ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Κυρίαρχος ηγεμόνας με εξουσία διακυβέρνησης. Ο Ιεχωβά είναι ο υπέρτατος Βασιλιάς και κατέχει απεριόριστη ισχύ και εξουσία. Οι βασιλιάδες του Ιούδα ήταν υφιστάμενοι βασιλιάδες οι οποίοι εκπροσωπούσαν την κυριαρχία Του πάνω στη γη. Παρόμοια, ο Ιησούς Χριστός είναι υφιστάμενος Βασιλιάς, αλλά με πολύ μεγαλύτερη εξουσία από εκείνους τους επίγειους βασιλιάδες, επειδή ο Ιεχωβά τον έχει καταστήσει κυβερνήτη του σύμπαντος. (Φλπ 2:9-11) Συνεπώς, ο Ιησούς Χριστός έχει γίνει «Βασιλιάς βασιλιάδων και Κύριος κυρίων».—Απ 19:16· βλέπε ΒΑΣΙΛΕΙΑ, ΒΑΣΙΛΕΙΟ· ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.
Οι Πρώτοι Βασιλιάδες. Όσον αφορά τους επίγειους άρχοντες, βασιλιάς καλείται ο άρρενας κυρίαρχος ηγεμόνας ο οποίος διαθέτει απόλυτη εξουσία σε μια πόλη, φυλή, έθνος ή αυτοκρατορία, και συνήθως κυβερνάει διά βίου. Ο Νεβρώδ, ένας απόγονος του Χαμ, ήταν ο πρώτος ανθρώπινος βασιλιάς που αναφέρεται στην Αγία Γραφή. Κυβέρνησε ένα βασίλειο αποτελούμενο από αρκετές πόλεις στη Μεσοποταμία. Επρόκειτο για έναν στασιαστή ενάντια στην κυριαρχία του Ιεχωβά.—Γε 10:6, 8-10.
Η Χαναάν και οι γύρω χώρες είχαν βασιλιάδες την εποχή του Αβραάμ, πολύ προτού αποκτήσουν βασιλιά οι Ισραηλίτες. (Γε 14:1-9) Βασιλιάδες είχαν επίσης από αρχαιοτάτων χρόνων οι Φιλισταίοι, οι Εδωμίτες, οι Μωαβίτες, οι Μαδιανίτες, οι Αμμωνίτες, οι Σύριοι, οι Χετταίοι, οι Αιγύπτιοι, οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Πέρσες, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Πολλοί από αυτούς τους βασιλιάδες κυβερνούσαν περιορισμένες επικράτειες όπως πόλεις-κράτη. Ο Αδωνί-βεζέκ, για παράδειγμα, καυχήθηκε ότι είχε νικήσει 70 τέτοιους βασιλιάδες.—Κρ 1:7.
Ο πρώτος ανθρώπινος βασιλιάς που αναφέρεται στην Αγία Γραφή ως δίκαιος ήταν ο Μελχισεδέκ, ο βασιλιάς-ιερέας της Σαλήμ. (Γε 14:18) Εκτός από τον Ιησού Χριστό, ο οποίος είναι ταυτόχρονα Βασιλιάς και Αρχιερέας, ο Μελχισεδέκ είναι ο μόνος άρχοντας ο οποίος κατείχε και τα δύο αυτά αξιώματα με την επιδοκιμασία του Θεού. Ο απόστολος Παύλος τονίζει ότι ο Θεός χρησιμοποίησε τον Μελχισεδέκ ως εξεικονιστικό τύπο του Χριστού. (Εβρ 7:1-3· 8:1, 6) Κανένας άλλος πιστός υπηρέτης του Θεού, ούτε καν ο Νώε, δεν επιχείρησε να γίνει βασιλιάς, και ο Θεός δεν διόρισε κανέναν τους βασιλιά μέχρις ότου χρίστηκε ο Σαούλ με δική Του υπόδειξη.
