ΛΥΧΝΟΣΤΑΤΗΣ
Στήριγμα ή υποστάτης ενός ή περισσότερων λυχναριών λαδιού. Αν και γίνεται λόγος για λυχνοστάτες που χρησιμοποιούνταν σε σπίτια και σε άλλα κτίρια (2Βα 4:10· Δα 5:5· Λου 8:16· 11:33), η Αγία Γραφή δίνει πρωτίστως έμφαση στους λυχνοστάτες που συνδέονταν με την αληθινή λατρεία.
Στη Σκηνή της Μαρτυρίας. Μέσω οράματος, ο Ιεχωβά έδωσε στον Μωυσή οδηγίες για την κατασκευή ενός λυχνοστάτη (εβρ. κείμενο, μενωράχ· ελλ. κείμενο, λυχνία) “από καθαρό, σφυρήλατο χρυσάφι”, ο οποίος θα χρησιμοποιούνταν στη σκηνή. Μαζί με τα λυχνάρια του και τα σκεύη του επρόκειτο να ζυγίζει ένα τάλαντο. (Εξ 25:31, 39, 40· 37:17, 24· Αρ 8:4· Εβρ 9:2) Αυτό αντιστοιχούσε σε 34 κιλά περίπου, και η σημερινή του αξία θα ήταν $385.350.
Σχέδιο. Αυτός ο φωτοδότης που βρισκόταν στα «Άγια», το πρώτο τμήμα της σκηνής της μαρτυρίας (Εβρ 9:2), αποτελούνταν από ένα κεντρικό στέλεχος το οποίο είχε έξι κλαδιά. Τα κλαδιά, που εκτείνονταν εκατέρωθεν του κυρίως κορμού, σχημάτιζαν καμπύλη προς τα επάνω. Ο κεντρικός κορμός, ή στέλεχος, ήταν διακοσμημένος με τέσσερα σκαλιστά δοχεία σε σχήμα λουλουδιών αμυγδαλιάς, με κόμπους και άνθη που εναλλάσσονταν. Δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα ποιο είδος λουλουδιού αντιπροσώπευαν αυτά τα άνθη, δεδομένου ότι η εβραϊκή λέξη που χρησιμοποιείται μπορεί να σημαίνει οποιοδήποτε λουλούδι. Καθένα από τα κλαδιά είχε τρία δοχεία, με κόμπους και άνθη που εναλλάσσονταν. Η περιγραφή μπορεί να υποδηλώνει ότι οι κόμποι στο κεντρικό στέλεχος βρίσκονταν στα σημεία ένωσης των κλαδιών με το στέλεχος. Στην κορυφή του κυρίως στελέχους και στο άκρο κάθε κλαδιού υπήρχαν λυχνάρια που έκαιγαν εκλεκτό λάδι από κοπανισμένες ελιές. Τα σχετικά σύνεργα περιλάμβαναν λαβίδες, πυροδοχεία και σκεύη για το λάδι.—Εξ 25:31-38· 37:18-23· Λευ 24:2· Αρ 4:9.
Η κατασκευή του λυχνοστάτη έγινε υπό την επίβλεψη του Βεσελεήλ από τη φυλή του Ιούδα και του Οολιάβ από τη φυλή του Δαν. (Εξ 31:1-11· 35:30-35) Αυτοί οι άντρες ήταν αναμφίβολα καλοί τεχνίτες, ενδέχεται δε να έμαθαν την τέχνη ενόσω ήταν δούλοι στην Αίγυπτο. Ο Ιεχωβά, όμως, έθεσε τώρα το πνεύμα του πάνω τους προκειμένου να γίνει το έργο στην εντέλεια και να ανταποκρίνεται ακριβώς στο υπόδειγμα που αποκαλύφτηκε και παρουσιάστηκε στον Μωυσή.—Εξ 25:9, 40· 39:43· 40:16.
