ΝΕΕΜΙΤΕΣ (Νεεμίτες) [Του (Από τον) Νεεμάν]. Οικογένεια Ισραηλιτών καταγόμενη από έναν εγγονό του Βενιαμίν ονόματι Νεεμάν.—Αρ 26:38, 40.