ΘΕΟΣΕΒΗΣ ΑΦΟΣΙΩΣΗ
Ευλάβεια, λατρεία και υπηρεσία προς τον Θεό, με οσιότητα στην παγκόσμια κυριαρχία του. Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές χρησιμοποιούν τη λέξη εὐσέβεια, καθώς επίσης το αντίστοιχο επίθετο, επίρρημα και ρήμα. Το ουσιαστικό εὐσέβεια, όπως χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή, μπορεί να μεταφραστεί κατά κυριολεξία «καλή ευλάβεια» και εφαρμόζεται στην ευλάβεια ή στην αφοσίωση προς αυτό που είναι πραγματικά άγιο και δίκαιο. Το αντίθετο της λέξης εὐσέβεια («θεοσεβής αφοσίωση») στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο είναι η λέξη ἀσέβεια.
Στο σύγγραμμα Χριστιανικές Λέξεις (Christian Words), ο Νάιτζελ Τέρνερ έγραψε: «Η λέξη εὐσέβεια εμφανίζεται περιστασιακά στις επιγραφές εκείνης της εποχής υποδηλώνοντας την προσωπική θρησκευτική αφοσίωση . . . αλλά η ευρύτερη έννοιά της στη δημώδη ελληνική της ρωμαϊκής περιόδου ήταν “οσιότητα”. . . . Για τους Χριστιανούς η εὐσέβεια είναι το ύψιστο είδος αφοσίωσης στον Θεό». (1981, σ. 111) Η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί την έκφραση «θεοσεβής αφοσίωση» εννοώντας την αφοσίωση με οσιότητα στον Ιεχωβά Θεό προσωπικά.
Το αντίστοιχο επίθετο εὐσεβής, που σημαίνει «ευλαβής· άνθρωπος θεοσεβούς αφοσίωσης», εμφανίζεται στα εδάφια Πράξεις 10:2, 7 και 2 Πέτρου 2:9. Σύμφωνα με τον Γιόχαν Α. Χ. Τίτμαν, η λέξη εὐσεβής «εκφράζει τη θεοσέβεια η οποία εκδηλώνεται με πράξεις, ιδιαίτερα όσον αφορά τη λατρεία του Θεού· . . . [εὐσεβής] είναι αυτός που εκδηλώνει αυτή την ευλάβεια με ανάλογες ενέργειες».—Παρατηρήσεις στα Συνώνυμα της Καινής Διαθήκης (Remarks on the Synonyms of the New Testament), Εδιμβούργο, 1833, Τόμ. 1, σ. 253, 254.
Το ρήμα εὐσεβέω χρησιμοποιείται στο εδάφιο 1 Τιμόθεο 5:4 όσον αφορά τη συμπεριφορά των παιδιών ή των εγγονιών προς τις μητέρες ή τις γιαγιάδες τους που έχουν χηρέψει. Το Ελληνικό και Αγγλικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης ([A Greek and English Lexicon of the New Testament] 1885, σ. 307), του Έντουαρντ Ρόμπινσον, δηλώνει ότι η λέξη εὐσεβέω μπορεί να αναφέρεται στην εκδήλωση αφοσίωσης προς οποιονδήποτε. Γι’ αυτόν το λόγο, μερικές μεταφράσεις αποδίδουν αυτή την περικοπή ως εξής: «Πρέπει να μάθουν πρώτα από όλα να κάνουν το καθήκον τους προς την οικογένειά τους». (JB· παράβαλε Η Νέα Αγγλική Βίβλος και Η Βίβλος στη Βασική Αγγλική.) Αλλά Ιδρυτής του θεσμού της οικογένειας είναι ο Θεός (Εφ 3:14, 15), και η Αγία Γραφή παρομοιάζει το σπιτικό του Θεού με την οικογενειακή μονάδα. Επομένως, η ευλάβεια, ή αλλιώς η θεοσεβής αφοσίωση, στις οικογενειακές σχέσεις μέσα στο Χριστιανικό σπιτικό θα αποτελούσε στην πραγματικότητα ευλάβεια προς τον Θεό και υπακοή στις εντολές του όσον αφορά την οικογένεια και την κατάλληλη συμπεριφορά των μελών της. Η απόδοση αυτού του εδαφίου, «αν κάποια χήρα έχει παιδιά ή εγγόνια, ας μαθαίνουν αυτά πρώτα να ασκούν θεοσεβή αφοσίωση μέσα στο ίδιο τους το σπιτικό» (ΜΝΚ), βρίσκεται σε αρμονία με αυτή την κατανόηση.