Οι Βασιλιάδες του Ισραήλ. Αρχικά ο Ιεχωβά κυβερνούσε τον Ισραήλ ως αόρατος Βασιλιάς μέσω διαφόρων εκπροσώπων, πρώτα μέσω του Μωυσή και αργότερα μέσω ανθρώπινων Κριτών, από τον Γοθονιήλ μέχρι τον Σαμψών. (Κρ 8:23· 1Σα 12:12) Τελικά οι Ισραηλίτες απαίτησαν να έχουν βασιλιά για να είναι όπως τα γύρω έθνη. (1Σα 8:5-8, 19) Σύμφωνα με τη νομική διάταξη της διαθήκης του Νόμου η οποία έκανε πρόβλεψη για έναν θεϊκά διορισμένο ανθρώπινο βασιλιά, ο Ιεχωβά διόρισε τον Σαούλ από τη φυλή του Βενιαμίν μέσω του προφήτη Σαμουήλ. (Δευ 17:14-20· 1Σα 9:15, 16· 10:21, 24) Εξαιτίας της ανυπακοής και της αυθάδειάς του, ο Σαούλ έχασε την εύνοια του Ιεχωβά και την ευκαιρία να δημιουργήσει μια βασιλική δυναστεία. (1Σα 13:1-14· 15:22-28) Στρεφόμενος κατόπιν στη φυλή του Ιούδα, ο Ιεχωβά επέλεξε τον Δαβίδ, το γιο του Ιεσσαί, για να γίνει ο επόμενος βασιλιάς του Ισραήλ. (1Σα 16:13· 17:12) Επειδή υποστήριξε πιστά τη λατρεία και τους νόμους του Ιεχωβά, ο Δαβίδ είχε το προνόμιο να εγκαθιδρύσει μια βασιλική δυναστεία. (2Σα 7:15, 16) Οι Ισραηλίτες γνώρισαν τη μέγιστη ευημερία κατά τη βασιλεία του Σολομώντα, γιου του Δαβίδ.—1Βα 4:25· 2Χρ 1:15.
Στη διάρκεια της βασιλείας του Ροβοάμ, γιου του Σολομώντα, το έθνος διαιρέθηκε σε δύο βασίλεια. Ο πρώτος βασιλιάς του βόρειου, δεκάφυλου βασιλείου—του αποκαλούμενου γενικά Ισραήλ—ήταν ο Ιεροβοάμ, ο γιος του Ναβάτ, από τη φυλή του Εφραΐμ. (1Βα 11:26· 12:20) Ενεργώντας ανυπάκουα, αυτός έστρεψε το λαό του στη λατρεία χρυσών μοσχαριών. Για την αμαρτία του αυτή έπεσε στη δυσμένεια του Ιεχωβά. (1Βα 14:10, 16) Συνολικά 20 βασιλιάδες κυβέρνησαν στο βόρειο βασίλειο από το 997 ως το 740 Π.Κ.Χ., με πρώτο τον Ιεροβοάμ και τελευταίο τον Ωσιέ, το γιο του Ηλά. Στο νότιο βασίλειο, τον Ιούδα, βασίλεψαν 19 βασιλιάδες από το 997 ως το 607 Π.Κ.Χ., με πρώτο τον Ροβοάμ και τελευταίο τον Σεδεκία. (Η Γοθολία, η οποία σφετερίστηκε το θρόνο, δεν υπολογίζεται.)—Βλέπε ΤΑΦΗ, ΤΑΦΟΣ· ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ.
Εκπρόσωποι διορισμένοι από τον Θεό. Ο Ιεχωβά διόριζε τους βασιλιάδες του λαού του, και αυτοί έπρεπε να ενεργούν ως βασιλικοί εκπρόσωποί του, εφόσον κάθονταν, όχι στο δικό τους θρόνο, αλλά «στο θρόνο της βασιλείας του Ιεχωβά», δηλαδή ήταν εκπρόσωποι της θεοκρατικής του διακυβέρνησης. (1Χρ 28:5· 29:23) Αντίθετα από ό,τι συνήθιζαν τότε κάποιοι λαοί της Ανατολής, το έθνος του Ισραήλ δεν θεοποιούσε τους βασιλιάδες του. Όλοι οι βασιλιάδες του Ιούδα θεωρούνταν χρισμένοι του Ιεχωβά, μολονότι το υπόμνημα δεν δηλώνει συγκεκριμένα ότι κάθε βασιλιάς χριόταν κατά γράμμα με λάδι όταν ανέβαινε στο θρόνο. Χριστήριο λάδι αναφέρεται ότι χρησιμοποιήθηκε κατά γράμμα όταν εγκαθιδρύθηκε μια νέα δυναστεία, όταν ο θρόνος αμφισβητήθηκε στα γηρατειά του Δαβίδ—αλλά και στις ημέρες του Ιωάς—καθώς επίσης την εποχή που ενθρονίστηκε ο Ιωάχαζ, οπότε ο μεγαλύτερος γιος παρακάμφθηκε για χάρη του νεότερου. (1Σα 10:1· 16:13· 1Βα 1:39· 2Βα 11:12· 23:30, 31, 34, 36) Παρ’ όλα αυτά, η χρίση του βασιλιά πιθανόν να αποτελούσε παγιωμένη τακτική.
