ΔΙΑΚΟΝΟΣ
Η εβραϊκή λέξη μεσαρέθ, η οποία αποδίδεται «διάκονος», είναι μετοχή του ρήματος σαράθ, το οποίο σημαίνει «υπηρετώ» ή «διακονώ» κάποιον ανώτερο, και χρησιμοποιείται είτε με κοσμική είτε με θρησκευτική έννοια. (Γε 39:4· Δευ 10:8) Όσον αφορά τη λέξη διάκονος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου, ο Ντ. Έντμοντ Χάιμπερτ έγραψε τα εξής στο σύγγραμμα Ιερή Βιβλιοθήκη (Bibliotheca Sacra): «Έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι αυτός ο όρος αποτελεί σύνθετη λέξη, από την πρόθεση [διά], που σημαίνει “διαμέσου”, και το ουσιαστικό [κόνις], δηλαδή “σκόνη”, και επομένως υποδηλώνει κάποιον που περνάει βιαστικά μέσα από τη σκόνη για να εκτελέσει την υπηρεσία του. Ωστόσο, αυτή η πιθανολογούμενη ετυμολογία δεν είναι γενικά αποδεκτή σήμερα. Το πιθανότερο είναι ότι η λέξη προερχόταν από το ρήμα [διήκω], “φτάνω από το ένα μέρος στο άλλο”, συγγενικό του ρήματος [διώκω], “τρέχω πίσω από κάποιον, κυνηγώ”. Συνεπώς, η ετυμολογική έννοια της λέξης μεταδίδει την ιδέα ενός ανθρώπου που επιδιώκει με επιμέλεια και επιμονή να αποδώσει υπηρεσία για χάρη των άλλων».—1983, Τόμ. 140, σ. 153.
Στο εβραϊκό και στο ελληνικό κείμενο, αυτές οι λέξεις και οι συγγενικοί τους τύποι εφαρμόζονται και σε άντρες και σε γυναίκες. (2Σα 13:17, 18· 1Βα 1:4, 15· 2Κο 3:6· Ρω 16:1) Ο Ιησούς του Ναυή ήταν διάκονος (υπηρέτης) του Μωυσή «από τη νεαρή του ηλικία». (Αρ 11:28· Ιη 1:1, υποσ.) Ο υπηρέτης του Ελισαιέ αποκαλούνταν επίσης διάκονός του. (2Βα 4:43· 6:15) Οι βασιλιάδες και οι άρχοντες είχαν υπηρέτες, ή αλλιώς διακόνους (2Χρ 22:8· Εσθ 2:2· 6:3), μερικοί από τους οποίους υπηρετούσαν ως τραπεζοκόμοι στο βασιλικό τραπέζι.—1Βα 10:4, 5· 2Χρ 9:3, 4.
Οι Αγγελικοί Διάκονοι του Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά Θεός δημιούργησε τα δεκάδες εκατομμύρια των αγγέλων, οι οποίοι βρίσκονται όλοι υπό τον έλεγχό του και τους οποίους μπορεί αναμφίβολα να καλεί ονομαστικά, όπως καλεί τα αναρίθμητα άστρα. (Ψλ 147:4) Οι άγγελοι τον υπηρετούν ως διάκονοί του, κάνοντας το θέλημά του στο σύμπαν. (Ψλ 103:20, 21) Ο ψαλμωδός λέει για τον Ιεχωβά ότι κάνει “τους αγγέλους του πνεύματα, τους διακόνους του φωτιά που κατατρώει”. (Ψλ 104:4) Αυτοί περιγράφονται ως «πνεύματα για δημόσια υπηρεσία, απεσταλμένα να διακονούν για εκείνους που πρόκειται να κληρονομήσουν σωτηρία». (Εβρ 1:13, 14) Άγγελοι διακόνησαν τον Ιησού Χριστό στην έρημο, όταν εκείνος είχε αποκρούσει τις προσπάθειες που κατέβαλε ο Σατανάς για να τον κάνει να παρεκκλίνει από την υπακοή προς τον Ιεχωβά. (Ματ 4:11) Επίσης, όταν ο Ιησούς προσευχόταν στη Γεθσημανή, εμφανίστηκε ένας άγγελος και τον ενίσχυσε. (Λου 22:43) Στο όραμα του προφήτη Δανιήλ, όπου «κάποιος που ήταν σαν γιος ανθρώπου» έλαβε εξουσία για διακυβέρνηση πάνω σε όλους τους λαούς και τις γλώσσες η οποία θα διαρκέσει στον αιώνα, εκατομμύρια άγγελοι παρουσιάζονται να διακονούν γύρω από το θρόνο του Παλαιού των Ημερών.—Δα 7:9-14.