Χρήση. Ο Μωυσής «τοποθέτησε το λυχνοστάτη στη σκηνή της συνάντησης μπροστά από το τραπέζι, στην πλευρά της σκηνής που βλέπει προς το νότο». Προφανώς ο λυχνοστάτης βρισκόταν παράλληλα με τη νότια πλευρά της σκηνής (όπως έμπαινε κάποιος αριστερά), απέναντι από το τραπέζι του ψωμιού της πρόθεσης. Το φως έλαμπε στο «χώρο μπροστά από το λυχνοστάτη», φωτίζοντας έτσι τα Άγια, όπου βρισκόταν επίσης το χρυσό θυσιαστήριο του θυμιάματος.—Εξ 40:22-26· Αρ 8:2, 3.
Αφού ο Μωυσής ολοκλήρωσε το στήσιμο της σκηνής την 1η Νισάν του 1512 Π.Κ.Χ., άναψε τα λυχνάρια ακολουθώντας τις οδηγίες του Ιεχωβά. (Εξ 40:1, 2, 4, 25) Αργότερα, έκανε το ίδιο και ο Ααρών (Αρ 8:3), και έκτοτε αυτός (και οι μελλοντικοί αρχιερείς) φρόντιζε το λυχνοστάτη «από το βράδυ μέχρι το πρωί ενώπιον του Ιεχωβά μόνιμα». (Λευ 24:3, 4) Όταν ο Ααρών ετοίμαζε τα λυχνάρια «κάθε πρωί» και όταν τα άναβε «ανάμεσα στα δύο βράδια», πρόσφερε επίσης θυμίαμα στο χρυσό θυσιαστήριο.—Εξ 30:1, 7, 8.
Το λυχνοστάτη και τα άλλα σκεύη της σκηνής τα μετέφερε κατά τη διάρκεια της οδοιπορίας στην έρημο η οικογένεια του Καάθ από τη φυλή του Λευί. Προηγουμένως, όμως, οι ιερείς έπρεπε να καλύπτουν αυτά τα αντικείμενα, επειδή, όπως είχε προειδοποιήσει ο Ιεχωβά, τα άτομα που δεν ανήκαν στο ιερατείο δεν έπρεπε “να μπαίνουν για να δουν τα άγια πράγματα ούτε για μια στιγμή, για να μην πεθάνουν”. Το λυχνοστάτη και τα σχετικά με αυτόν σύνεργα τα κάλυπταν με ένα μπλε ύφασμα, κατόπιν τα τύλιγαν με κάλυμμα από δέρμα φώκιας και τα τοποθετούσαν πάνω σε ένα ξύλο για τη μεταφορά.—Αρ 4:4, 9, 10, 15, 19, 20.
Στην αφήγηση όπου εξιστορείται η μεταφορά της κιβωτού της διαθήκης από τον Βασιλιά Δαβίδ στο Όρος Σιών δεν γίνεται μνεία του λυχνοστάτη. Προφανώς ο λυχνοστάτης παρέμενε εντός της σκηνής της μαρτυρίας, στις διάφορες τοποθεσίες όπου τοποθετούνταν αυτή.
