ΜΙΡΜΑ (Μιρμά) [πιθανώς, Απάτη]. Κεφαλή ενός πατρικού οίκου της φυλής του Βενιαμίν και γιος του Σαχαραΐμ από τη σύζυγό του την Οδές.—1Χρ 8:1, 8-10.