Η Φυλή του Λευί. Μετά την απελευθέρωση των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο, και όταν το έθνος οργανώθηκε υπό τη διαθήκη του Νόμου, ο Ιεχωβά επέλεξε τους άντρες της φυλής του Λευί ως ειδικούς διακόνους του. (Αρ 3:6· 1Χρ 16:4) Μερικοί από αυτούς, η οικογένεια του Ααρών, ήταν ιερείς. (Δευ 17:12· 21:5· 1Βα 8:11· Ιερ 33:21) Οι Λευίτες εκτελούσαν διάφορα καθήκοντα στα πλαίσια της διακονίας τους—φρόντιζαν για το αγιαστήριο και όλα του τα σκεύη, για τη διακονία της υμνωδίας, και ούτω καθεξής.—Αρ 3:7, 8· 1Χρ 6:32.
Οι Προφήτες. Εκτός του ότι χρησιμοποιούσε όλους τους άντρες της φυλής του Λευί, ο Ιεχωβά ανέθεσε και σε άλλους να διακονούν το λαό του τον Ισραήλ με ειδικό τρόπο. Τα άτομα αυτά ήταν οι προφήτες, οι οποίοι υπηρετούσαν ως διορισμένοι και απεσταλμένοι από τον Ιεχωβά σε ατομική βάση. Μερικοί από αυτούς είχαν επίσης ιερατική καταγωγή, αλλά πολλοί ήταν από άλλες φυλές του Ισραήλ. (Βλέπε ΠΡΟΦΗΤΗΣ.) Ενεργούσαν ως αγγελιοφόροι του Ιεχωβά και στέλνονταν για να προειδοποιήσουν το έθνος όταν αυτό παρέκκλινε από το Νόμο, επιδιώκοντας να επαναφέρουν τους βασιλιάδες και το λαό στην αληθινή λατρεία. (2Χρ 36:15, 16· Ιερ 7:25, 26) Οι προφητείες τους βοηθούσαν, ενθάρρυναν και ενίσχυαν όσους είχαν δίκαιη καρδιά, ιδιαίτερα σε καιρούς πνευματικής και ηθικής παρακμής, καθώς και όταν ο Ισραήλ απειλούνταν ολόγυρα από εχθρούς.—2Βα 7· Ησ 37:21-38.
Επίσης, οι προφητείες τους έστρεφαν την προσοχή στον Ιησού Χριστό και στη Μεσσιανική Βασιλεία. (Απ 19:10) Ο Ιωάννης ο Βαφτιστής εκτέλεσε εξαίρετο έργο, επιστρέφοντας «την καρδιά των πατέρων προς τους γιους και την καρδιά των γιων προς τους πατέρες» καθώς προετοίμαζε την οδό για τον εκπρόσωπο του Ιεχωβά, τον Κύριο Ιησού Χριστό. (Μαλ 4:5, 6· Ματ 11:13, 14· Λου 1:77-79) Οι προφήτες δεν διακονούσαν μόνο τους συγχρόνους τους, διότι ο απόστολος Πέτρος γράφει στους Χριστιανούς: «Τους αποκαλύφτηκε ότι, όχι για τον εαυτό τους, αλλά για εσάς διακονούσαν σχετικά με τα πράγματα που έχουν ανακοινωθεί τώρα σε εσάς μέσω εκείνων οι οποίοι έχουν διακηρύξει τα καλά νέα σε εσάς με άγιο πνεύμα σταλμένο από τον ουρανό. Σε αυτά τα πράγματα άγγελοι επιθυμούν να εμβαθύνουν».—1Πε 1:10-12.
