ΙΕΣΕΒΑΒ (Ιεσεβάβ) [Είθε ο Πατέρας να Συνεχίσει να Κατοικεί· ή, πιθανώς, Ο Ιεχωβά Έχει Επαναφέρει τον Πατέρα]. Ο ιερέας του οποίου ο πατρικός οίκος κληρώθηκε ως η 14η εφημερία όταν ο Δαβίδ καταμέρισε τις ιερατικές υπηρεσίες.—1Χρ 24:6, 13.