Το «Ιερό Μυστικό της Θεοσεβούς Αφοσίωσης». Το πρώτιστο παράδειγμα θεοσεβούς αφοσίωσης είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο απόστολος Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «Και είναι ομολογουμένως μεγάλο το ιερό μυστικό της θεοσεβούς αφοσίωσης: “Αυτός φανερώθηκε ως σάρκα, ανακηρύχτηκε δίκαιος ως πνεύμα, εμφανίστηκε σε αγγέλους, κηρύχτηκε ανάμεσα σε έθνη, του δείχτηκε πίστη μέσα στον κόσμο, αναλήφθηκε με δόξα”». (1Τι 3:16) Ο Αδάμ, ο τέλειος άνθρωπος, δεν είχε θέσει το τέλειο παράδειγμα θεοσεβούς αφοσίωσης. Κανένα από τα παιδιά του, που γεννήθηκαν ατελή, δεν είχε τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Ποιος θα μπορούσε να το κάνει αυτό; Ο ερχομός του Γιου του Θεού στη γη και η πορεία ακεραιότητας που ακολούθησε έδωσαν την απάντηση, αποκαλύπτοντας τη λύση του ιερού μυστικού. Αυτός είναι εκείνος στον οποίο έπρεπε να αποβλέπει ο Τιμόθεος ως το τέλειο παράδειγμα συμπεριφοράς που φανερώνει θεοσεβή αφοσίωση.—1Τι 3:15.
Ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ο μοναδικός άνθρωπος που εκδήλωσε θεοσεβή αφοσίωση σε τέλειο βαθμό, από κάθε άποψη, αποδεικνύοντας ότι ένας άνθρωπος με σάρκα μπορεί να διατηρήσει τέτοια αφοσίωση. Κάτω από σκληρές δοκιμασίες, μέχρι το τέλος της επίγειας πορείας του, ο Ιησούς ήταν «όσιος, άκακος, αμόλυντος, χωρισμένος από τους αμαρτωλούς». (Εβρ 7:26) Δεν υπήρξε κανένα ψεγάδι στην ακεραιότητά του, ώστε να βρεθεί κατηγορούμενος ενώπιον του Θεού. Πριν από το θάνατό του, είπε: «Εγώ έχω νικήσει τον κόσμο», και επίσης: «Έρχεται ο άρχοντας του κόσμου. Και δεν έχει καμιά επιρροή πάνω μου». (Ιωα 16:33· 14:30) Δεν μπορούσε να βρεθεί καμιά αδικία σε αυτόν. Μπορούσε εύλογα να πει στους εχθρούς του: «Ποιος από εσάς με καταδικάζει για αμαρτία;» (Ιωα 8:46) Η λύση “του ιερού μυστικού της θεοσεβούς αφοσίωσης” είναι τόσο σπουδαία και σημαίνει τόσο πολλά για το ανθρώπινο γένος ώστε πρέπει να διακηρυχτεί παγκόσμια. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είναι η βάση πάνω στην οποία διαμορφώνονται η Χριστιανική θεοσεβής αφοσίωση και συμπεριφορά μέσα στην εκκλησία.