Στους Ναούς. Ο Δαβίδ έδωσε στον Σολομώντα τα αρχιτεκτονικά σχέδια για το ναό, τα οποία είχε λάβει μέσω θεϊκής έμπνευσης. Αυτά περιλάμβαναν οδηγίες για χρυσούς και ασημένιους λυχνοστάτες. (1Χρ 28:11, 12, 15, 19) Υπήρχαν δέκα χρυσοί λυχνοστάτες που ήταν τοποθετημένοι «πέντε δεξιά και πέντε αριστερά»—δηλαδή, για κάποιον που έβλεπε προς την ανατολή, πέντε στη νότια πλευρά και πέντε στη βόρεια πλευρά, μέσα στα Άγια του ναού. (1Βα 7:48, 49· 2Χρ 4:20) Και οι δέκα είχαν «το ίδιο σχέδιο». (2Χρ 4:7) Αυτοί ήταν πιθανώς πολύ μεγαλύτεροι από τον έναν λυχνοστάτη που υπήρχε στη σκηνή της μαρτυρίας, δεδομένων των μεγαλύτερων διαστάσεων του ναού και του υπόλοιπου εξοπλισμού του, όπως ήταν η «χυτή θάλασσα». (2Χρ 3:3, 4· 1Βα 7:23-26) Οι ασημένιοι λυχνοστάτες χρησιμοποιούνταν προφανώς στις αυλές ή σε άλλους χώρους εκτός από τα Άγια και τα Άγια των Αγίων, επειδή ο εξοπλισμός των δύο αυτών χώρων ήταν φτιαγμένος από χρυσό. Όπως γινόταν και στη σκηνή της μαρτυρίας, τα λυχνάρια των χρυσών λυχνοστατών άναβαν «κάθε βράδυ», μόνιμα.—2Χρ 13:11.
Όταν ο ναός καταστράφηκε από τους Βαβυλωνίους το 607 Π.Κ.Χ., οι λυχνοστάτες ήταν ανάμεσα στα χρυσά και στα ασημένια αντικείμενα που αφαιρέθηκαν από τον οίκο του Ιεχωβά.—Ιερ 52:19.
Ο ναός που ανοικοδομήθηκε από τον Ζοροβάβελ. Οι Γραφές δεν δίνουν καμιά πληροφορία για τους λυχνοστάτες του ναού τον οποίο ανοικοδόμησε ο Ζοροβάβελ. Ωστόσο, ο Ιώσηπος λέει ότι ο Αντίοχος (ο Επιφανής) «απογύμνωσε το ναό, μεταφέροντας . . . τους χρυσούς λυχνοστάτες». (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΒ΄, 250 [v, 4]) Το απόκρυφο βιβλίο των Μακκαβαίων κάνει λόγο για την απομάκρυνση ενός «λυχνοστάτη», πράγμα που κατέστησε αναγκαία την κατασκευή ενός καινούριου.—Α΄ Μακκαβαίων 1:21-23· 4:49, 50.
Ο ναός που ανοικοδομήθηκε από τον Ηρώδη. Η μεγαλοπρέπεια του ναού που ανοικοδομήθηκε από τον Ηρώδη μάς δίνει λόγους να υποθέσουμε ότι αυτός ο ναός πρέπει να περιείχε και λυχνοστάτες ισοδύναμης ομορφιάς και αξίας με εκείνους που υπήρχαν στο ναό του Σολομώντα. Ωστόσο, οι Γραφές δεν περιέχουν καμιά σχετική μνεία. Στοιχεία για την ύπαρξη ενός τέτοιου λυχνοστάτη αντλούμε από τα όσα αναφέρει ο Ιώσηπος και από την αναπαράσταση που υπάρχει σε ένα ανάγλυφο στο εσωτερικό της θριαμβικής Αψίδας του Τίτου στη Ρώμη. Σε αυτή την αψίδα απεικονίζονται αντικείμενα που πάρθηκαν από την Ιερουσαλήμ όταν αυτή καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 70 Κ.Χ. Ο Ιώσηπος ισχυρίζεται ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας αυτής της θριαμβευτικής πομπής του Αυτοκράτορα Βεσπασιανού και του γιου του, του Τίτου. Αναφερόμενος στην πομπή, μιλάει για τη μεταφορά «ενός λυχνοστάτη, που ήταν παρομοίως από χρυσό, αλλά είχε διαφορετική τεχνοτροπία από αυτούς που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή ζωή. Σε μια βάση ήταν προσαρτημένος ένας κεντρικός άξονας, από τον οποίο εκτείνονταν λεπτά κλαδιά που σχημάτιζαν τρίαινα και είχαν προσαρμοσμένη στο άκρο τους από μια σφυρήλατη λυχνία· αυτές οι λυχνίες ήταν εφτά».—Ο Ιουδαϊκός Πόλεμος, Ζ΄, 148, 149 (v, 5).
Σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν ο λυχνοστάτης που απεικονίζεται στην Αψίδα του Τίτου είναι πανομοιότυπος με τον αρχικό λυχνοστάτη που υπήρχε στο ναό της Ιερουσαλήμ. Οι απόψεις διίστανται κυρίως ως προς το σχήμα της βάσης, η οποία αποτελείται από δύο πολυγωνικά παραλληλεπίπεδα, εκ των οποίων το μικρότερο είναι πάνω στο μεγαλύτερο. Μια άποψη είναι ότι η ρωμαϊκή απεικόνιση στην αψίδα είναι ακριβής και ότι ο ίδιος ο Ηρώδης είχε αλλάξει το σχέδιο της βάσης του λυχνοστάτη αποκλίνοντας από την παραδοσιακή Ιουδαϊκή τριγωνική ή τρίποδη βάση, στα πλαίσια μιας εκστρατείας «δυτικοποίησης» που έκανε για να ευχαριστήσει τους Ρωμαίους. Άλλοι λόγιοι διαφωνούν ως προς το αν η αναπαράσταση είναι ακριβής. Διακοσμητικά σχέδια στη βάση απεικονίζουν αετούς και θαλάσσια τέρατα, τα οποία επικαλούνται οι λόγιοι ως κατάφωρη παραβίαση της δεύτερης εντολής.
Μερικοί συμπεραίνουν ότι ο αρχικός λυχνοστάτης του ναού είχε τρία πόδια, βασίζοντας εν μέρει το συμπέρασμά τους στις πολυάριθμες αναπαραστάσεις του λυχνοστάτη σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής οι οποίες χρονολογούνται από τον τρίτο μέχρι και τον έκτο αιώνα και απεικονίζουν τρίποδη βάση, ενίοτε με πόδια ζώων. Η αρχαιότερη αναπαράσταση του λυχνοστάτη εμφανίζεται σε νομίσματα του Αντίγονου Β΄, ο οποίος βασίλεψε το διάστημα 40-37 Π.Κ.Χ. Ένα τέτοιο νόμισμα, αν και δεν έχει διατηρηθεί σε καλή κατάσταση, φαίνεται να δείχνει ότι η βάση αποτελούνταν από μία πλάκα με πόδια. Το 1969 βρέθηκε μια αναπαράσταση του λυχνοστάτη του ναού χαραγμένη στο σοβά ενός σπιτιού που ανασκάφηκε στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ. Η σχηματική αναπαράσταση υποδηλώνει εφτά κλαδιά και μια τριγωνική βάση, διακοσμημένα όλα με κόμπους που χωρίζονται από δύο παράλληλες γραμμές. Στον Τάφο του Ιάσονα, που ανακαλύφτηκε στην Ιερουσαλήμ το 1956 και χρονολογείται από τις αρχές του πρώτου αιώνα Π.Κ.Χ., οι αρχαιολόγοι βρήκαν χαραγμένα πάνω στο σοβά σχέδια ενός λυχνοστάτη με εφτά κλαδιά. Τα χαμηλότερα τμήματά του φαίνονται να είναι προσαρτημένα σε κάποιο κουτί ή υποστήριγμα.
Μερικοί, λοιπόν, βασιζόμενοι σε αυτά τα αρχαιολογικά ευρήματα, εκφράζουν αντιρρήσεις για τη μορφή που έχει η βάση του λυχνοστάτη στην Αψίδα του Τίτου και προβάλλουν μεταξύ άλλων την εκδοχή ότι τα εν λόγω ανάγλυφα είναι προϊόν της φαντασίας ενός Ρωμαίου καλλιτέχνη, επηρεασμένου από Ιουδαϊκά σχέδια που είχε υπόψη του από άλλες πηγές.
