ΜΕΡΗΜΩΘ
(Μερημώθ).
1. Ένας από τους επικεφαλής των ιερέων που συνόδευσαν τον Ζοροβάβελ από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ το 537 Π.Κ.Χ. (Νε 12:1-7) Κάποιος ιερατικός πατρικός οίκος της επόμενης γενιάς ονομάζεται «Μεραϊώθ», και ενδέχεται να ήταν ιδρυτής του ο Μερημώθ. (Νε 12:15) Τα ονόματα αυτά, γραμμένα με εβραϊκούς χαρακτήρες, είναι πολύ παρόμοια.
2. Γιος του Ουριγία και εξέχων ιερέας στις ημέρες του Έσδρα και του Νεεμία. Όταν ο Έσδρας και ένα Ιουδαϊκό υπόλοιπο έφτασαν στην Ιερουσαλήμ από τη Βαβυλώνα το 468 Π.Κ.Χ., “ζύγισαν το ασήμι και το χρυσάφι και τα σκεύη στον οίκο” του Ιεχωβά και τα έβαλαν στα χέρια ορισμένων ιερέων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Μερημώθ. (Εσδ 8:31-34) Ο Μερημώθ ήταν απόγονος του Ακκώς, του οποίου κάποιοι απόγονοι δεν μπόρεσαν να αποδείξουν τη γενεαλογία τους. (Εσδ 2:61, 62) Ωστόσο, είναι φανερό ότι η υποδιαίρεση της οικογένειας στην οποία ανήκε εκείνος κατάφερε να επιβεβαιώσει τη γενεαλογική της γραμμή, εφόσον ο Μερημώθ μετείχε σε ιερατικές δραστηριότητες. Επίσης, πήρε μέρος στις επισκευές που έγιναν στο τείχος της Ιερουσαλήμ υπό την εποπτεία του Νεεμία.—Νε 3:3, 4, 21.
3. Ιερέας, ή κάποιος προπάτοράς του, από εκείνους που επικύρωσαν με σφραγίδα την «αξιόπιστη συμφωνία» των ημερών του Νεεμία.—Νε 9:38–10:5.
4. Ισραηλίτης από «τους γιους του Βανί» που είχαν δεχτεί αλλοεθνείς συζύγους αλλά εξαπέστειλαν «συζύγους και γιους» στις ημέρες του Έσδρα.—Εσδ 10:25, 34, 36, 44.