Ο Ιησούς Χριστός. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο πρώτιστος διάκονος του Ιεχωβά. Έγινε «διάκονος των περιτμημένων για χάρη της φιλαλήθειας του Θεού, ώστε να επαληθεύσει τις υποσχέσεις που έδωσε Εκείνος στους προπάτορές τους», καθώς «και για να δοξάσουν τα έθνη τον Θεό για το έλεός του». Ως εκ τούτου, «σε αυτόν έθνη θα στηρίξουν την ελπίδα τους».—Ρω 15:8-12.
Ο διορισμός του Ιησού ήταν από τον ίδιο τον Ιεχωβά. Όταν αυτός παρουσιάστηκε για να βαφτιστεί, «άνοιξαν οι ουρανοί», σύμφωνα με την αφήγηση, «και [ο Ιωάννης ο Βαφτιστής] είδε πνεύμα Θεού να κατεβαίνει σαν περιστέρι και να έρχεται πάνω του [στον Ιησού]. Ακούστηκε, επίσης, φωνή από τους ουρανούς που είπε: “Αυτός είναι ο Γιος μου ο αγαπητός, τον οποίο έχω επιδοκιμάσει”». (Ματ 3:16, 17) Στην προανθρώπινη ύπαρξή του, ο Ιησούς είχε υπηρετήσει τον Ιεχωβά αμέτρητους αιώνες, αλλά σε αυτή την περίπτωση ξεκίνησε μια νέα διακονία. Απέδειξε ότι ήταν πράγματι διάκονος του Θεού, υπηρετώντας τόσο τον Θεό όσο και τους συνανθρώπους του. Γι’ αυτό, στη συναγωγή της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Ναζαρέτ, ο Ιησούς μπορούσε δικαιωματικά να πάρει το ρόλο του Ησαΐα και να διαβάσει τα λόγια που βρίσκονται σήμερα στα εδάφια 1 και 2 του 61ου κεφαλαίου: «Το πνεύμα του Υπέρτατου Κυρίου Ιεχωβά είναι πάνω μου, επειδή ο Ιεχωβά με έχρισε για να πω καλά νέα στους πράους. Με έστειλε να επιδέσω τα τραύματα εκείνων που έχουν συντετριμμένη καρδιά, να κηρύξω ελευθερία στους αιχμαλωτισμένους και άνοιγμα των ματιών στους φυλακισμένους· να κηρύξω το έτος της καλής θέλησης του Ιεχωβά». Κατόπιν είπε στους παρευρισκομένους: «Σήμερα εκπληρώνεται αυτή η γραφή που μόλις ακούσατε».—Λου 4:16-21.
Όταν ο Πέτρος κήρυξε στον πρώτο Εθνικό που μεταστράφηκε στη Χριστιανοσύνη, τον Κορνήλιο, περιέγραψε την πορεία του Ιησού στη διάρκεια των τριάμισι ετών της επίγειας διακονίας του, εφιστώντας την προσοχή του Κορνήλιου στον «Ιησού που ήταν από τη Ναζαρέτ, [στο] πώς τον έχρισε ο Θεός με άγιο πνεύμα και δύναμη, και αυτός διάβηκε τη χώρα κάνοντας το καλό και γιατρεύοντας όλους όσους καταδυναστεύονταν από τον Διάβολο· επειδή ο Θεός ήταν μαζί του». (Πρ 10:38) Ο Ιησούς κυριολεκτικά διάβηκε με τα πόδια όλο τον τομέα που του είχε ανατεθεί, υπηρετώντας τον Ιεχωβά και τους ανθρώπους. Όχι μόνο αυτό, αλλά έδωσε και την ίδια του την ψυχή ως λύτρο για τους άλλους. Ο ίδιος είπε: «Ο Γιος του ανθρώπου ήρθε, όχι για να τον διακονήσουν, αλλά για να διακονήσει και να δώσει την ψυχή του λύτρο σε αντάλλαγμα για πολλούς».—Ματ 20:28.
