ΑΜΩΝ-ΓΩΓ
(Αμών-Γωγ) [Πλήθος του Γωγ].
Μεταγραφή στην ελληνική του εβραϊκού ονόματος μιας κοιλάδας, προφανώς συμβολικής, η οποία περιγράφεται ως η «κοιλάδα των διαβατών ανατολικά της [Νεκράς] θαλάσσης». Σε αυτή την κοιλάδα θάβεται ο Γωγ μαζί με όλες τις δυνάμεις του, μετά την καταστροφή τους από τον Ιεχωβά.—Ιεζ 39:11, 15, υποσημειώσεις· βλέπε ΓΩΓ Αρ. 2.