ΙΑΒΗΣ
(Ιαβής).
1. [από μια ρίζα που σημαίνει «πόνος»]. Απόγονος του Ιούδα, τον οποίο η μητέρα του ονόμασε Ιαβής λόγω του πόνου που ένιωσε όταν τον γεννούσε. Ο Ιαβής αποδείχτηκε πιο αξιότιμος από τους αδελφούς του και, ως απάντηση στην προσευχή του, είχε την ευλογία και την προστασία του Ιεχωβά.—1Χρ 4:1, 9, 10.
2. Προφανώς μια τοποθεσία στην περιοχή του Ιούδα, της οποίας οικιστής ίσως ήταν το πρόσωπο Αρ. 1. Στην Ιαβής κατοικούσαν τρεις οικογένειες γραφέων. (1Χρ 2:55) Η ακριβής θέση της δεν είναι γνωστή σήμερα.