Χριστιανοί Διάκονοι. Στο διακονικό του έργο ο Ιησούς κάλεσε ως συντρόφους του πολλά άλλα άτομα, αποστόλους και μαθητές, τους οποίους εκπαίδευσε να συνεχίσουν το ίδιο διακονικό έργο. Αρχικά απέστειλε τους 12, κατόπιν 70 άλλους. Η ενεργός δύναμη του Θεού ήταν πάνω και σε αυτούς, καθιστώντας τους ικανούς να εκτελούν πολλά θαύματα. (Ματ 10:1, 5-15, 27, 40· Λου 10:1-12, 16) Ωστόσο, το κύριο έργο που έπρεπε να επιτελέσουν ήταν το κήρυγμα και η διδασκαλία των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού. Στην πραγματικότητα, τα θαύματα αποσκοπούσαν πρωτίστως στο να αποδειχτεί δημόσια ότι αυτοί ήταν διορισμένοι και επιδοκιμασμένοι από τον Ιεχωβά.—Εβρ 2:3, 4.
Ο Ιησούς εκπαίδευε τους μαθητές του με τα λόγια αλλά και με το παράδειγμά του. Δεν δίδασκε μόνο δημόσια, αλλά και σε σπίτια, μεταδίδοντας τα καλά νέα απευθείας στους ανθρώπους. (Ματ 9:10, 28· Λου 7:36· 8:1· 19:1-6) Από τις αφηγήσεις των Ευαγγελιστών γίνεται σαφές ότι οι μαθητές του Ιησού ήταν παρόντες σε πολλές περιπτώσεις στις οποίες εκείνος έδωσε μαρτυρία σε ανθρώπους διαφόρων ειδών, και μάλιστα είναι καταγραμμένες οι συνομιλίες που έλαβαν χώρα. Σύμφωνα με το βιβλίο των Πράξεων, οι μαθητές του ακολούθησαν αυτό το παράδειγμα, κάνοντας επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι για να διακηρύξουν το άγγελμα της Βασιλείας.—Πρ 5:42· 20:20· βλέπε ΚΗΡΥΓΜΑ, ΚΗΡΥΚΑΣ («Από Σπίτι σε Σπίτι»).
Ο Ιησούς εξήγησε στους μαθητές του ποιος είναι αληθινός διάκονος του Θεού: «Οι βασιλιάδες των εθνών τα καταδυναστεύουν, και εκείνοι που έχουν εξουσία πάνω τους αποκαλούνται Ευεργέτες. Εσείς, όμως, δεν πρέπει να είστε έτσι. Αλλά ο μεγαλύτερος ανάμεσά σας ας γίνει όπως ο νεότερος, και αυτός που είναι αρχηγός, όπως αυτός που διακονεί. Διότι ποιος είναι μεγαλύτερος, αυτός που πλαγιάζει μπροστά στο τραπέζι ή αυτός που διακονεί; Δεν είναι αυτός που πλαγιάζει μπροστά στο τραπέζι;» Κατόπιν, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη δική του πορεία και διαγωγή, είπε: «Εγώ, όμως, είμαι ανάμεσά σας ως αυτός που διακονεί». (Λου 22:25-27) Σε εκείνη την περίπτωση, κατέδειξε με δυναμικό τρόπο αυτές τις αρχές, όπως την αρχή της ταπεινοφροσύνης, πλένοντας τα πόδια των μαθητών.—Ιωα 13:5.
