ΚΕΪΝ
(Κέιν) [από μια ρίζα που σημαίνει «φέρνω σε ύπαρξη· αποκτώ· αγοράζω»].
1. Όνομα που χρησιμοποίησε στα παροιμιώδη του λόγια ο Βαλαάμ για να αναφερθεί στη φυλή των Κεναίων. (Αρ 24:22) Στο εδάφιο Κριτές 4:11 αποδίδεται “οι Κεναίοι”.—Βλέπε ΚΕΝΑΙΟΣ.
2. Πόλη στην ορεινή περιοχή του Ιούδα. (Ιη 15:1, 48, 57) Ταυτίζεται με το εν-Νέμπι Ιακίν, περίπου 6 χλμ. ΝΑ της Χεβρών.