ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
(Μακεδονία), ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ (Μακεδόνες).
Περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης που καταλάμβανε το κεντρικό τμήμα της λεγόμενης σήμερα Βαλκανικής Χερσονήσου. Εκτεινόταν από την Αδριατική Θάλασσα στα Δ μέχρι το Αιγαίο Πέλαγος στα Α και βρισκόταν Β της τότε Αχαΐας. Παρότι διαθέτει αρκετές εύφορες πεδιάδες, είναι ως επί το πλείστον ορεινή περιοχή. Κατά τους αρχαίους χρόνους, η Μακεδονία ήταν ένας νευραλγικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην ανατολή και στη δύση. Η ρωμαϊκής κατασκευής Εγνατία Οδός εκτεινόταν από το Δυρράχιο και την Απολλωνία, στη δυτική ακτή της χερσονήσου, μέχρι τη Νεάπολη στην ανατολική ακτή, και ακόμη πιο πέρα.
Οι Μακεδόνες ήταν απόγονοι του Ιάφεθ, ενδεχομένως μέσω του Κιττίμ, γιου του Ιαυάν. (Γε 10:2, 4, 5) Αν και κατά κύριο λόγο το όνομα Κιττίμ συνδέεται με την Κύπρο, στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν και για άλλες περιοχές. Ο ιστορικός Ιώσηπος γράφει ότι οι Εβραίοι ονόμαζαν τα νησιά και τις περισσότερες παραθαλάσσιες περιοχές (προφανώς στην περιοχή της Μεσογείου) «Χέθη», και τα συσχετίζει με τον Χέθιμο (Κιττίμ). (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Α΄, 128 [vi, 1]) Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί η Μακεδονία ονομάζεται «Χεττιίμ» στο απόκρυφο βιβλίο Α΄ Μακκαβαίων (1:1) και παρέχει μια πιθανή βάση για να θεωρήσουμε τους Μακεδόνες απογόνους του Κιττίμ.
Ιστορία. Η Μακεδονία προσέλαβε εξοχότητα υπό τη διακυβέρνηση του Φιλίππου Β΄. Αυτός μπόρεσε να συνενώσει τη Μακεδονία και τις γειτονικές περιοχές, και ως αποτέλεσμα της νίκης που πέτυχε στη μάχη της Χαιρώνειας (338 Π.Κ.Χ.), η Μακεδονία αναδείχτηκε υπέρτερη σε σχέση με τα περισσότερα ελληνικά κράτη. Μετά τη δολοφονία του Φιλίππου, ανέβηκε στο θρόνο ο γιος του ο Αλέξανδρος (ο Μέγας). Δύο χρόνια αργότερα, ο Αλέξανδρος άρχισε την εκτεταμένη κατακτητική εκστρατεία του. Όταν πέθανε στη Βαβυλώνα (323 Π.Κ.Χ.), είχε ήδη οικοδομήσει με τις στρατιωτικές νίκες του μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν προς τα Α μέχρι την Ινδία και περιλάμβανε τη Μεσοποταμία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία, τη Θράκη, τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα.—Βλέπε Δα 2:31-33, 39· 7:6· 8:1-7, 20, 21· βλέπε ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Αρ. 1· ΕΙΚΟΝΑ· ΘΗΡΙΑ, ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ.