Ο Ιησούς επισήμανε περαιτέρω στους μαθητές του ότι οι αληθινοί διάκονοι του Θεού δεν αποδέχονται κολακευτικούς θρησκευτικούς τίτλους για τον εαυτό τους ούτε αποδίδουν τέτοιους τίτλους σε άλλους. «Μην αποκληθείτε Ραββί, γιατί ένας είναι ο δάσκαλός σας, ενώ όλοι εσείς είστε αδελφοί. Επιπλέον, μην αποκαλέσετε κανέναν πατέρα σας πάνω στη γη, γιατί ένας είναι ο Πατέρας σας, ο Ουράνιος. Ούτε να αποκληθείτε “ηγέτες”, γιατί Ηγέτης σας είναι ένας, ο Χριστός. Αλλά ο μεγαλύτερος ανάμεσά σας πρέπει να είναι διάκονός σας [ή υπηρέτης σας]. Όποιος εξυψώσει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί και όποιος ταπεινώσει τον εαυτό του θα εξυψωθεί».—Ματ 23:8-12.
Οι χρισμένοι ακόλουθοι του Κυρίου Ιησού Χριστού χαρακτηρίζονται “διάκονοι των καλών νέων”, όπως ήταν ο Παύλος. (Κολ 1:23) Επίσης είναι «διάκονοι μιας νέας διαθήκης», εφόσον βρίσκονται σε σχέση διαθήκης με τον Ιεχωβά Θεό, έχοντας τον Χριστό ως Μεσίτη. (2Κο 3:6· Εβρ 9:14, 15) Ως αποτέλεσμα, είναι διάκονοι του Θεού και του Χριστού. (2Κο 6:4· 11:23) Τα προσόντα τους προέρχονται από τον Θεό μέσω του Ιησού Χριστού, όχι από κάποιον άνθρωπο ή οργάνωση. Τα αποδεικτικά στοιχεία της διακονίας τους δεν περιέχονται σε κάποιο χαρτί ή πιστοποιητικό, λόγου χάρη σε μια συστατική επιστολή ή εξουσιοδότηση. Η δική τους συστατική «επιστολή» βρίσκεται στα άτομα τα οποία έχουν διδάξει και εκπαιδεύσει για να είναι, όπως και οι ίδιοι, διάκονοι του Χριστού. Σχετικά με αυτό, ο απόστολος Παύλος λέει: «Μήπως χρειαζόμαστε, όπως μερικοί, συστατικές επιστολές προς εσάς ή από εσάς; Εσείς είστε η επιστολή μας, που είναι χαραγμένη στις καρδιές μας και τη γνωρίζει και τη διαβάζει όλη η ανθρωπότητα. Διότι αποκαλύπτεται ότι εσείς είστε επιστολή του Χριστού γραμμένη από εμάς ως διακόνους, χαραγμένη, όχι με μελάνι, αλλά με πνεύμα ενός ζωντανού Θεού, όχι σε πέτρινες πλάκες, αλλά σε σάρκινες πλάκες, σε καρδιές». (2Κο 3:1-3) Εδώ ο Παύλος δείχνει την αγάπη και το συναισθηματικό δεσμό, τη θερμή στοργή και το ενδιαφέρον που αισθάνεται ο Χριστιανός διάκονος για εκείνους τους οποίους διακονεί, δεδομένου ότι είναι “χαραγμένοι στην καρδιά” του διακόνου.
Εύλογα, λοιπόν, αφού ο Χριστός αναλήφθηκε στον ουρανό, έδωσε στη Χριστιανική εκκλησία «δώρα σε μορφή ανθρώπων». Μεταξύ αυτών υπήρχαν απόστολοι, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες και δάσκαλοι, οι οποίοι δόθηκαν «με προοπτική τη διόρθωση των αγίων, για διακονικό έργο, για την εποικοδόμηση του σώματος του Χριστού». (Εφ 4:7-12) Τα προσόντα τους ως διακόνων προέρχονται από τον Θεό.—2Κο 3:4-6.
