ΙΩΣΑΦΑΤ
(Ιωσαφάτ) [συντετμημένη μορφή του Ιεχωσαφάτ, που σημαίνει «Ο Ιεχωβά Είναι Κριτής»].
1. Γιος του Αχιλούδ. Υπηρετούσε ως υπομνηματογράφος κατά τη διάρκεια της βασιλείας τόσο του Δαβίδ όσο και του Σολομώντα.—2Σα 8:16· 20:24· 1Βα 4:3· 1Χρ 18:15.
2. Ένας από τους 12 διαχειριστές του Βασιλιά Σολομώντα. Επί έναν μήνα κάθε χρόνο, ο εν λόγω Ιωσαφάτ, «ο γιος του Φαρούα», προμήθευε στο βασιλιά και στο σπιτικό του τροφή από την περιοχή του Ισσάχαρ.—1Βα 4:7, 17.
3. Γιος του Βασιλιά Ασά του Ιούδα από την Αζουβά, την κόρη του Σιλεί. Σε ηλικία 35 ετών, ο Ιωσαφάτ διαδέχθηκε τον πατέρα του στο θρόνο και κυβέρνησε 25 χρόνια, αρχίζοντας από το 936 Π.Κ.Χ. (1Βα 22:42· 2Χρ 20:31) Η βασιλεία του ήταν σύγχρονη με αυτή των βασιλιάδων Αχαάβ, Οχοζία και Ιωράμ του Ισραήλ. (1Βα 22:41, 51· 2Βα 3:1, 2· 2Χρ 17:3, 4) Χαρακτηρίστηκε από σταθερότητα, ευημερία, δόξα και σχετική ειρήνη με τις γειτονικές χώρες. Ο Ιωσαφάτ λάβαινε δώρα από τους υπηκόους του και φόρο υποτελείας από τους Φιλισταίους και τους Άραβες.—2Χρ 17:5, 10, 11.
Επιτεύγματα. Ο Ιωσαφάτ ισχυροποίησε τη θέση του τοποθετώντας στρατιωτικές δυνάμεις στις οχυρωμένες πόλεις του Ιούδα, καθώς και φρουρές τόσο στη γη του Ιούδα όσο και στα εδάφη του Ισραήλ τα οποία είχε καταλάβει ο πατέρας του ο Ασά. Στην Ιερουσαλήμ, ένα μεγάλο σώμα γενναίων πολεμιστών υπηρετούσε τα βασιλικά συμφέροντα, και στον Ιούδα ο Ιωσαφάτ έχτισε οχυρώματα και πόλεις αποθήκευσης.—2Χρ 17:1, 2, 12-19.
Ανόμοια με τους βασιλιάδες του Ισραήλ, του βόρειου βασιλείου, ο Ιωσαφάτ εκδήλωσε μεγάλο ενδιαφέρον για την αληθινή λατρεία. (2Χρ 17:4) Διόρισε μερικούς άρχοντες, Λευίτες και ιερείς να διδάξουν το νόμο του Ιεχωβά στις πόλεις του Ιούδα. (2Χρ 17:7-9) Ο Ιωσαφάτ καθαγίασε επίσης άγιες προσφορές (2Βα 12:18) και ταξίδεψε ο ίδιος σε όλο το βασίλειό του, συνιστώντας στους υπηκόους του να επιστρέψουν στον Ιεχωβά με πιστότητα. (2Χρ 19:4) Θαρραλέα, ο Ιωσαφάτ συνέχισε την εκστρατεία κατά της ειδωλολατρίας την οποία είχε αρχίσει ο Ασά. (1Βα 22:46· 2Χρ 17:6) Αλλά η ακατάλληλη λατρεία στους υψηλούς τόπους ήταν τόσο ριζωμένη μεταξύ των Ισραηλιτών ώστε οι προσπάθειες του Ιωσαφάτ δεν την ξερίζωσαν οριστικά.—1Βα 22:43· 2Χρ 20:33.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιωσαφάτ, επίσης, καθιερώθηκε ένα καλύτερο δικαστικό σύστημα. Ο ίδιος ο βασιλιάς εντύπωσε στους κριτές τη σπουδαιότητα του να είναι αμερόληπτοι και αδέκαστοι, επειδή έκριναν όχι για κάποιον άνθρωπο αλλά για τον Ιεχωβά.—2Χρ 19:5-11.
Ο Ιωσαφάτ αποδείχτηκε βασιλιάς ο οποίος στηριζόταν στον Ιεχωβά. Όταν ο Ιούδας απειλήθηκε από τις συνδυασμένες δυνάμεις του Αμμών, του Μωάβ και της ορεινής περιοχής του Σηείρ, ο Ιωσαφάτ αναγνώρισε ταπεινά ότι το έθνος ήταν ανίσχυρο μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο και προσευχήθηκε στον Ιεχωβά για βοήθεια. Κατόπιν ο Ιεχωβά πολέμησε υπέρ του Ιούδα σπέρνοντας τη σύγχυση στις τάξεις του εχθρού, με αποτέλεσμα να αλληλοσφαγιαστούν. Ως εκ τούτου, έπεσε φόβος στα γύρω έθνη, ενώ ο Ιούδας συνέχισε να απολαμβάνει ειρήνη.—2Χρ 20:1-30.