Η Εκγύμναση, με Αυτάρκεια, Είναι Ουσιώδης. Ο Χριστιανός πρέπει να γυμνάζει τον εαυτό του εντατικά προκειμένου να εκδηλώνει πλήρη θεοσεβή αφοσίωση. Αυτό συνεπάγεται ότι θα πρέπει να υπομένει εναντίωση και διωγμό. (2Τι 3:12) Ο στόχος, ή αλλιώς ο αντικειμενικός σκοπός, ενός ατόμου καθώς γυμνάζει τον εαυτό του δεν είναι το να αποκομίσει ιδιοτελές υλιστικό όφελος. Ωστόσο, υπάρχει όφελος για εκείνον ο οποίος είναι ικανοποιημένος με αυτά που έχει, για εκείνον ο οποίος συνεχίζει να εκδηλώνει θεοσεβή αφοσίωση μαζί με αυτάρκεια. Η θεοσεβής αφοσίωση «περιέχει υπόσχεση για την τωρινή ζωή», δηλαδή υπόσχεση για πνευματική υγεία, ικανοποίηση, ευτυχία και σκοπό στη ζωή. Επίσης περιέχει υπόσχεση για τη ζωή που «θα έρθει».—1Τι 4:7, 8· 6:6-8· παράβαλε Παρ 3:7, 8· 4:20-22.
Μολονότι το άτομο που εκδηλώνει θεοσεβή αφοσίωση μπορεί να αντιμετωπίσει διωγμό και κακουχίες, δεν πρέπει να φοβάται, επειδή «ο Ιεχωβά ξέρει να ελευθερώνει ανθρώπους θεοσεβούς αφοσίωσης από δοκιμασία». (2Πε 2:9) Ο απόστολος Πέτρος συμβουλεύει τους Χριστιανούς να προσθέσουν στην υπομονή τους θεοσεβή αφοσίωση. (2Πε 1:5, 6) Τους νουθετεί να είναι άτομα που χαρακτηρίζονται από «άγιες πράξεις διαγωγής και έργα θεοσεβούς αφοσίωσης» ώστε να επιζήσουν από την κρίση της ημέρας του Ιεχωβά.—2Πε 3:7, 10, 11· 1Πε 4:18.
Η Δύναμη της Θεοσεβούς Αφοσίωσης. Το άτομο που πρεσβεύει ότι διαθέτει θεοσεβή αφοσίωση πρέπει να αναγνωρίζει τη δύναμη που έχει αυτή να αλλάζει την προσωπικότητά του και πρέπει να ακολουθεί την οδό της θεοσέβειας με ειλικρίνεια και γνησιότητα. (1Τι 6:11· Εφ 4:20-24) Πρέπει να αναγνωρίζει ότι ο Λόγος του Θεού αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο εκφράζει Εκείνος την οδό της θεοσεβούς αφοσίωσης, και ως εκ τούτου πρέπει να συμμορφώνεται με τις εντολές που περιέχονται σε αυτόν. (Τιτ 1:1· 2Πε 1:3) Εφόσον η θεοσεβής αφοσίωση εκδηλώνεται προς τον Θεό προσωπικά, ο Λόγος του και το πνεύμα του θα βοηθήσουν το άτομο να γνωρίσει τον Ιεχωβά προσωπικά, στενά, και να του μοιάσει περισσότερο—να τον μιμείται ή να τον αντιγράφει. (Εφ 5:1) Ένα τέτοιο άτομο θα αντανακλά όλο και περισσότερο τις έξοχες ιδιότητες του Ιεχωβά Θεού.—2Κο 3:18.
