ΣΚΟΡΟΣ
[εβρ. κείμενο, ‛ας· σας (σκόρος των ρούχων)· ελλ. κείμενο, σής].
Τετράπτερο έντομο που μοιάζει με την πεταλούδα, αλλά διαφέρει από αυτήν κατά το ότι οι κεραίες του είναι συνήθως φτερωτές και δεν απολήγουν σε ευδιάκριτους κόμπους. Όταν αναπαύεται, ο σκόρος δεν κρατάει τα φτερά του όρθια, όπως κάνουν συνήθως οι πεταλούδες. Αντίθετα, το έντομο αυτό είτε διπλώνει τα φτερά του προς τα πίσω, σκεπάζοντας το σώμα του, είτε τα απλώνει στα πλάγια. Επίσης, οι σκόροι είναι κατά κανόνα νυκτόβιοι. Το έντομο που αναφέρεται στις Γραφές είναι προφανώς ο σκόρος των ρούχων (Tineola bisselliella), ιδιαίτερα στο καταστροφικό προνυμφικό του στάδιο. (Ιωβ 13:28· Ψλ 39:11· Ησ 50:9· 51:8· Ωσ 5:12· Ματ 6:19, 20· Λου 12:33· παράβαλε Ιακ 5:2.) Ο Ελιφάς χρησιμοποίησε ως σχήμα λόγου την ευκολία με την οποία συντρίβει κανείς έναν σκόρο για να καταδείξει πόσο αδύναμος είναι ο θνητός άνθρωπος.—Ιωβ 4:17, 19, 20.
Οι θηλυκοί σκόροι των ρούχων εναποθέτουν τα αβγά τους σε μάλλινα ή μεταξωτά υφάσματα ή σε γουναρικά, κατανέμοντάς τα έτσι ώστε οι κάμπιες που θα βγουν από αυτά να έχουν ευρυχωρία και αρκετό υλικό για να τραφούν. Οι κάμπιες δεν αρχίζουν να τρώνε παρά μόνο αφού φτιάξουν για αυτοπροστασία ένα «σπίτι», δηλαδή κουκούλι, από τις διαθέσιμες ίνες. Σε αυτό το «σπίτι» παραμένουν ενόσω τρέφονται.—Ιωβ 27:18.