Όταν η αυτοκρατορία διαιρέθηκε μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, ο Αντίπατρος, που ήταν αντιβασιλιάς της Μακεδονίας ενόσω ο Αλέξανδρος πολεμούσε στην ανατολή, διατήρησε αυτή τη θέση. Προτού πεθάνει, ο Αντίπατρος ανέθεσε την αντιβασιλεία στον Πολυπέρχοντα και όχι στο γιο του τον Κάσσανδρο. Ακολούθησαν πολιτικές διαμάχες που τελικά οδήγησαν στην αναγνώριση του Κάσσανδρου ως βασιλιά της Μακεδονίας. Ο γιος του ο Αλέξανδρος τον διαδέχθηκε αλλά λίγο αργότερα θανατώθηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή (γιο του Αντίγονου Κύκλωπα, ενός από τους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Επακολούθησε και πάλι σύγχυση. Τελικά, ο Αντίγονος Γονατάς, γιος του Δημήτριου του Πολιορκητή, κατέλαβε το θρόνο. Αν και εκδιώχθηκε από το βασίλειό του δύο φορές, ο Αντίγονος το επανακατέλαβε και τις δύο φορές, και η Μακεδονία παρέμεινε υπό την εξουσία των Αντιγονιδών μέχρις ότου περιήλθε υπό ρωμαϊκή διακυβέρνηση. Στα μέσα του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ., η Μακεδονία έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Για ένα διάστημα, στη διάρκεια του πρώτου αιώνα Κ.Χ., η Μακεδονία συναποτελούσε με την Αχαΐα, στο Ν, και με τη Μοισία, στο Β, μια αυτοκρατορική επαρχία υπό τον λεγάτο της Μοισίας. Ωστόσο, το 44 Κ.Χ., η Μακεδονία έγινε ξανά συγκλητική επαρχία υπαγόμενη στη δικαιοδοσία Ρωμαίου κυβερνήτη.—Βλέπε ΕΛΛΑΔΑ, ΕΛΛΗΝΕΣ.
Η Διακονία του Παύλου. Η Μακεδονία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή περιοχή που επισκέφτηκε ο απόστολος Παύλος στο δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι του. Ενόσω βρισκόταν στην Τρωάδα, στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, ο Παύλος έλαβε ένα όραμα. «Κάποιος άντρας Μακεδόνας στεκόταν και τον ικέτευε και έλεγε: “Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας”». (Πρ 16:8, 9) Ο Παύλος ανταποκρίθηκε σε αυτό το όραμα και μαζί με τον Λουκά, τον Τιμόθεο και τον Σίλα (πιθανώς δε και άλλους που τον συντρόφευαν) αναχώρησε για τη Μακεδονία. Αφού έφτασε στη Νεάπολη (το επίνειο των Φιλίππων στη βορειοανατολική Μακεδονία), ο Παύλος πήγε στους Φιλίππους και εκεί διακήρυξε τα καλά νέα. (Πρ 16:11-40) Φαίνεται ότι ο Λουκάς έμεινε στους Φιλίππους ενώ ο Παύλος, ο Σίλας και ο Τιμόθεος συνέχισαν το ταξίδι τους μέσω των μακεδονικών πόλεων Αμφίπολη (περίπου 50 χλμ. ΔΝΔ των Φιλίππων) και Απολλωνία (περίπου 35 χλμ. ΝΔ της Αμφίπολης). Στη συνέχεια ο Παύλος έδωσε μαρτυρία στις μακεδονικές πόλεις Θεσσαλονίκη (περίπου 45 χλμ. ΔΒΔ της Απολλωνίας) και Βέροια (περίπου 65 χλμ. ΔΝΔ της Θεσσαλονίκης). (Πρ 17:1-12) Λόγω επαπειλούμενης οχλοκρατίας στη Βέροια, ο Παύλος αναγκάστηκε να φύγει από τη Μακεδονία. Άφησε, όμως, τον Σίλα και τον Τιμόθεο στη Βέροια ώστε να φροντίσουν τη νέα ομάδα πιστών που σχηματίστηκε εκεί. Ο Σίλας και ο Τιμόθεος θα τον συναντούσαν αργότερα. (Πρ 17:13-15) Ο Παύλος, ο οποίος ανησυχούσε για την ευημερία της νεοσύστατης εκκλησίας στη Θεσσαλονίκη, έστειλε τον Τιμόθεο να ενθαρρύνει τους αδελφούς εκεί. (1Θε 3:1, 2) Ίσως ο Τιμόθεος να συνάντησε τον Παύλο στην Αθήνα, στην τότε Αχαΐα, και κατόπιν να του ζητήθηκε να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Φαίνεται, όμως, πιθανότερο να ήταν στη Βέροια όταν ειδοποιήθηκε από τον Παύλο να πάει στη Θεσσαλονίκη. Τα καλά νέα που έφερε ο Τιμόθεος επιστρέφοντας υποκίνησαν τον Παύλο να γράψει την πρώτη επιστολή του προς τους Θεσσαλονικείς (1Θε 3:6· Πρ 18:5). Λίγο αργότερα ακολούθησε και η δεύτερη επιστολή του προς τους Θεσσαλονικείς.
