ΑΝΙΗΛ
(Ανιήλ) [Ο Θεός Έχει Δείξει Εύνοια (Χάρη)· Ο Θεός Στάθηκε Φιλεύσπλαχνος· ή, Εύνοια (Χάρη· Ευσπλαχνία) του Θεού].
1. Αρχηγός τον οποίο διάλεξε ο Ιεχωβά για να εκπροσωπήσει τη φυλή του Μανασσή κατά τη διαμοίραση της γης Δ του Ιορδάνη στις εννιάμισι φυλές του Ισραήλ που επρόκειτο να εγκατασταθούν εκεί. Ο Ανιήλ ήταν γιος του Εφόδ και απόγονος του Ιωσήφ.—Αρ 34:13, 17, 23.
2. Κεφαλή ενός ασηριτικού οίκου. Γιος του Ουλλά.—1Χρ 7:30, 39, 40.