ΙΕΔΙΑΗΛ
(Ιεδιαήλ) [[Τον] Γνωρίζει ο Θεός· Γνωρίζεται από τον Θεό].
1. Γιος του Βενιαμίν. Οι απόγονοι του Ιεδιαήλ αριθμούσαν κάποτε 17.200 γενναίους, κραταιούς άντρες. (1Χρ 7:6, 10, 11) Πρόκειται πιθανότατα για το ίδιο πρόσωπο με τον γιο του Βενιαμίν που λεγόταν Ασβήλ.—Γε 46:21· βλέπε ΑΣΒΗΛ, ΑΣΒΗΛΙΤΕΣ.
2. Ένας από τους πολεμιστές και αρχηγούς της φυλής του Μανασσή που συντάχθηκαν με το στρατό του Δαβίδ την εποχή που εκείνος ήταν στρατοπεδευμένος στη Σικλάγ. (1Χρ 12:20, 21) Ενδέχεται να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αρ. 3.
3. Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ, γιος του Σιμρί.—1Χρ 11:26, 45· βλέπε Αρ. 2.
4. Πυλωρός του οίκου του Ιεχωβά, ο οποίος διορίστηκε τον καιρό που βασίλευε ο Δαβίδ. Ήταν ο δεύτερος γιος του Κορεΐτη Μεσελεμία.—1Χρ 26:1, 2.