ΧΕΒΕΡ
(Χέβερ) [Συνεργάτης].
1. Γιος του Βεριά και εγγονός του Ασήρ. Κεφαλή του πατρογονικού οίκου των Χεβεριτών.—Γε 46:17· Αρ 26:45· 1Χρ 7:30-32.
2. Ο Κεναίος σύζυγος της Ιαήλ (της γυναίκας που θανάτωσε τον Σισάρα, τον αρχηγό του στρατεύματος του Ιαβίν) και απόγονος του Οβάβ, «του οποίου ήταν γαμπρός ο Μωυσής». Ο Χέβερ είχε προφανώς χωριστεί από τους υπόλοιπους Κεναίους και διατηρούσε ειρηνικές σχέσεις με τον Ιαβίν, το βασιλιά της Ασώρ.—Κρ 4:11, 17, 21· 5:24.
3. Κάποιος άντρας από τη φυλή του Ιούδα και “πατέρας της Σωχώ”.—1Χρ 4:1, 18.
4. Απόγονος του Ελφαάλ. Κεφαλή ενός πατρικού οίκου από τη φυλή του Βενιαμίν.—1Χρ 8:1, 17, 18, 28.