Αν κάποιος που πρεσβεύει ότι υπηρετεί τον Θεό βασίζεται στις δικές του ιδέες αντί να προσκολλάται στη Γραφή και αν η διδασκαλία του δεν «είναι σύμφωνη με τη θεοσεβή αφοσίωση», με αποτέλεσμα να μην αντανακλά την αφοσίωση του δασκάλου προς τον Θεό, τότε αυτός «ασθενεί διανοητικά». (1Τι 6:3, 4) Ο απόστολος Παύλος προειδοποίησε τον νεότερο συνδιάκονό του Τιμόθεο σχετικά με ασεβή άτομα που πρέσβευαν ότι έδειχναν αφοσίωση στον Θεό. Επισήμανε στον Τιμόθεο ότι θα έπρεπε να προσέχει να χειρίζεται το Λόγο της αλήθειας ορθά, αποφεύγοντας τα κενά λόγια που βεβηλώνουν ό,τι είναι άγιο, έτσι ώστε να μην παρεκκλίνει από το δρόμο της θεοσεβούς αφοσίωσης. Έπειτα τόνισε ότι θα υπήρχαν κάποιοι που θα έπρατταν κάθε είδους πονηρία και θα είχαν μορφή θεοσεβούς αφοσίωσης υποκριτικά, αλλά θα αποδεικνύονταν ψευδείς ως προς τη δύναμή της. (2Τι 2:15, 16· 3:1-5) Παρόμοια, ο Ιούδας δείχνει ότι τέτοια άτομα δεν θα είχαν γνήσια ευλάβεια για τον Θεό ή αφοσίωση προς αυτόν, ούτε σεβασμό ή εκτίμηση για την παρ’ αξία καλοσύνη του. Θα ήταν άτομα που θα χρησιμοποιούσαν τη θεοσέβεια για υλιστικό ή σαρκικό όφελος. Η υποκρισία τους αποκαλύπτεται από το ότι κάνουν πράξεις έκλυτης διαγωγής.—Ιου 4.
Ποιο είναι «το μυστήριο αυτής της ανομίας» στο οποίο αναφέρεται ο Παύλος;
Εδώ έγκειται ένα άλλο μυστήριο, διαμετρικά αντίθετο με το «ιερό μυστικό» του Ιεχωβά. Είναι «το μυστήριο αυτής της ανομίας». Αυτό αποτελούσε μυστήριο για τους αληθινούς Χριστιανούς επειδή στις ημέρες του αποστόλου Παύλου «ο άνθρωπος της ανομίας» δεν είχε διαμορφωθεί ως απόλυτα εδραιωμένη και σαφώς αναγνωρίσιμη τάξη. Ακόμη και όταν θα είχε διαμορφωθεί αυτός «ο άνθρωπος», η ταυτότητά του θα παρέμενε μυστήριο για τους περισσότερους επειδή θα έπραττε την πονηρία του υπό το πρόσχημα και στο όνομα της θεοσεβούς αφοσίωσης. Στην πραγματικότητα, αυτό θα συνιστούσε αποστασία από την αληθινή θεοσεβή αφοσίωση. Ο Παύλος είπε ότι «το μυστήριο αυτής της ανομίας» βρισκόταν ήδη σε δράση στις ημέρες του, επειδή υπήρχε μια άνομη επιρροή στη Χριστιανική εκκλησία η οποία θα είχε ως κατάληξη το σχηματισμό αυτής της αποστατικής τάξης. Τελικά, αυτή η τάξη επρόκειτο να εξοντωθεί από τον Ιησού Χριστό κατά τη φανέρωση της παρουσίας του. Αυτός ο αποστατικός «άνθρωπος», ο οποίος θα ενεργούσε υπό τον έλεγχο του Σατανά, θα εξύψωνε τον εαυτό του «πάνω από τον καθένα που αποκαλείται “θεός” ή αντικείμενο ευλαβικού σεβασμού» (σέβασμα, Κείμενο). Με αυτόν τον τρόπο, αυτός ο μεγάλος ενάντιος του Θεού, ως σατανικό όργανο, θα ήταν εξαιρετικά απατηλός και θα έφερνε καταστροφή σε όσους θα ακολουθούσαν τις πράξεις του. Η αποτελεσματικότητα του “ανθρώπου της ανομίας” θα οφειλόταν στο γεγονός ότι η πονηρία του θα περιβαλλόταν από το μανδύα της υποκριτικής θεοσεβούς αφοσίωσης.—2Θε 2:3-12· παράβαλε Ματ 7:15, 21-23.