ΜΥΡΤΙΑ
[εβρ., χαδάς].
Η μυρτιά (μύρτος η κοινή [Myrtus communis]) αποκτάει διαστάσεις θάμνου ή δέντρου και είναι κοινή στο Ισραήλ και στον Λίβανο, όπου ευδοκιμεί σε πετρώδες έδαφος. Είναι δυνατόν να φτάσει σε ύψος και τα 9 μ., αλλά συνήθως συναντάται ως θάμνος ύψους 2 ως 3 μ. Η μυρτιά είναι αειθαλής, έχει δε πολλά πυκνά κλαδιά και παχιά, γυαλιστερά, βαθυπράσινα φύλλα. Τα ευώδη, λευκά λουλούδια της ανθίζουν κατά ταξιανθίες και, ωριμάζοντας, μετατρέπονται σε μελανοκυανούς καρπούς. Ολόκληρο σχεδόν το φυτό περιέχει ένα εύοσμο αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Οι καρποί, αν και αρωματικοί, είναι εδώδιμοι. Σήμερα, η μυρτιά συναντάται κυρίως στην Άνω Γαλιλαία και στην κοιλάδα του Ιορδάνη, αλλά φύεται επίσης στην περιοχή της Ιερουσαλήμ, όπως συνέβαινε προφανώς και όταν είδε ο Ζαχαρίας το όραμα που κατέγραψε στα εδάφια Ζαχαρίας 1:8-11, 16.
Τα αρωματικά κλαδιά της μυρτιάς χρησιμοποιούνταν μαζί με τα κλαδιά άλλων δέντρων για να καλύπτονται οι προσωρινές υπαίθριες σκηνές, δηλαδή τα στέγαστρα, που χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι κατά τη Γιορτή των Σκηνών. (Νε 8:14, 15) Στις προφητείες αποκατάστασης προλέγεται ότι η μυρτιά, με το άρωμα και την ομορφιά της, θα φύεται στη θέση της τσουχτερής τσουκνίδας και θα φυτρώνει ακόμη και στην έρημο.—Ησ 41:19· 55:13.
Το εβραϊκό όνομα της Εσθήρ, συζύγου του Πέρση Βασιλιά Ασσουήρη, ήταν Χαδασσά, που σημαίνει «Μυρτιά».—Εσθ 2:7.