ΝΕΚΩΔΑ
(Νεκωδά) [Πιτσιλωτός].
1. Προπάτορας μιας ομάδας Νεθινίμ οι οποίοι επέστρεψαν από τη βαβυλωνιακή εξορία το 537 Π.Κ.Χ.—Εσδ 2:1, 43, 48· Νε 7:46, 50.
2. Προπάτορας μιας ομάδας ατόμων που «δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ποιος είναι ο οίκος των πατέρων τους και η καταγωγή τους». (Εσδ 2:59, 60· Νε 7:61, 62) Εφόσον τα ονόματα του Δελαΐα και του Τωβία, που συνδέονται με τον Νεκωδά σε αυτά τα εδάφια, δεν εμφανίζονται αλλού σε κάποιον κατάλογο επαναπατριζόμενων εξορίστων, θεωρείται ότι αυτός ο Νεκωδά είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον Αρ. 1.