Σχέση με το Δεκάφυλο Βασίλειο. Ο Ιωσαφάτ διατηρούσε ειρηνικές σχέσεις με το βόρειο βασίλειο και, ενεργώντας άσοφα, συμπεθέρεψε με τον Αχαάβ. (1Βα 22:44· 2Χρ 18:1) Λόγω αυτού, σε αρκετές περιπτώσεις οδηγήθηκε στη σύναψη και άλλων συμμαχιών με το βασίλειο του Ισραήλ.
Στη διάρκεια μιας επίσκεψης στο βόρειο βασίλειο λίγο μετά το γάμο της Γοθολίας, της κόρης του Αχαάβ, με τον πρωτότοκό του τον Ιωράμ, ο Ιωσαφάτ συμφώνησε να συνοδεύσει τον Βασιλιά Αχαάβ σε ένα στρατιωτικό εγχείρημα με σκοπό την ανάκτηση της Ραμώθ-γαλαάδ από τους Συρίους. Αλλά προτού ακόμη ξεκινήσουν, ο Ιωσαφάτ ζήτησε να ρωτήσει ο Αχαάβ τον Ιεχωβά. Τετρακόσιοι προφήτες διαβεβαίωσαν τον Αχαάβ ότι θα είχε επιτυχία. Ωστόσο, ο αληθινός προφήτης του Ιεχωβά, ο Μιχαΐας, τον οποίο ο Αχαάβ μισούσε αλλά τον κάλεσε λόγω της επιμονής του Ιωσαφάτ, προείπε σίγουρη ήττα. Εντούτοις ο Ιωσαφάτ, ίσως για να μην υπαναχωρήσει από την υπόσχεση που είχε δώσει αρχικά ότι θα συνοδεύσει τον Αχαάβ, πήγε στη μάχη φορώντας τα βασιλικά του ενδύματα. Εφόσον ο Αχαάβ πήρε προφυλάξεις φροντίζοντας να μεταμφιεστεί, οι Σύριοι συμπέραναν λανθασμένα ότι ο Ιωσαφάτ ήταν ο βασιλιάς του Ισραήλ και γι’ αυτό του επιφύλαξαν τη σκληρότερη επίθεση. Ο Ιωσαφάτ γλίτωσε μόλις και μετά βίας ενώ ο Αχαάβ, παρότι είχε μεταμφιεστεί, τραυματίστηκε θανάσιμα. (1Βα 22:2-37· 2Χρ 18) Όταν ο Ιωσαφάτ επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, ο προφήτης Ιηού τον επέκρινε για την άσοφη ενέργειά του να συμμαχήσει με τον πονηρό Αχαάβ, λέγοντάς του: «Στον πονηρό θα δοθεί βοήθεια, και εκείνους που μισούν τον Ιεχωβά θα αγαπάς; Εξαιτίας αυτού υπάρχει αγανάκτηση εναντίον σου από το πρόσωπο του Ιεχωβά».—2Χρ 19:2.
Αργότερα, ο Ιωσαφάτ συνεταιρίστηκε με τον Βασιλιά Οχοζία, το διάδοχο του Αχαάβ, σε ένα ναυπηγικό εγχείρημα στην Εσιών-γεβέρ, στον Κόλπο της Άκαμπα. Αλλά ο Ιεχωβά αποδοκίμασε αυτή τη ναυτική συμμαχία με τον πονηρό Οχοζία. Γι’ αυτό και, όπως προφητεύτηκε, τα πλοία ναυάγησαν.—1Βα 22:48, 49· 2Χρ 20:35-37· βλέπε ΟΧΟΖΙΑΣ Αρ. 1.
Λίγο αργότερα, ο Ιωσαφάτ συνεργάστηκε με τον Ιωράμ, το διάδοχο του Οχοζία, και με το βασιλιά του Εδώμ σε μια στρατιωτική επίθεση που αποσκοπούσε στην καταστολή της ανταρσίας του Μωαβίτη Βασιλιά Μησά εναντίον του δεκάφυλου βασιλείου. Αλλά τα συμμαχικά στρατεύματα παγιδεύτηκαν σε μια άνυδρη έρημο. Γι’ αυτό ο Ιωσαφάτ ζήτησε κάποιον προφήτη του Ιεχωβά. Ο προφήτης Ελισαιέ, από σεβασμό για τον Ιωσαφάτ και μόνο, επιζήτησε θεϊκή έμπνευση, και η συμβουλή που έδωσε στη συνέχεια έσωσε τους τρεις βασιλιάδες και τα στρατεύματά τους από την καταστροφή.—2Βα 3:4-25.
Ο Ιωράμ Γίνεται Βασιλιάς. Ενόσω ζούσε ακόμη, ο Ιωσαφάτ έδωσε τη βασιλεία στον πρωτότοκό του τον Ιωράμ, ενώ στους άλλους γιους του έδωσε πολύτιμα δώρα και οχυρωμένες πόλεις στον Ιούδα. (2Βα 8:16· 2Χρ 21:3) Η επιγαμία που είχε συνάψει με τον οίκο του Αχαάβ αποδείχτηκε καταστροφική για το βασίλειο του Ιούδα, κυρίως μετά το θάνατο του Ιωσαφάτ και την ταφή του στην Πόλη του Δαβίδ. Υπό την επιρροή της Γοθολίας, ο Ιωράμ επανέφερε ειδωλολατρικές συνήθειες.—1Βα 22:50· 2Χρ 21:1-7, 11.
4. Πατέρας του Ιηού, βασιλιά του Ισραήλ.—2Βα 9:2, 14.