ΝΕΒΑΪ (Νεβαΐ) [πιθανώς από μια ρίζα που σημαίνει «ακμάζω· παράγω καρπό»]. Ένας από τους επικεφαλής του λαού, του οποίου κάποιος απόγονος, αν όχι ο ίδιος, επικύρωσε με σφραγίδα την «αξιόπιστη συμφωνία» των ημερών του Νεεμία.—Νε 9:38· 10:1, 14, 19.