Στην Αποκάλυψη που δόθηκε στον απόστολο Ιωάννη, παρουσιάζεται «ένα μεγάλο πλήθος, το οποίο κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να αριθμήσει, από όλα τα έθνη και τις φυλές και τους λαούς και τις γλώσσες». Αυτοί δεν αναφέρεται ότι περιλαμβάνονται, όπως οι χρισμένοι αδελφοί του Ιησού Χριστού, στη νέα διαθήκη, επομένως δεν είναι ούτε διάκονοί της. Εντούτοις, καταδεικνύεται ότι έχουν καθαρή υπόσταση ενώπιον του Θεού και «του αποδίδουν ιερή υπηρεσία ημέρα και νύχτα στο ναό του». Συνεπώς, προσφέρουν διακονία και μπορούν να αποκληθούν ορθά διάκονοι του Θεού. Όπως έδειξε τόσο το όραμα της Αποκάλυψης όσο και ο ίδιος ο Ιησούς (μέσω παραβολής), τον καιρό της παρουσίας του Χριστού στον ένδοξο θρόνο του θα υπήρχαν τέτοια άτομα που θα διακονούσαν επίσης στοργικά και τους αδελφούς του Ιησού Χριστού, παρέχοντάς τους βοήθεια, προσοχή και υποστήριξη.—Απ 7:9-15· Ματ 25:31-40.
Διακονικοί Υπηρέτες στην Εκκλησία. Ο απόστολος Παύλος, αφού απαριθμεί τις απαιτήσεις για όσους υπηρετούν ως «επίσκοποι» στις εκκλησίες, απαριθμεί τις αντίστοιχες απαιτήσεις για όσους προσδιορίζονται ως «διακονικοί υπηρέτες» (διάκονοι, Κείμενο). (1Τι 3:1-10, 12, 13) Η λέξη διάκονος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου διατηρείται σε ορισμένες περιπτώσεις αυτούσια στο μεταφρασμένο κείμενο (Ματ 20:26) ή αποδίδεται “υπηρέτης”. (Ματ 22:13) Εφόσον όλοι οι Χριστιανοί ήταν «διάκονοι» (υπηρέτες) του Θεού, είναι προφανές ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η λέξη διάκονοι προσλαμβάνει ιδιαίτερη έννοια η οποία σχετίζεται με την εκκλησιαστική διάταξη και δομή. Επομένως, υπήρχαν δύο σώματα αντρών που κάλυπταν θέσεις εκκλησιαστικής ευθύνης: οι «επίσκοποι», ή αλλιώς «πρεσβύτεροι», και οι «διακονικοί υπηρέτες». Συνήθως, σε κάθε εκκλησία υπήρχαν και επίσκοποι και διακονικοί βοηθοί.—Φλπ 1:1· Πρ 20:17, 28.
Συγκρίνοντας τους καταλόγους με τις απαιτήσεις για τους διακονικούς υπηρέτες και για τους επισκόπους, καθώς και τους προσδιορισμούς που χρησιμοποιούνται για τις δύο αυτές θέσεις, συμπεραίνουμε ότι στους διακονικούς υπηρέτες δεν είχε ανατεθεί η ευθύνη της διδασκαλίας ή της ποίμανσης (εφόσον ο ποιμένας επισκοπεί τα πρόβατα). Η διδακτική ικανότητα δεν αποτελούσε προϋπόθεση για το διορισμό τους. Ο ίδιος ο προσδιορισμός διάκονος δείχνει ότι οι εν λόγω άντρες υπηρετούσαν ως βοηθοί του σώματος των επισκόπων στην εκκλησία, έχοντας ως βασική ευθύνη τη διεκπεραίωση ζητημάτων μη ποιμαντικής φύσης, έτσι ώστε να μπορούν οι επίσκοποι να αφιερώνουν το χρόνο και την προσοχή τους στη διδασκαλία και στην ποίμανση.
