ΙΩΣΗΣ
(Ιωσής) [εβρ. προέλευσης· συντετμημένη μορφή του Ιωσηφίας, που σημαίνει «Είθε να Προσθέσει (Αυξήσει) ο Γιαχ· Ο Γιαχ Έχει Προσθέσει (Αυξήσει)»].
Αδελφός του Ιακώβου του Μικρού και γιος της Μαρίας. (Ματ 27:56· Μαρ 15:40, 47· βλέπε ΙΑΚΩΒΟΣ Αρ. 3.) Μερικά αρχαία χειρόγραφα λένε «Ιωσήφ» αντί για «Ιωσής».