Μεταφορική Χρήση. Ο προφήτης Ζαχαρίας είδε σε όραμα έναν ασυνήθιστο χρυσό λυχνοστάτη. Όπως ο λυχνοστάτης που είχε κατασκευαστεί για τη σκηνή της μαρτυρίας, έτσι και αυτός είχε εφτά λυχνάρια τα οποία, όμως, είχαν εφτά σωλήνες—κάτι που κατά τους λογίους έχει διανεμητική έννοια, δηλαδή ένας σωλήνας για κάθε λυχνάρι. Επίσης, στην κορυφή του λυχνοστάτη υπήρχε μια κούπα. Όπως φαίνεται, οι σωλήνες εξασφάλιζαν συνεχή παροχή λαδιού στα λυχνάρια. Το λάδι προφανώς προερχόταν από τα δύο ελαιόδεντρα τα οποία είδε ο προφήτης παραπλεύρως του λυχνοστάτη.—Ζαχ 4:2, 3, 12.
Ο Ιεχωβά Θεός, μέσω του δοξασμένου Ιησού Χριστού, έδωσε στον απόστολο Ιωάννη ένα όραμα στο οποίο ο Ιωάννης είδε «εφτά χρυσούς λυχνοστάτες, και ανάμεσα στους λυχνοστάτες κάποιον όμοιο με γιο ανθρώπου». Αυτός, του οποίου η περιγραφή μαρτυρεί ότι πρόκειται για τον Ιησού Χριστό, εξήγησε στον Ιωάννη ότι οι εφτά λυχνοστάτες σήμαιναν εφτά εκκλησίες. (Απ 1:1, 12, 13, 20) Οι λυχνοστάτες του οράματος ήταν πιθανότατα όμοιοι με εκείνον που φώτιζε τη σκηνή της μαρτυρίας για να μπορούν οι ιερείς να εκτελούν τα καθήκοντά τους εκεί. Το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται ως σύμβολο των εκκλησιών βρίσκεται σε αρμονία με τα όσα είπε ο Ιησούς σε εκείνους που είναι αφιερωμένοι υπηρέτες του Θεού: «Εσείς είστε το φως του κόσμου». (Ματ 5:14) Ως Αυτός «που περπατάει ανάμεσα στους εφτά χρυσούς λυχνοστάτες», επιβλέπει όλη τη δράση που έχουν εκείνοι ως φορείς φωτός.—Απ 2:1.
Συμβουλεύοντας την εκκλησία στην Έφεσο, ο Χριστός προειδοποίησε ότι θα απομάκρυνε το λυχνοστάτη από τη θέση του, εκτός αν μετανοούσαν. Αυτό αναμφίβολα σήμαινε ότι δεν θα χρησιμοποιούνταν πλέον για να διαχέουν το φως της αλήθειας σε εκείνη την περιοχή και ότι, απεναντίας, το φως τους θα έσβηνε.—Απ 2:1-5· παράβαλε Ματ 6:22, 23.
Η τελευταία περίπτωση στην οποία η Αγία Γραφή κάνει λόγο για λυχνοστάτες έχει κάποιες ομοιότητες με το όραμα του Ζαχαρία. «Δύο μάρτυρες» που επρόκειτο να προφητεύσουν ντυμένοι με σάκο λέχθηκε ότι θα συμβολίζονταν «από τα δύο ελαιόδεντρα και τους δύο λυχνοστάτες».—Απ 11:3, 4.
[Εικόνες στη σελίδα 231]
Στις Ιουδαϊκές παραστάσεις όπου απεικονίζεται ο λυχνοστάτης του ναού (δεξιά: πάνω σε κίονα· επάνω: στο δάπεδο μιας συναγωγής) το σχέδιο της βάσης είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που φαίνεται στην Αψίδα του Τίτου