Ένα παράδειγμα της αρχής που διέπει αυτή τη διευθέτηση αποτελεί ο χειρισμός στον οποίο προέβησαν οι απόστολοι όταν ανέκυψαν προβλήματα όσον αφορά την καθημερινή διανομή (διακονία, Κείμενο) τροφίμων στους άπορους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ. Αφού δήλωσαν ότι δεν ήταν “αρεστό να αφήσουν εκείνοι το λόγο του Θεού” για να ασχολούνται με τη διευθέτηση προβλημάτων σχετικών με την υλική τροφή, οι απόστολοι έδωσαν στους μαθητές την ακόλουθη οδηγία: «Αναζητήστε εσείς εφτά αναγνωρισμένους άντρες από ανάμεσά σας, γεμάτους πνεύμα και σοφία, για να τους διορίσουμε υπεύθυνους για την αναγκαία αυτή εργασία· και εμείς θα αφοσιωθούμε στην προσευχή και στη διακονία του λόγου». (Πρ 6:1-6) Αυτή ήταν η γενική αρχή. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι οι εφτά άντρες που επιλέχθηκαν σε εκείνη την περίπτωση δεν είχαν τα προσόντα να είναι «πρεσβύτεροι», διότι αυτή δεν ήταν κάποια φυσιολογική ή συνηθισμένη κατάσταση αλλά ένα ειδικό πρόβλημα που είχε ανακύψει, και μάλιστα ιδιαίτερα λεπτό καθώς υπήρχε η αίσθηση ότι γίνονταν διακρίσεις λόγω εθνικότητας. Εφόσον το ζήτημα επηρέαζε ολόκληρη τη Χριστιανική εκκλησία, απαιτούσε «πνεύμα και σοφία», γι’ αυτό και οι εφτά άντρες που επιλέχθηκαν ίσως να ήταν στην πραγματικότητα «πρεσβύτεροι» με πνευματική έννοια. Τώρα, όμως, διορίζονταν προσωρινά να φροντίσουν για μια εργασία την οποία φυσιολογικά θα χειρίζονταν «διακονικοί υπηρέτες». Επρόκειτο για «αναγκαία» εργασία, η οποία όμως δεν ήταν εξίσου σημαντική με τη «διακονία του λόγου».
Με αυτόν το χειρισμό οι απόστολοι έδειξαν ότι αξιολογούσαν σωστά τα ζητήματα, και μπορούμε εύλογα να συμπεράνουμε ότι τα σώματα των επισκόπων στις εκκλησίες που σχηματίστηκαν εκτός της Ιερουσαλήμ ακολουθούσαν το παράδειγμά τους όσον αφορά την ανάθεση καθηκόντων στους «διακονικούς υπηρέτες». Αναμφίβολα, έπρεπε να διευθετούνται πολλά ζητήματα τα οποία ήταν περισσότερο υλικής, καθημερινής ή διαδικαστικής φύσης, ίσως λόγου χάρη η αγορά υλικών για την αντιγραφή των ιερών κειμένων ή ακόμη και η ίδια η αντιγραφή.
Τα προσόντα που έπρεπε να πληρούν οι διακονικοί βοηθοί συνιστούσαν κριτήρια τα οποία θα προστάτευαν την εκκλησία από κάθε βάσιμη κατηγορία για το πώς επέλεγε τους άντρες που αναλάμβαναν συγκεκριμένα καθήκοντα, με αποτέλεσμα να διατηρεί τη δίκαιη υπόστασή της ενώπιον του Θεού και να έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία. (Παράβαλε 1Τι 3:10.) Τα προσόντα αυτά αφορούσαν την ηθική, τη διαγωγή και την πνευματικότητα και, όπου πληρούνταν, είχαν ως αποτέλεσμα να υπηρετούν άντρες που ήταν λογικοί, έντιμοι, ευσυνείδητοι και αξιόπιστοι. Όσοι διακονούσαν με καλό τρόπο αποκτούσαν για τον εαυτό τους «καλή υπόσταση και μεγάλη παρρησία στην πίστη που είναι σε σχέση με τον Χριστό Ιησού».—1Τι 3:13.
