ΓΙΝΝΕΘΩΝ
(Γιννεθών).
1. Πατρικός οίκος ιερέων του οποίου επικεφαλής ήταν κάποιος Μεσουλλάμ την εποχή που ήταν κυβερνήτης ο Νεεμίας.—Νε 12:12, 16, 26.
2. Ένας από τους ιερείς, ή κάποιος προπάτοράς του, οι οποίοι επικύρωσαν με σφραγίδα την «αξιόπιστη συμφωνία» που συνάφθηκε όταν ήταν κυβερνήτης ο Νεεμίας.—Νε 9:38· 10:1, 6, 8.