Ο βασιλιάς του Ιούδα ήταν ο κύριος διαχειριστής των υποθέσεων του έθνους, ως ποιμένας του λαού. (Ψλ 78:70-72) Κατά κανόνα εκείνος ηγούνταν στη μάχη. (1Σα 8:20· 2Σα 21:17· 1Βα 22:29-33) Υπηρετούσε επίσης ως ο ανώτατος δικαστής του δικαστικού συστήματος, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες ο αρχιερέας συμβουλευόταν τον Ιεχωβά για αποφάσεις σχετικές με ορισμένα κρατικά ζητήματα και ζητήματα στα οποία η απόφαση ήταν πολύ δύσκολη ή τα στοιχεία που έδιναν οι μάρτυρες ανεπαρκή.—1Βα 3:16-28.
Οι περιορισμοί του βασιλιά. Η εξουσία που ασκούσε ο βασιλιάς περιοριζόταν από το φόβο που έτρεφε ο ίδιος για τον Θεό, από το νόμο του Θεού—στον οποίο ήταν υποχρεωμένος να υπακούει—και από την πειστική επιρροή των προφητών και των ιερέων, καθώς και από τις παραινέσεις των πρεσβυτέρων. Ο βασιλιάς έπρεπε να γράψει για τον εαυτό του ένα αντίγραφο του Νόμου και να το διαβάζει όλες τις ημέρες της ζωής του. (Δευ 17:18, 19) Ως ειδικός υπηρέτης και εκπρόσωπος του Ιεχωβά, ήταν υπόλογος ενώπιόν Του. Δυστυχώς, πολλοί βασιλιάδες του Ιούδα παραβίασαν αυτούς τους περιορισμούς και κυβέρνησαν δεσποτικά και πονηρά.—1Σα 22:12, 13, 17-19· 1Βα 12:12-16· 2Χρ 33:9.
Θρησκευτικός ηγέτης. Αν και ο νόμος απαγόρευε στο βασιλιά να είναι ιερέας, αναμενόταν από αυτόν να είναι ο κυριότερος υποστηρικτής της λατρείας του Ιεχωβά εκτός ιερατικής τάξης. Ενίοτε ο βασιλιάς ευλογούσε το έθνος στο όνομα του Ιεχωβά και εκπροσωπούσε το λαό στην προσευχή. (2Σα 6:18· 1Βα 8:14, 22, 54, 55) Εκτός του ότι ήταν υπεύθυνος για την προστασία της θρησκευτικής ζωής του λαού από την εισβολή ειδωλολατρικών στοιχείων, είχε την εξουσία να απομακρύνει έναν άπιστο αρχιερέα, όπως έκανε ο Βασιλιάς Σολομών όταν ο Αρχιερέας Αβιάθαρ υποστήριξε τη στασιαστική απόπειρα του Αδωνία να καταλάβει το θρόνο.—1Βα 1:7· 2:27.
Σύζυγοι και περιουσία. Σύμφωνα με τα γαμήλια και οικογενειακά τους έθιμα, οι βασιλιάδες του Ιούδα είχαν πολλές συζύγους και παλλακίδες, μολονότι ο Νόμος όριζε ότι ο βασιλιάς δεν έπρεπε να αποκτήσει πολλές συζύγους. (Δευ 17:17) Οι παλλακίδες θεωρούνταν περιουσία του στέμματος και μεταβιβάζονταν στο διάδοχο του θρόνου μαζί με τα δικαιώματα και την περιουσία του βασιλιά. Ο γάμος με μια από τις παλλακίδες του εκλιπόντος βασιλιά ή η απόκτησή της ισοδυναμούσε με διεκδίκηση του θρόνου. Επομένως, το ότι ο Αβεσσαλώμ είχε σχέσεις με τις παλλακίδες του πατέρα του, του Βασιλιά Δαβίδ, και το ότι ο Αδωνίας ζήτησε ως σύζυγο την Αβισάγ, τη νοσοκόμα και σύντροφο του Δαβίδ στα γηρατειά του, σήμαινε στην ουσία ότι ο καθένας τους διεκδικούσε το θρόνο. (2Σα 16:21, 22· 1Βα 2:15-17, 22) Επρόκειτο για πράξεις προδοσίας.