Επίγειοι Άρχοντες. Ο Θεός έχει επιτρέψει στις κυβερνήσεις αυτού του κόσμου να λειτουργούν μέχρι να έρθει ο ορισμένος του καιρός για να τις τερματίσει, ενώ στη συνέχεια η Βασιλεία του Χριστού θα κυβερνάει τη γη χωρίς να αμφισβητείται από κανέναν. (Δα 2:44· Απ 19:11-21) Ενόσω η διακυβέρνησή τους γίνεται ανεκτή, προσφέρουν πολλές υπηρεσίες στο λαό, όπως η οδοποιία, η λειτουργία σχολείων, η παροχή αστυνομικής και πυροσβεστικής προστασίας, και ούτω καθεξής. Επίσης, έχουν νόμους με τους οποίους τιμωρούν τους κλέφτες, τους δολοφόνους και άλλους παραβάτες. Επομένως, καθόσον προσφέρουν αυτές τις υπηρεσίες και εφαρμόζουν δίκαια αυτούς τους νόμους, είναι “διάκονοι” του Θεού. Αν κάποιος, έστω και Χριστιανός, παραβεί τους νόμους, η τιμωρία που θα υποστεί από την κυβέρνηση προέρχεται έμμεσα από τον Θεό, διότι ο Θεός τάσσεται εναντίον κάθε πονηρίας. Επίσης, αν η κυβέρνηση προστατεύει τον Χριστιανό από παραβάτες του νόμου, ενεργεί ως διάκονος του Θεού. Εννοείται ότι, αν ο άρχοντας κάνει κατάχρηση της εξουσίας του και ενεργεί κατά του Θεού, είναι υπεύθυνος και υπόλογος ενώπιόν Του για αυτό. Αν ένας τέτοιος πονηρός άρχοντας προσπαθήσει να εξαναγκάσει τον Χριστιανό να παραβιάσει το νόμο του Θεού, τότε δεν ενεργεί ως διάκονος του Θεού και θα υποστεί τιμωρία από Εκείνον.—Ρω 13:1-4.
Ψεύτικοι Διάκονοι. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι είναι διάκονοι του Θεού ενώ στην ουσία είναι υποκριτές, μάλιστα δε διάκονοι του Σατανά που μάχονται κατά του Θεού. Ο απόστολος Παύλος είχε να αντιμετωπίσει τέτοια άτομα που δημιουργούσαν προβλήματα στην εκκλησία της Κορίνθου. Σχετικά με αυτούς είπε: «Τέτοιοι άνθρωποι είναι ψευδαπόστολοι, δόλιοι εργάτες, που μετασχηματίζονται σε αποστόλους του Χριστού. Και αυτό δεν είναι άξιο απορίας, γιατί ο ίδιος ο Σατανάς μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός. Δεν είναι, λοιπόν, τίποτα σπουδαίο αν και οι διάκονοί του μετασχηματίζονται σε διακόνους δικαιοσύνης. Το τέλος τους, όμως, θα είναι σύμφωνα με τα έργα τους».—2Κο 11:13-15.
Η εμφάνιση τέτοιων ψεύτικων διακόνων προειπώθηκε πολλές φορές στις Γραφές. Ο Παύλος είπε στους επισκόπους της εκκλησίας της Εφέσου ότι, μετά την αναχώρησή του, θα έμπαιναν ανάμεσα στην εκκλησία καταπιεστικοί λύκοι οι οποίοι δεν θα μεταχειρίζονταν το ποίμνιο με τρυφερότητα, αλλά θα έλεγαν διεστραμμένα πράγματα για να παρασύρουν τους μαθητές πίσω τους. (Πρ 20:29, 30) Ο Παύλος έδωσε επίσης προειδοποίηση για τέτοιους αποστάτες στις επιστολές του (2Θε 2:3-12· 1Τι 4:1-5· 2Τι 3:1-7· 4:3, 4), ο Πέτρος περιέγραψε τη δράση τους (2Πε 2:1-3) και ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός προείπε την ύπαρξη και την καταστροφή τους (Ματ 13:24-30, 36-43).—Βλέπε ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΜΙΑΣ.