ΕΡΩΔΙΟΣ
[εβρ., ’αναφάχ].
Πουλί του οποίου η βρώση απαγορευόταν, σύμφωνα με το Μωσαϊκό Νόμο. (Λευ 11:13, 19· Δευ 14:12, 18) Ορισμένοι πιστεύουν ότι η εβραϊκή του ονομασία παράγεται από μια ρίζα που σημαίνει «αναπνέω βαριά» ή πιθανόν «φριμάζω», μάλλον με οργή. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η εν λόγω ονομασία σχετίζεται περισσότερο με την εβραϊκή λέξη που αποδίδεται «μύτη» (’αφ), περιγράφοντας ίσως το ράμφος του πουλιού αυτού. Εφόσον η Αγία Γραφή λέει «ο ερωδιός κατά το είδος του» («όλα τα είδη του ερωδιού», ΜΠΚ), η εβραϊκή ονομασία μπορεί κάλλιστα να περιλαμβάνει τις διάφορες ποικιλίες που ανήκουν στην οικογένεια των ερωδιών (επιστημονική ονομασία Αρδεΐδες), λόγου χάρη το γνήσιο ερωδιό, την αιγκρέττα και τη μουγκάνα. Όλα αυτά τα πουλιά έχουν μακριά αιχμηρά ράμφη, και μερικά φημίζονται για τον ασυνήθιστο βραχνό ήχο που βγάζουν όταν ενοχληθούν ή ερεθιστούν.
Τα πουλιά που ανήκουν στην οικογένεια των ερωδιών είναι κατά κύριο λόγο καλοβατικά και συχνάζουν σε έλη, βάλτους, ποτάμια της ενδοχώρας και λίμνες. Έχουν μακρύ, λεπτό λαιμό και μακριά, γυμνά, υπερβολικά λεπτά πόδια, καθώς και μακριά δάχτυλα περιλαμβανομένου και ενός μεγάλου πίσω δαχτύλου. Βαδίζουν στο νερό με επιβλητικό βηματισμό, ψάχνοντας για βατράχους, μικρά καβούρια ή μικρά ερπετά, ή στέκονται ακίνητα, περιμένοντας υπομονετικά να βρεθεί μέσα στο βεληνεκές τους κάποιο μικρό ψάρι, και τότε, εκτινάσσοντας αστραπιαία το μακρύ λαιμό τους, καρφώνουν το ψάρι με το αιχμηρό ράμφος τους. Με τις μεγάλες φτερούγες τους, πετούν θεαματικά και με σχετικά αργό ρυθμό, έχοντας τα πόδια τους τεντωμένα προς τα πίσω, αλλά το μακρύ λαιμό τους αναδιπλωμένο έτσι ώστε το κεφάλι να αναπαύεται ανάμεσα στους ώμους, διαφέροντας ως προς αυτό από τους γερανούς και τις ίβιδες, που πετούν έχοντας και το λαιμό και τα πόδια τεντωμένα.
Στην Παλαιστίνη υπάρχουν αρκετές ποικιλίες ερωδιών: ο τσικνιάς ή σταχτοτσικνιάς (αρδέα η τεφρόχρους [Ardea cinerea]), ο ερωδιός Γολιάθ (αρδέα η γολιάθ [Ardea goliath]) και ο πορφυροτσικνιάς (αρδέα η πορφυρά [Ardea purpurea]). Έχουν μήκος μέχρι 1,5 μ. και βρίσκονται γύρω από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας, στις όχθες του Ιορδάνη και του Κισών, σε ελώδεις περιοχές και στα παράλια.
Οι αιγκρέττες, που έχουν συνήθως ολόλευκο φτέρωμα, συγκαταλέγονται στα πιο χαριτωμένα και όμορφα πουλιά της οικογένειας των ερωδιών. Έχουν μήκος 50-90 εκ. και είναι κοινές στην Παλαιστίνη. Ο γελαδάρης (ερωδιός ο βουκόλος [Bubulcus ibis]), ένα είδος αιγκρέττας, βρίσκεται συχνά μαζί με βόδια που βόσκουν και τρέφεται με τα διαθέσιμα έντομα.
Η μουγκάνα είναι μια πιο μεγαλόσωμη ποικιλία ερωδιού και με πιο καφετιά απόχρωση, η οποία βρίσκεται επίσης σε ελώδεις περιοχές της Παλαιστίνης. Η τρανομουγκάνα (βούταυρος ο αστερίας [Botaurus stellaris]), μήκους περίπου 75 εκ., ξεχωρίζει από το φτέρωμά της που έχει μαύρες, κίτρινες και λευκές λωρίδες, ενώ το κάτω μέρος της είναι αχνοκίτρινο με καφέ ραβδώσεις, και τα πόδια της κιτρινοπράσινα. Αυτός ο συνδυασμός χρωμάτων ταιριάζει απόλυτα με το χόρτο των ελών όπου κατοικεί το συγκεκριμένο πουλί, το οποίο, όταν αντιμετωπίζει κίνδυνο, στέκεται ακίνητο με το λαιμό και το ράμφος του στραμμένα προς τα πάνω. Χάρη σε αυτή την τακτική, καθώς και στις κάθετες ραβδώσεις του, γίνεται ένα με το περιβάλλον του και καμουφλάρεται αποτελεσματικά. Μια άλλη ποικιλία που βρίσκεται στην Παλαιστίνη είναι η νανομουγκάνα (ιξόβρυχος ο μικρός [Ixobrychus minutus]). Οι μουγκάνες φημίζονται, επίσης, για το βαθύ υπόκωφο ήχο που βγάζουν εκπνέοντας δυνατά αέρα από τον οισοφάγο τους, ενώ ταυτόχρονα συστρέφουν βίαια το κεφάλι και το λαιμό τους.
[Εικόνα στη σελίδα 1000]
Ερωδιός· πουλί του οποίου η βρώση απαγορευόταν για τους Ισραηλίτες, σύμφωνα με το Νόμο