Στη διάρκεια της τρίτης ιεραποστολικής περιοδείας του, ο Παύλος σχεδίαζε να ξαναπάει στη Μακεδονία. (1Κο 16:5-8· 2Κο 1:15, 16) Αν και έμεινε λίγο περισσότερο στην Έφεσο, έστειλε στη Μακεδονία νωρίτερα τον Τιμόθεο και τον Έραστο. (Πρ 19:21, 22) Έπειτα από αυτό ο Εφέσιος αργυροχόος Δημήτριος υποκίνησε οχλαγωγία εναντίον του Παύλου. Στην πόλη επικράτησε τότε μεγάλη σύγχυση, και καθώς οι Εφέσιοι όρμησαν στο θέατρο, άρπαξαν και πήραν «τον Γάιο και τον Αρίσταρχο, που ήταν Μακεδόνες, σύντροφοι του Παύλου στο ταξίδι του». (Πρ 19:23-29) Όταν κόπασε ο σάλος, ο Παύλος ξεκίνησε για τη Μακεδονία. (Πρ 20:1) Προφανώς σταμάτησε στην Τρωάδα. Εκεί απογοητεύτηκε που δεν συνάντησε τον Τίτο, ο οποίος είχε σταλεί στην Κόρινθο, στην τότε Αχαΐα, για να βοηθήσει στη συλλογή συνεισφορών για τους αγίους στην Ιουδαία. (2Κο 2:12, 13) Έπειτα, ο Παύλος συνέχισε το ταξίδι του για τη Μακεδονία, όπου συναντήθηκε με τον Τίτο και έμαθε πώς είχαν ανταποκριθεί οι Κορίνθιοι στην πρώτη επιστολή του αποστόλου. (2Κο 7:5-7) Ακολούθως, ο Παύλος έγραψε τη δεύτερη επιστολή του προς τους Κορινθίους και αργότερα κατευθύνθηκε νότια προς την υπόλοιπη Ελλάδα. Σκεφτόταν να πάει με πλοίο από την Ελλάδα στη Συρία, αλλά μια πλεκτάνη που έστησαν εναντίον του οι Ιουδαίοι τον ανάγκασε να αλλάξει τα σχέδιά του και αντ’ αυτού να επιστρέψει στη Μακεδονία. (Πρ 20:2, 3) Ανάμεσα σε εκείνους που τον συντρόφευαν στο ταξίδι ήταν τρεις Μακεδόνες, ο Σώπατρος, ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος.—Πρ 20:4.
Οι Μακεδόνες Χριστιανοί, αν και φτωχοί, ήταν πολύ γενναιόδωροι. Πρόσφεραν από τον εαυτό τους, πέρα από την πραγματική τους δυνατότητα, προκειμένου να δώσουν συνεισφορές για τους άπορους αδελφούς τους στην Ιουδαία. (2Κο 8:1-7· παράβαλε Ρω 15:26, 27· 2Κο 9:1-7.) Ιδιαίτερα οι Φιλιππήσιοι υποστήριξαν με αξιοσημείωτο τρόπο τη διακονία του Παύλου. (2Κο 11:8, 9· Φλπ 4:15-17) Μάλιστα, όταν ο απόστολος φυλακίστηκε στη Ρώμη την πρώτη φορά, η εκκλησία των Φιλίππων έστειλε τον Επαφρόδιτο να διακονήσει τον Παύλο στις ανάγκες του. (Φλπ 2:25-30· 4:18) Οι δε Θεσσαλονικείς έδειξαν μεγάλη πίστη και υπομονή, και γι’ αυτό έγιναν παράδειγμα για «όλους τους πιστούς στη Μακεδονία και στην Αχαΐα».—1Θε 1:1-8· 4:9, 10.
Φαίνεται πως, όταν ο Παύλος αποφυλακίστηκε στη Ρώμη, επισκέφτηκε ξανά τη Μακεδονία και από εκεί έγραψε την επιστολή που είναι γνωστή ως Πρώτη προς τον Τιμόθεο. (1Τι 1:3) Η επιστολή προς τον Τίτο είναι πιθανό να γράφτηκε και αυτή από τη Μακεδονία.