουρούσαν για λογαριασμό του Θεού κάτι που είχε χαρακτηριστεί «κορβάν», παραμέριζαν τη θεϊκή απαίτηση που υπαγόρευε απόδοση τιμής στους γονείς. (Ματ 15:3-6) Κάποιος μπορούσε απλώς να πει: «Ας γίνει κορβάν» ή «Είναι κορβάν», αναφορικά με την περιουσία του ή κάποιο μέρος της. Εκείνον τον καιρό οι Φαρισαίοι δίδασκαν ότι από τη στιγμή που κάποιος χαρακτήριζε τα υπάρχοντά του «κορβάν», δηλαδή δώρο αφιερωμένο στον Θεό, δεν μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να καλύψει τις ανάγκες των γονέων του, όσο φτωχοί και αν ήταν αυτοί, αν και είχε τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιεί ο ίδιος μέχρι το θάνατό του, εφόσον επέλεγε κάτι τέτοιο. Επομένως, μολονότι αυτοί οι Φαρισαίοι ισχυρίζονταν ότι τιμούσαν τον Θεό, οι καρδιές τους δεν βρίσκονταν σε αρμονία με τις δίκαιες απαιτήσεις του.—Μαρ 7:9-13.
Ο ιστορικός Ιώσηπος εφάρμοσε το «κορβάν» σε άτομα, αναφέροντας: «Όσοι χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους “κορβάν” στον Θεό, πράγμα που στην ελληνική γλώσσα σημαίνει “δώρο”, όταν θελήσουν να απαλλαχτούν από αυτή την υποχρέωση, οφείλουν να καταβάλουν ένα ορισμένο ποσό στους ιερείς». (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Δ΄, 73 [iv, 4]) Μολαταύτα, ο όρος «κορβάν» χρησιμοποιούνταν γενικότερα για κάθε ιδιοκτησία την οποία αφιέρωναν στον Θεό ως δώρο.