Εκτός από την ακίνητη περιουσία του βασιλιά, τα λάφυρα από τους πολέμους και τα δώρα (1Χρ 18:10), δημιουργήθηκαν και άλλες πηγές εσόδων. Μεταξύ αυτών ήταν η ειδική φορολογία της γεωργικής παραγωγής για το βασιλικό τραπέζι, ο φόρος υποτελείας από τα κατακτημένα βασίλεια, τα διόδια από τους περιοδεύοντες εμπόρους που διέσχιζαν τη χώρα και οι επιχειρήσεις, όπως οι εμπορικοί στόλοι του Σολομώντα.—1Βα 4:7, 27, 28· 9:26-28· 10:14, 15.
Η Αστάθεια του Βόρειου Βασιλείου. Στο βόρειο βασίλειο του Ισραήλ τηρούνταν η αρχή της κληρονομικής διαδοχής, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες αυτή παραβιαζόταν με κάποια δολοφονία ή εξέγερση. Η άσκηση της ψεύτικης θρησκείας κρατούσε το βόρειο βασίλειο σε κατάσταση διαρκούς αναβρασμού η οποία συνέτεινε στις συχνές βασιλοκτονίες και στο σφετερισμό του θρόνου. Μόνο δύο δυναστείες διήρκεσαν περισσότερο από δύο γενιές—η δυναστεία του Αμρί και η δυναστεία του Ιηού. Εφόσον δεν υπάγονταν στη Δαβιδική διαθήκη για βασιλεία, κανένας από τους βασιλιάδες του βόρειου βασιλείου δεν καθόταν «στο θρόνο της βασιλείας του Ιεχωβά» ως ο χρισμένος του Ιεχωβά.—1Χρ 28:5.
Οι Εθνικοί Βασιλιάδες και οι Υφιστάμενοι Βασιλιάδες. Οι Βαβυλώνιοι βασιλιάδες χρίονταν επίσημα μονάρχες ολόκληρης της Βαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας σφίγγοντας το χέρι του χρυσού ομοιώματος του Μαρντούκ. Αυτό έκανε και ο Κύρος ο Μέγας ώστε να θέσει υπό τον έλεγχό του τη Βαβυλωνιακή Αυτοκρατορία χωρίς να χρειαστεί να την κατακτήσει ολόκληρη με στρατιωτική δράση.
Άλλοι βασιλιάδες ανέβαιναν στο θρόνο μέσω διορισμού από έναν ανώτερο βασιλιά, όπως κάποιον που κατακτούσε εκείνη την περιοχή. Οι βασιλιάδες συχνά κυβερνούσαν τα κατακτημένα εδάφη μέσω υποτελών ντόπιων βασιλιάδων χαμηλότερης ιεραρχικά θέσης. Με αυτή τη διαδικασία, ο Ηρώδης ο Μέγας έγινε βασιλιάς της Ιουδαίας, ενώ ταυτόχρονα ήταν υποτελής στη Ρώμη (Ματ 2:1), και ο Αρέτας αναγνωρίστηκε από τη Ρώμη ως βασιλιάς των Ναβαταίων στο υποτελές βασίλειό του.—2Κο 11:32.
Οι μη Ισραηλίτες βασιλιάδες ήταν λιγότερο προσιτοί στους υπηκόους τους από αυτούς που κυβερνούσαν το λαό του Θεού. Οι Ισραηλίτες βασιλιάδες προφανώς συναναστρέφονταν ελεύθερα με το λαό τους. Οι Εθνικοί βασιλιάδες ήταν συχνά πολύ απόμακροι. Αν κάποιος έμπαινε στην εσωτερική αυλή του Πέρση βασιλιά χωρίς ρητή άδεια κινδύνευε αυτομάτως να θανατωθεί, εκτός αν ο βασιλιάς έδινε την ειδική έγκρισή του απλώνοντας το σκήπτρο του, όπως συνέβη με την Εσθήρ. (Εσθ 4:11, 16) Ωστόσο, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας δεχόταν σε ακρόαση όποιον Ρωμαίο πολίτη τον επικαλούνταν ασκώντας έφεση κατά της απόφασης ενός κατώτερου δικαστή, αλλά αφού πρώτα αυτός είχε περάσει από πολλούς κατώτερους αξιωματούχους.—Πρ 25:11, 12.