ΜΑΛΧΟΣ
(Μάλχος) [από μια ρίζα της εβρ. που σημαίνει «βασιλιάς»].
Ο δούλος του αρχιερέα που πήγε μαζί με τον Ιούδα τον Ισκαριώτη και το πλήθος στη Γεθσημανή, όπου συνελήφθη ο Χριστός. Ο Πέτρος έκοψε το δεξί αφτί του Μάλχου με ένα σπαθί (Ιωα 18:10· Ματ 26:51· Μαρ 14:47), αλλά ο Ιησούς το θεράπευσε θαυματουργικά. (Λου 22:50, 51) Ένας άλλος δούλος του αρχιερέα Καϊάφα, συγγενής του Μάλχου, αναγνώρισε αργότερα τον Πέτρο, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αρνηθεί ο απόστολος τον Χριστό τρίτη φορά.—Ιωα 18:26, 27.